Ερώτηση προς τους Υπουργούς 1) Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και 2) Οικονομικών κατέθεσε ο βουλευτής Ηρακλείου, Σπύρος Δανέλλης, σχετικά με τον Λογαριασμό Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΛΕΠΕΤΕ), ο οποίος αποτελεί και τη μια και μόνη πρόσθετη επικουρική παροχή, που οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της ΕΤΕ έχουν, στο πλαίσιο της θεσμικής κατοχύρωσης για την μετεργασιακή τους προστασία.
Ο ΛΕΠΕΤΕ από το 2007 έπαψε να είναι πλεονασματικός, με αποτέλεσμα η εργοδότρια Τράπεζα να αναγκαστεί ως εγγυήτρια, να καλύπτει τα όποια ελλείμματα. Από τον Ιούλιο του 2017, ωστόσο, η Διοίκηση της τράπεζας ανακοίνωσε δια τελεσιγράφων, ότι θα σταματήσει την καταβολή των παροχών του ΛΕΠΕΤΕ, παρότι έφερε ακέραια την ευθύνη για τα καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα από την εκτός κανόνων διαχείριση του ΛΕΠΕΤΕ.
Αποτέλεσμα της παραπάνω κατάστασης είναι να έχει διακοπεί η επικούρηση για 16.500 συνταξιούχους της ΕΤΕ, γεγονός που έχει φέρει σε απόγνωση τους ίδιους και τις οικογένειές τους, από την στιγμή που έχει ανατρέψει δραματικά τον οικογενειακό προγραμματισμό τους.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
Προς τους κ.κ. Υπουργούς 1) Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και 2) Οικονομικών
Θέμα: «Στον αέρα το επικουρικό βοήθημα των πρώην εργαζομένων στην ΕΤΕ»
Ο Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΛΕΠΕΤΕ) αποτελεί έναν έντοκο καταθετικό λογαριασμό, στον οποίο κατατίθονταν οι εισφορές των εργαζομένων και οι συνεισφορές της τράπεζας, σε ποσοστά 12,5% επί πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων ώστε αυτές να αποδοθούν ως μετεργασιακή αμοιβή μετά την αφυπηρέτηση τους, δηλαδή ως πρόσθετη οικονομική παροχή πέραν της συντάξεως. Ο εν λόγω Λογαριασμός, ο οποίος θα πρέπει να σημειωθεί πως σε καμία περίπτωση δεν φέρει τα τυπικά χαρακτηριστικά του ασφαλιστικού ταμείου, συστάθηκε από την ίδια την τράπεζα το 1949, προκειμένου να επιτύχει την εργασιακή ειρήνη, να προσελκύσει και να διατηρεί τα στελέχη της.
Ο Λογαριασμός από την ίδρυσή του λειτουργεί βάσει Ειδικού Κανονισμού και διοικείται από μια Διαχειριστική Επιτροπή, στην οποία προεδρεύει ο εκάστοτε Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας. Χορηγούσε πάντα στα μέλη του τα προβλεπόμενα ποσά, ουδέποτε τα μείωσε, αντίθετα τα αναπροσάρμοζε πάντα προς τα πάνω ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, που επικρατούσαν. Από το έτος 1995, μετά από απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής, η οποία επικυρώθηκε από το ΔΣ της τράπεζας, αναγνωρίστηκαν και θεμελιώθηκαν οι παρακάτω αρχές:
• Διευκρινίστηκε ότι ο Λογαριασμός δεν είναι Ταμείο κοινωνικής ασφάλισης και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στον Ν.2084/92, ο οποίος προέβλεπε εισφορές για τα Επικουρικά Ταμεία ποσοστά 3% για τους εργαζόμενους και 3% για τον Εργοδότη. Έτσι λοιπόν παρέμειναν τα υφιστάμενα ποσοστά εισφορών (3.5% εργαζόμενοι + 9% εργοδότης).
• Τροποποιήθηκε ο ως άνω Κανονισμός, όσον αφορά τη βάση και τον τρόπο υπολογισμού της Επικούρησης και συνδέθηκε με το μισθολόγιο του εν ενεργεία προσωπικού.
Οι παραπάνω αποφάσεις ήταν καθοριστικής σημασίας, άλλαξαν τελείως τον τρόπο λειτουργίας του Λογαριασμού Επικούρησης και θεμελίωσαν νέους κανόνες:
• Ξεκαθαρίστηκε άπαξ δια παντός η αυτοτέλεια του Λογαριασμού, θεμελιώθηκε το γεγονός ότι δεν είναι Επικουρικό Ταμείο και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Δημοσίου περί κοινωνικής ασφάλισης. Για το λόγο αυτό δεν εφαρμόστηκαν ποτέ οι μνημονιακές κρατήσεις και καταβάλλονταν πάντα 14 παροχές κατ’ έτος.
