Ομιλία Γ. Μαυρωτά κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού για το 2019
Ένωση των δημοκρατικών δυνάμεων απέναντι στην τρομοκρατική επίθεση στον ΣΚΑΙ που απειλεί τη Δημοκρατία και την ενημέρωση, πρότεινε ο Αντιπρόεδρος του Ποταμιού και βουλευτής Αττικής, Γιώργος Μαυρωτάς, στην αρχή της ομιλίας του κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού για το 2019. Καταδίκασε την τρομοκρατία, που στόχο έχει να δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα και ζήτησε άρση του εμπάργκο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προκειμένου να περάσει αυτό το μήνυμα ενδυνάμωσης της ενημέρωσης.
Αναφορικά με τον πρώτο μετα-μνημονιακό προϋπολογισμό σχολίασε, πως η κυβέρνηση στοχεύει στα λάθος νούμερα και φαίνεται να καταστρώνει σχέδιο προϋπολογισμού με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες κάλπες. Ξεκαθάρισε πως με την υπερφορολόγηση η κυβέρνηση μπορεί να πετυχαίνει τα νούμερα στα υπερπλεονάσματα, αλλά αστοχεί στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις, δηλαδή στα σημαντικότερα στοιχεία της οικονομίας, ξεζουμίζοντας ουσιαστικά τη μεσαία και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Στη συνέχεια της ομιλίας του, ο κ. Μαυρωτάς διαπίστωσε πως από το 11.4% αύξηση επενδύσεων, που προέβλεπαν πέρυσι, τελικά πιάσαμε μόλις 0.8%. Δηλαδή, 14 φορές κάτω! Και ο λόγος που απομακρύνονται οι επενδύσεις από τη χώρα μας είναι η στάση της κυβέρνησης με τους δυσβάσταχτους φόρους, τη γραφειοκρατία και την ιδεολογική δυσανεξία απέναντι στο ιδιωτικό. Επίσης, ο βουλευτής Αττικής τόνισε, πως ίσως το σημαντικότερο εμπόδιο στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις αποτελεί η αβεβαιότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Κλείνοντας την ομιλία του, ο βουλευτής Αττικής καυτηρίασε την τακτική τόσο της κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης να μιλούν διαρκώς για την περικοπή ή μη των συντάξεων και τόνισε πως το ενδιαφέρον μας θα πρέπει να μονοπωλεί η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση της παραγωγής, ώστε να αιμοδοτηθεί και το ασφαλιστικό μας σύστημα αντίστοιχα. Τέλος, δήλωσε πως «η αναπτυξιακή πολιτική, που αποφέρει οικονομικούς καρπούς μεσοπρόθεσμα, θυσιάζεται στο βωμό της επιδοματικής πολιτικής, που αποφέρει ψηφοθηρικούς καρπούς βραχυπρόθεσμα».
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από τη σημερινή τρομοκρατική επίθεση στον Σκάι με δυο λόγια. Δεν πρέπει να αφήσουμε την τρομοκρατία και τον φόβο να κερδίσουν. Και θα κερδίσουν, αν οδηγήσουν σε περισσότερο διχασμό και λιγότερη δημοκρατία. Ενωμένες οι δημοκρατικές δυνάμεις θα πρέπει να σταθούμε απέναντι. Ό,τι και να μας χωρίζει, είναι μικρότερο. Σήμερα, συμφωνούμε ή διαφωνούμε με το περιεχόμενο του σταθμού, απειλείται κάτι πολύ μεγαλύτερο, απειλείται η ίδια η δημοκρατία. Χωρίς «ναι μεν, αλλά», χωρίς αστερίσκους, καταδικάζουμε όσους με βόμβες θέλουν να δυναμιτίσουν το πολιτικό κλίμα και να σπείρουν φόβο, μίσος και διχασμό. Και θα ήταν καλό, για να αρθεί το τοξικό κλίμα, όπως το χαρακτήρισε ο Πρόεδρος της ΝΔ, τα δύο μεγάλα κόμματα να άρουν το εμπάργκο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, να δείξουν έμπρακτα, ότι τέτοιες επιθέσεις πεισμώνουν και κάνουν την ενημέρωση και τη Δημοκρατία πιο δυνατές.
Ας έρθω στο αντικείμενο της συζήτησης. Συζητάμε τον πρώτο μετα-μνημονιακό προϋπολογισμό που έχουμε την ατυχία να είναι και προ-εκλογικός προϋπολογισμός, καθότι το 2019 θα είναι σίγουρα χρονιά βουλευτικών (και όχι μόνο) εκλογών. Μια παράμετρος, που φαίνεται παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές της κυβέρνησης. Μέσα από τους λίγους βαθμούς ελευθερίας που έχει, φαίνεται να καταστρώνει ένα προϋπολογισμό με το βλέμμα όχι στις επόμενες γενιές, αλλά στις επόμενες κάλπες.
