19 Ιανουαρίου, 2017

«Ενσωμάτωση Ευρωπαϊκών Οδηγιών χωρίς υιοθέτηση πρακτικών καλής νομοθέτησης, είναι αντιφατική»

Στην Ολομέλεια της Βουλής μίλησε ο Ειδικός Αγορητής του Ποταμιού, Σπύρος Δανέλλης

Ο Σπύρος Δανέλλης μίλησε στο πλαίσιο της συζήτησης για το Ν/Σ του Υπουργείου Οικονομικών: «Υποχρεωτικός έλεγχος των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, δημόσια εποπτεία επί του ελεγκτικού έργου και λοιπές διατάξεις».

Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Συζητούμε σήμερα την ευρωπαϊκή Οδηγία, 2014/56 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, που στην πραγματικότητα τροποποιεί μια προηγούμενη Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006, και συγκεκριμένα την Οδηγία 2006/43.

Η εν λόγω Οδηγία θα πρέπει να διευκρινισθεί πως είχε ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με το ν.3693/2008, που αφορούσε την εναρμόνιση μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών, των κανόνων που διέπουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς των οικονομικών οντοτήτων.

Η παρούσα Οδηγία επιδιώκει έτι περαιτέρω την επικράτηση κοινών ελεγκτικών προτύπων σε όλες τις χώρες της Ένωσης, βάσει των οποίων διενεργούνται οι υποχρεωτικοί έλεγχοι στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων, καταργώντας ουσιαστικά τον ν.3693/2008.

Ο προφανής σκοπός είναι να επιτευχθεί ακόμα μεγαλύτερη σύγκλιση των οικονομικών καταστάσεων που εκδίδουν όλες οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, έτσι ώστε να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη των δυνητικών επενδυτών, και να βελτιώσουμε την ποιότητα των υποχρεωτικών ελέγχων, επιτρέποντας την ορθή απεικόνιση της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ν/Σ επιχειρεί να ενισχύσει και την δημόσια εποπτεία των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, όπως και των Ελεγκτικών Εταιρειών – να ελέγξει τους ελεγκτές κατ’ ουσία – και να εδραιώσει την ανεξαρτησία της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, την γνωστή ΕΛΤΕ, ως Αρχής Δημόσιας Εποπτείας.

Για αυτόν τον λόγο η συζητούμενη Οδηγία φέρνει νέους όρους και προϋποθέσεις, που αφορούν την χορήγηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, όπως και τον τρόπο λειτουργίας των Ελεγκτικών Εταιριών.
Και για να γινόμαστε κατανοητοί.

Οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε έλεγχο από ορκωτούς λογιστές ή τις αντίστοιχες εταιρείες δεν αρκεί μόνο να φαίνονται κερδοφόρες και υγιείς, αλλά και να είναι.
Γιατί πολλές φορές κατά το παρελθόν είδαμε επενδυτές να ρίχνουν τα λεφτά τους σε επιχειρήσεις κουφάρια.
Επιχειρήσεις που ωστόσο λόγω ελλιπών και διαβλητών ελέγχων παρουσίαζαν στοιχεία οικονομικής ευρωστίας, που ουδόλως αντιστοιχούσαν στην πραγματική τους κατάσταση.

Συζητούμε λοιπόν ένα τεχνικό νομοσχέδιο που ωστόσο έχει μεγάλη σημασία για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και πιο συγκεκριμένα για όσους θέλουν να επενδύσουν χρήματα στη χώρα μας.
Και παρότι η τεχνική του φύση πιθανόν να απωθεί σε πρώτο χρόνο τον πολίτη, θα πρέπει να επισημάνω πως μιλάμε για την πραγματική οικονομία.

Και αυτή κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι για τον καθένα μας.
Αλλά και με μία άλλη ανάγνωση το νομοσχέδιο μας επιβάλλει να δούμε στην πραγματική τους διάσταση πολυεθνικές ελεγκτικές εταιρείες, εγνωσμένου κύρους που ως τώρα παρέμεναν στο απυρόβλητο, λόγω ονόματος και μόνο.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η στόχευση του ελέγχου των Ελεγκτικών Εταιριών, αφορά κυρίως τις λεγόμενες Big Four: την Deloitte, την PwC, την EY, την KPMG.