• Η Τράπεζα λειτουργεί πλέον ως εγγυητής των παροχών επικυρώνοντας την τότε απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Λογαριασμού με απόφαση του Δ.Σ. της. Απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι ότι κάλυπτε τα ελλείμματα αυτά από τη στιγμή που πρωτοεμφανίστηκαν μέχρι τον Νοέμβριο του 2017, ημερομηνία κατά την οποία αμφισβήτησε επισήμως την υποχρέωση της αυτή.
• Οι παροχές του Λογαριασμού Επικούρησης μετατρέπονται πλέον σε μετεργασιακή αμοιβή συνδέοντας την βάση υπολογισμού της παροχής με τους μισθούς των εν ενεργεία υπαλλήλων και μάλιστα με τις συλλογικές τους συμβάσεις, διότι προέβλεπε αναπροσαρμογές των επικουρήσεων με κάθε νέα συλλογική σύμβαση εργασίας. Η πράξη αυτή επικυρώνει τον ισχυρισμό του καθηγητή κ. Κρεμαλή ότι οι παροχές του Λογαριασμού Επικούρησης αποτελούν μετεργασιακή αμοιβή. Στην πρόσφατη απόφαση 2680/26.4.2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση Ασφαλιστικών μέτρων κατά της Εθνικής Τράπεζας ομάδας συνταξιούχων, αναγνωρίζεται ως «μία κατά κυριολεξία μισθολογική εργοδοτική παροχή».
Από το έτος 2007 και μετά ο ΛΕΠΕΤΕ έπαψε να είναι πλεονασματικός, και η εργοδότρια Τράπεζα αναγκάστηκε ως εγγυήτρια, να καλύπτει αδιαλείπτως τα ελλείμματα. Τον Ιούλιο του 2017, η Διοίκηση της τράπεζας ανακοίνωσε δια τελεσιγράφων ότι θα σταματήσει την καταβολή των παροχών του ΛΕΠΕΤΕ, θεωρώντας πως ο ΛΕΠΕΤΕ είναι ένας ιδιότυπος ασφαλιστικός φορέας και πως η ίδια δεν έχει καμία υποχρέωση να καλύπτει τα ελλείμματά του. Την απόφαση αυτή την πήρε, σύμφωνα με ισχυρισμούς της, υπό την πίεση των δανειστών, των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και των ξένων μετόχων.
Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της ΕΤΕ, αντιδρώντας άμεσα, κατήγγειλαν την διαχειρίστρια τράπεζα πως σε κάθε περίπτωση φέρει ευθύνες για τα αρνητικά αποτελέσματα του Λογαριασμού και την κατηγόρησαν για την κακοδιαχείρισή του. Για τους λόγους αυτούς προχώρησαν σε σωρεία δικαστικών ενεργειών: ομαδικά προσωρινά, ασφαλιστικά μέτρα, αγωγές και μηνυτήριες αναφορές σχετικά με την κακοδιαχείριση του ΛΕΠΕΤΕ. Ήδη, έχει ζητηθεί η επέμβαση του Εισαγγελέα για διαχειριστικό έλεγχο από το 1949. Η Τράπεζα αρνείται να παράσχει στοιχεία κίνησης του ΛΕΠΕΤΕ, καθώς και ατομικά αρχεία εισφορών, αγνοώντας ακόμα και πρόσφατη οδηγία της ΑΠΠΔ (Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων). Ο έγκριτος νομικός και οικονομολόγος κ. Γ. Ρωμανιάς σε συνέντευξή του δήλωσε ότι τίθεται θέμα «υπεξαίρεσης» -κακοδιαχείρισης των αποθεματικών του ΛΕΠΕΤΕ.
Οι πρώην εργαζόμενοι αναφέρουν ότι όταν άρχιζαν οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, ο «Λογαριασμός» έφθασε να έχει τοποθετημένο στη μετοχή της Εθνικής το 96% (!) των διαθεσίμων του, σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε ο Κανονισμός του. Επίσης αναφέρουν ότι τον Ιανουάριο του 2011 ο ΛΕΠΕΤΕ κατείχε 6.681.560 μετοχές της Εθνικής, με κόστος αγοράς 6,30 ευρώ ανά μετοχή, ενώ δύο χρόνια αργότερα τις ρευστοποίησε σε πολύ χαμηλότερη τιμή, για να μπει στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας, δανειζόμενος μάλιστα ο ΛΕΠΕΤΕ από το τότε Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο νυν Eurobank, προκειμένου να αγοράσει επιπλέον μετοχές της. Με τις ανακεφαλαιοποιήσεις και τα reverse split η αξία αυτής της τοποθέτησης εξανεμίστηκε, με τους εργαζόμενους να κάνουν λόγο για απώλειες ύψους 50 εκατ. Ευρώ. Η πράξη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον Κανονισμό του Λογαριασμού, ο οποίος προβλέπει αξιοποίηση των αποθεματικών και των διαθεσίμων του κατά τον «επωφελέστερο τρόπο». Η δε αγορά μετοχών δεν αποτελεί ασφαλή επένδυση χαμηλού ρίσκου.