Δεν θα την κατηγορούσα τόσο πολύ γι αυτό… -είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο, όλοι το ίδιο έκαναν και κάνουν, όπως βλέπουμε τις τελευταίες μέρες- αλλά το «κατηγορώ» πηγαίνει στο ότι μεταξύ κοντόφθαλμης τακτικής και μακροπρόθεσμης προοπτικής η πρώτη κερδίζει συντριπτικά και όχι οριακά, όπως θα ήταν αποδεκτό από την κοινωνία και την οικονομία μας.
Και εξηγούμαι: Για να στηρίξεις το κοινωνικό κράτος, χρειάζεσαι πόρους. Τώρα πλέον που δεν έχουμε το προστατευμένο περιβάλλον δανεισμού με τους θεσμούς, πρέπει να δανειστούμε από τις αγορές. Ακόμα δεν μπορούμε, είναι απαγορευτικά τα επιτόκια. Η κυβέρνηση δηλαδή ζει το δράμα μιας ελληνικής επιχείρησης σήμερα που δεν μπορεί να δανειστεί. Μόνο που η κυβέρνηση έχει το μαξιλάρι των 26.6 δις -συνήθως οι επιχειρήσεις ή οι οικογένειες δεν έχουν κάποιο θείο να τους έχει αφήσει κάτι για τις δύσκολες ώρες. Προσοχή όμως, το μαξιλάρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κοιμάσαι πιο άνετα, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και για να σε πνίξουν από ασφυξία. Το θέμα λοιπόν είναι πώς θα το χρησιμοποιήσεις. Αν το έχεις ως ασφάλεια, για να κάνεις όλες εκείνες τις απαραίτητες κινήσεις, να δώσεις τα σήματα για να ξανακερδίσει η οικονομία μας εμπιστοσύνη. Είναι το μαξιλάρι της ασφάλειας. Αν το έχεις για να το τρως, χωρίς να σε νοιάζει η επόμενη μέρα, αφού ούτως ή άλλως δεν θα είσαι κυβέρνηση, τότε είναι το μαξιλάρι της ασφυξίας.
Επιστροφή στον προϋπολογισμό. Κατά τη γνώμη μου, το πιο ενδιαφέρον που έχει η ψήφιση αυτού του προϋπολογισμού, δεν είναι ούτε ότι είναι ο πρώτος μεταμνημονιακός, ότι φτιάχτηκε «από ελληνικά χέρια», ούτε ότι είναι προεκλογικός. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, επειδή ο προϋπολογισμός έχει την έννοια της ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αύριο βράδυ πώς θα ψηφίσουν όσοι (και καλά) «θα κάνουν το παν», για να αποτρέψουν δυσάρεστα κατά τη γνώμη τους γεγονότα…
Πάμε και στους αριθμούς, στα νούμερα… Ο προϋπολογισμός αυτός δείχνει ότι στοχεύουμε στα λάθος νούμερα. Πετυχαίνουμε τους στόχους στα υπερπλεονάσματα (=υπερφορόλόγηση για να μην ξεχνιόμαστε) και αποτυγχάνουμε στους στόχους της ανάπτυξης. Πέρσι τέτοιο καιρό προβλέπαμε ανάπτυξη 2.5% για το 2018 και με το ζόρι θα φτάσουμε στο 2%. Καλύτερα από πρόπερσι θα μου πείτε… (Πρόπερσι είχαμε πέσει ακόμα πιο έξω: από 2.7% που προβλέπαμε για το 2017 πιάσαμε τελικά το μισό 1.4%). Ένα κομμάτι λοιπόν που αστοχούμε είναι η ανάπτυξη. Ανάπτυξη, σημαίνει παραγωγή και μάλιστα παραγωγή σε εμπορεύσιμους, εξωστρεφείς κλάδους. Η ανάπτυξη όμως, η αύξηση της πίτας όπως λέμε, χρειάζεται επενδύσεις.