Εταιρείες κολοσσούς, που η χρηματοπιστωτική κρίση έφερε στην επιφάνεια αδυναμίες στην λειτουργία τους, που μαθηματικά οδηγούσαν σε στρεβλώσεις της αγοράς.
Άλλωστε είναι γνωστό πως η συγκεκριμένη αγορά είναι μια αγορά ολιγοπωλιακού χαρακτήρα και συνεπακόλουθα σύγκρουσης συμφερόντων.

Επιπρόσθετα, το συζητούμενο Σ/Ν ορίζει τα απαραίτητα προσόντα των ελεγκτών, θέτει το πλαίσιο διεξαγωγής των σχετικών επαγγελματικών εξετάσεων και πιστοποιήσεων, ενώ επανακαθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την εγγραφή τους στο Δημόσιο Μητρώο.

Τα 54 άρθρα, τα οποία διαρθρώνονται σε 12 κεφάλαια, ακολουθούν την αρχική μορφή της Οδηγίας και ως εκ τούτου δεν έχουμε κανένα πρόβλημα υπερψήφισής της, μένοντας άλλωστε συνεπείς στη στάση που τηρούμε για τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες που το ελληνικό Κοινοβούλιο καλείται να επικυρώσει.

Παρόλα αυτά θέλω να σταθώ σε ένα ζήτημα που νομίζω πως πρέπει να επανεξεταστεί γιατί χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης.
Δεν μπορεί μία ελεγκτική εταιρία, η οποία διαθέτει θυγατρικές ή έμμεσα συνδεδεμένες εταιρείες να ελέγχει και παράλληλα να κάνει και το λογιστικό και φορολογικό έλεγχο μέσω των θυγατρικών της.
Πρέπει να υπάρχουν διακριτοί ρόλοι στις λειτουργίες αυτές, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια των διαδικασιών.
Αλλά και στο άρθρ. 42 που εμφανίζεται αλλαγμένο σε σχέση με το αντίστοιχο της διαβούλευσης, θα πρέπει να δούμε ξανά ορισμένα σημεία.
Γιατί καλώς ή κακώς τα οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας είναι διαφορετικά από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και εκεί όπου μιλούμε για μία μικρή επιχείρηση, στα καθ’ ημάς θεωρείται μεγάλη.

Έτσι για παράδειγμα το όριο των 4 εκατομμυρίων ενεργητικό και κύκλου εργασιών 8 εκατ. με 50 άτομα -ως εργαζόμενους- που χαρακτηρίζει τη μικρή επιχείρηση στην Ευρώπη, για τη χώρα μας είναι μια μεγάλη επιχείρηση.
Μια τέτοια επιχείρηση δεν είναι δυνατόν να εξαιρείται από τους ελέγχους γιατί έτσι περιορίζεται σημαντικά ο αριθμός των υπό έλεγχο επιχειρήσεων.

Αξίζει νομίζω να ξαναδείτε το θέμα και να προσαρμόσετε τα όρια σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι κλείνοντας δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην πάγια τακτική σας.

Για άλλη μία φορά γινόμαστε μάρτυρες του γνωστού μοτίβου κακής νομοθέτησης, όπου η ψήφιση μιας ευρωπαϊκής Οδηγίας γίνεται «Δούρειος Ίππος» για πληθώρα ως επί των πλείστον άσχετων τροπολογιών (που ώρα με την ώρα αυξάνονται).
Και το να προσπαθείς να ενσωματώσεις επί μέρους ευρωπαϊκές οδηγίες στην ελληνική έννομη τάξη, δίχως να ακολουθείς ωστόσο τις ευρωπαϊκές πρακτικές καλής νομοθέτησης, είναι αν μη τι άλλο αντιφατικό.