Δεδομένου ότι ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί τη μια και μόνη πρόσθετη επικουρική παροχή που οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της ΕΤΕ έχουν, στο πλαίσιο μάλιστα της θεσμικής κατοχύρωσης για την μετεργασιακή τους προστασία.
Δεδομένου ότι η Εθνική Τράπεζα διαχειρίστηκε επί σχεδόν 70 έτη αυτόν τον λογαριασμό και πάνω από 10 έτη κάλυπτε τα σχετικά ελλείμματα που στην ουσία η ίδια δημιούργησε.
Δεδομένου ότι η τράπεζα, ακόμη κι αν γίνονταν δεκτοί οι ισχυρισμοί της ότι δεν είναι υποχρεωμένη να καλύπτει τα ελλείμματα, φέρει ακέραια την ευθύνη για τα καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα από την εκτός κανόνων διαχείριση του ΛΕΠΕΤΕ.
Δεδομένου ότι η διακοπή της επικούρησης για 16.500 συνταξιούχους της ΕΤΕ δεν συνάδει σε μια ευνομούμενη πολιτεία και μάλιστα όταν η ίδια η πολιτεία αναγνώρισε την αυτονομία αυτού του Λογαριασμού.
Δεδομένου ότι ο Γενικός Γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. Γ. Ρωμανιάς το 2015 δεν ενέταξε τον Λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ ούτε έκανε καμία επέμβαση για την ένταξή του σε άλλο σύστημα επικουρικής ασφάλισης.
Δεδομένου ότι η ενέργεια αυτή της Εθνικής Τράπεζας να σταματήσει πλήρως την καταβολή του επικουρικού αυτού βοηθήματος (από το Νοέμβρη του 2017) έχει φέρει σε απόγνωση 16.500 οικογένειες ανατρέποντας τον οικογενειακό προγραμματισμό τους.
Δεδομένου ότι μέσα στις 16.500 αυτές οικογένειες υπάρχουν τουλάχιστον 10.000 που χρωστούν δάνεια, τα περισσότερα στην ίδια την Τράπεζα, που χορηγήθηκαν βάσει συγκεκριμένου εισοδήματος και μετά την ολική περικοπή του ΛΕΠΕΤΕ έχουν σταματήσει να εξυπηρετούνται.
Δεδομένου ότι μέσα στις 16.500 αυτές οικογένειες υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις ασθενών, κατάκοιτων που με το βοήθημα αυτό πλήρωναν νοσοκομεία, γηροκομεία κ.λ.π. σπουδές τέκνων και πλείστες άλλες περιπτώσεις που είναι αδύνατο να περιγραφούν εδώ.
Δεδομένου ότι το Δημόσιο θα έχει τεράστια απώλεια εσόδων από την μη φορολόγηση αυτών των εισοδημάτων σε άμεσους και έμμεσους φόρους (το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των εισοδημάτων πηγαίνει στην κατανάλωση όπου το έσοδο από ΦΠΑ είναι 24%).
Ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί:
1. Σκοπεύετε να εντάξετε τους 16.500 συνταξιούχους και 4.900 εν ενεργεία ασφαλισμένους του Λογαριασμού στο ΕΤΕΑΕΠ; Σε περίπτωση που έχετε αυτόν το σκοπό από που θα αντλήσετε την απαιτούμενη ρευστότητα προκειμένου να χρηματοδοτήσετε αυτήν την ένταξη τη στιγμή που κανένας από τους εν λόγω συνταξιούχους/ασφαλισμένους δεν έχει συνεισφέρει στο Δημόσιο ούτε ένα ευρώ;
2. Μήπως η ενέργεια αυτή, σε περίπτωση που προχωρήσετε σε υλοποίηση, είναι ένας έμμεσος δανεισμός της Εθνικής Τράπεζας, η οποία παραβιάζει κοινοτικές διατάξεις περί υγιούς ανταγωνισμού (Παράνομες κρατικές ενισχύσεις);
3. Προτίθεσθε να συνδράμετε στον αγώνα των συνταξιούχων και ασφαλισμένων της Εθνικής Τράπεζας για διαφάνεια και απονομή δικαιοσύνης ώστε να ανοίξει ο Λογαριασμός και να γίνει διαχειριστικός έλεγχος;
Ο ερωτών βουλευτής
Σπύρος Δανέλλης – Ηρακλείου