Σε κοινή συνεδρίαση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, με αντιπροσωπεία της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και Νομισματικών Υποθέσεων (ΕCON) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με θέμα ημερήσιας διάταξης «Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση και η συμβολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην παρακολούθηση του Ελληνικού Προγράμματος», τοποθετήθηκε ο Σπύρος Δανέλλης ως εισηγητής του Ποταμιού.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας έχει ως εξής:
Θέλω να καλωσορίσω τις αγαπητές και τους αγαπητούς συναδέλφους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να θυμίσω σε όλους μας ότι είχα μαζί τους την τύχη στην προηγούμενη θητεία, να διαμορφώσουμε και να ψηφίσουμε στις 13 Μαρτίου 2014 το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ένα ψήφισμα που αφορούσε τη Διερευνητική Έκθεση για το ρόλο και τις εργασίες της τρόικας, όσον αφορά τις χώρες της ζώνης του ευρώ που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα προσαρμογής.
Εκεί στην Έκθεση αυτή είχαμε την ευκαιρία, ως Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκφράσουμε τις ενστάσεις, τις αντιρρήσεις, τους προβληματισμούς, αλλά και τις προτάσεις μας, σχετικά με τη μεθοδολογία αλλά και την ουσία των προγραμμάτων στήριξης.
Βέβαια η σημερινή αντιπροσωπεία, η δική σας πρωτοβουλία, μπορεί να μην είναι τυπικά συνέχεια εκείνης της Έκθεσης και εκείνων των αντιλήψεων, παρότι στο τελευταίο σημείο της η Έκθεση αυτή εξέφραζε τη βούληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η προσπάθεια της διερεύνησης της πορείας της υλοποίησης των προγραμμάτων στήριξης και την έκφραση των απόψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πάνω σε αυτή τη συνέχεια.
Παρόλα αυτά, η δική σας πρωτοβουλία ουσιαστικά είναι μια συνέχεια αυτής της αρχής.
Σε δύο μήνες, το Μάιο δηλαδή, συμπληρώνονται έξι ολόκληρα χρόνια εφαρμογής του προγράμματος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία, δυστυχώς, όμως δεν ανακάμπτει.
Ο ασθενής δεν θεραπεύεται.
Αλλιώς τα μνημόνια στην Ελλάδα αποτυγχάνουν.
Το ερώτημα είναι γιατί.
Τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης ήταν μια συρραφή λύσεων εφαρμοσμένων σε άλλες κοινωνίες, σε άλλες συνθήκες, όπου το πολιτικό σύστημα σύσσωμο ουσιαστικά αρνήθηκε να υιοθετήσει τις προτάσεις που εμπεριείχαν.
Για να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα διάσωσης, έχει γίνει πια σαφές, πως απαιτείται μια στοιχειώδης κοινή αποδοχή.
Επιπλέον, κατά τις πολλές τρίμηνες αξιολογήσεις που έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα είχαμε εμμονή στο αυστηρά δημοσιονομικό σκέλος, που κατέληγε πάντα στη συρρίκνωση των εισοδημάτων των πολιτών και στον περιορισμό των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών, ενώ οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις παρέμεναν στο περιθώριο.
Δεν υπήρξε μέχρι τώρα, δηλαδή, καμία ουσιαστική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μεταρρυθμίσεων, ούτε των εμποδίων που παρεμβάλλονται στην εφαρμογή τους, ούτε του κόστους που κατέβαλλαν οι πληττόμενες κοινωνικές ομάδες.
Οι «εθνικά υπερήφανες» πολιτικές διαπραγματεύσεις, τις οποίες διαφήμιζε το πολιτικό σύστημα στον ελληνικό λαό κατέληγαν πάντα στην απεμπόληση των μεταρρυθμίσεων και ας ήταν αυτές που απαιτούνταν για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης.
Συλλήβδην το πολιτικό σύστημα βολεύτηκε σε αυτού του είδους τις αξιολογήσεις, αρνούμενο να πράξει αυτό που είχε πραγματικά ανάγκη η ελληνική οικονομία, είτε με προγράμματα στήριξης, είτε χωρίς αυτά.
Στην πραγματικότητα δεν συμφώνησε ποτέ στο ποιες τομές και με ποιο τρόπο έπρεπε να γίνουν.
Μια συζήτηση για την ανάπτυξη στην Ελλάδα μπορεί να προσπεράσει τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης προς ένα φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα μοντέλο, που με τη σειρά του θα δημιουργήσει εθνικό πλούτο και στέρεες θέσεις εργασίας;
Δυστυχώς, ερωτήματα όπως το παραπάνω περιγράφουν μια συζήτηση που στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ με ειλικρίνεια.
Μια συζήτηση που όλοι στην πραγματικότητα αποφεύγουν ή αναβάλουν για κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον.
Και εδώ δεν είναι μόνο η ευθύνη της ελληνικής πλευράς είναι και η πλευρά βεβαίως της τρόικα.
Η στρατηγική, οι στόχοι, το χρονοδιάγραμμα και η δράση του μνημονίου υποτίθεται ότι ήταν η απάντηση της πολιτικής ηγεσίας και των δανειστών στο ερώτημα πώς η Ελλάδα θα βγει από την κρίση.
Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πια πως οι συντάκτες και των τριών μνημονίων, Έλληνες και ξένοι, δεν απάντησαν αποτελεσματικά στο παραπάνω ερώτημα τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο υλοποίησης.
Η ίδια η εφαρμογή των δράσεων του μνημονίου ήταν αυτή που οδήγησε σε βαθύτερη ύφεση, δημιουργώντας μια αρνητική δυναμική και μια δίνη επώδυνων κοινωνικών εξελίξεων, που συμπαρέσυραν και την κρίσιμη έννοια των μεταρρυθμίσεων.
Και αυτό συνέβη, καθώς το μνημόνιο έθεσε αντιφατικούς μεταξύ τους στόχους και βασίστηκε σε μη ρεαλιστικά σενάρια και προβλέψεις, ενώ παράλληλα διαρκώς αναβαλλόταν το απαραίτητο κοινωνικό συμβόλαιο για τις μεταρρυθμίσεις που είχε στην πραγματικότητα η χώρα ανάγκη.
Ευχαριστώ.
(Συνέχεια ομιλίας κ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΔΑΝΕΛΛΗ, Εισηγητή Κοινοβουλευτικής Ομάδας «Το ΠΟΤΑΜΙ»)
Εδώ ακριβώς είναι καθοριστική η συμβολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έστω και αν δεν έχει αποφασιστικού χαρακτήρα δυνατότητες, αφού μπορεί να είναι εκείνο που θα αναδείξει τις αδυναμίες σχεδιασμού και εφαρμογής τόσο των ευρωπαϊκών πολιτικών όσο και των όποιων εθνικών. Είναι εκείνο που μπορεί να παρακολουθήσει σε τακτή βάση την εξέλιξη των μεταρρυθμίσεων, να αξιολογεί τους κινδύνους και τις διακινδυνεύσεις, όχι μόνο έναντι των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, αλλά και έναντι του τελικού αποτελέσματος του μνημονίου. Διότι αν το ζητούμενο είναι η έξοδος της χώρας από την κρίση, τότε η κριτική θεώρηση των πεπραγμένων, η δημοσιοποίηση και η επικοινωνία τους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσουν αποτελεσματικό εργαλείο πολιτικής και βάση για την δημιουργία αυτού του νέου κοινωνικού συμβολαίου, που είναι απαραίτητο για την έξοδο από την κρίση.
Σας ευχαριστώ.
Σπύρος Δανέλλης - Ηρακλείου