Και επιτρέψτε μου να έλθω στο βασικό κομμάτι της ομιλίας μου, που είναι οι επενδύσεις. Το πιο απογοητευτικό στοιχείο του προϋπολογισμού υπάρχει στον πίνακα 1.3 της εισηγητικής έκθεσης (σελ. 31). Είναι η αύξηση επενδύσεων για το 2018, που εκφράζεται με τον δείκτη Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου. Εκτιμάτε για το 2018 αύξηση των επενδύσεων 0.8% σε σχέση με το 2017 (που δεν δείχνει να επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα, καθότι το πρώτο 9μηνο είχαμε μείωση ~6%). Πέρσι τέτοια εποχή ξέρετε πόσο προβλέπαμε για αύξηση επενδύσεων το 2018; Διαβάζω από τα πρακτικά, από την περσινή μου ομιλία για το 2018 προβλέπεται… «…αύξηση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Kεφαλαίου των νέων επενδύσεων δηλαδή κατά 11.4%. Πέρσι οι προβλέψεις ήταν για 9% και πιάσαμε το 5%. Το φιλοεπενδυτικό κλίμα που έχει ανάγκη η χώρα για να επιτευχθεί το 11.4%, δυστυχώς δεν το βλέπουμε…».
Αυτά έλεγα πέρσι και τελικά είχα δίκιο… Από το 11.4% αύξηση επενδύσεων που είχε ως πρόβλεψη ο περσινός πίνακας 1.3, τελικά πιάσαμε 0.8% αύξηση. Δηλαδή, 14 φορές κάτω! Γιατί λοιπόν δεν πάμε καλά στις επενδύσεις; Γιατί πέσαμε, πέφτουμε και φοβάμαι θα πέφτουμε τόσο έξω; Διότι τα ντύνετε όλα με ένα ιδεολογικό μανδύα και προχωράτε με το πόδι στο φρένο και όχι στο γκάζι. Εσείς όμως διώχνεται πιθανούς επενδυτές χρησιμοποιώντας τρία όπλα:
Πρώτο τη φορολογία (μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γίνει φορολογία). Δεύτερο, τη γραφειοκρατία και το θολό πλαίσιο. Αυτό δεν είναι δικό σας έργο, κληρονομιά από τους προηγούμενους. Αυτό που είναι δικό σας έργο είναι το τρίτο όπλο, η ιδεολογική δυσανεξία απέναντι στο ιδιωτικό. Θεοποιείται το κρατικό και δαιμονοποιείται το μη κρατικό. Το βαφτίζεστε βαρύγδουπα και «νεοφιλελεύθερο» και καθαρίσατε. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και στη Συνταγματική Αναθεώρηση στο άρθρο 16 του Συντάγματος για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια, που ούτε τα μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια, με κρατική εποπτεία και υποχρεωτικές υποτροφίες κάποιοι από σας, ευτυχώς όχι όλοι, δεν δέχονται.
Γιατί όμως μας ακούτε να μιλάμε επίμονα για επενδύσεις; Γιατί τον ηλικιωμένο και την ηλικιωμένη συνταξιούχο θα έπρεπε να τον ενδιαφέρουν οι επενδύσεις; Γιατί η συζήτηση που θα έπρεπε σχεδόν μονοθεματικά να γίνεται στην κοινωνία είναι για επενδύσεις; Διότι, αν θέλει και ο συνταξιούχος να παίρνει τη σύνταξή του, κάποιοι θα πρέπει να δουλεύουν, για να χρηματοδοτούν το ασφαλιστικό σύστημα. Το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν είναι ανταποδοτικό, είναι αναδιανεμητικό και η κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος θα βαίνει μειούμενη. Για να υπάρχουν, λοιπόν, θέσεις εργασίας που θα το χρηματοδοτούν και όχι όπως τώρα που έχουμε 1.3-1.4 εργαζόμενους ανά συνταξιούχο, χρειάζεται παραγωγή.
Και μάλιστα χρειαζόμαστε καλά αμοιβόμενες θέσεις εργασίας και όχι μερικής απασχόλησης των 300-400 ευρώ, γιατί πώς θα χρηματοδοτηθούν με αυτούς τους μισθούς οι συντάξεις των 800-1000 ευρώ; Για να υπάρχει παραγωγή σε μια χώρα που την τελευταία δεκαετία έχει υποστεί μια δραματική αποπεπένδυση, χρειαζόμαστε επενδύσεις. Αντί λοιπόν να έχουμε ως μονοθεματικό πεδίο συζήτησης το αν περικοπούν ή όχι οι συντάξεις και από την κυβέρνηση και από μεγάλο κομμάτι της αντιπολίτευσης και σιγοντάρεται και από τα ΜΜΕ, αντί να χτίζονται πολιτικές, δικηγορικές και δημοσιογραφικές καριέρες σε αυτό το θέμα, είναι άλλωστε ζηλευτή πελατεία οι συνταξιούχοι, τόσο εκλογική πελατεία όσο και τηλεοπτική και επαγγελματική, αντί λοιπόν να τρελαίνουμε τον κόσμο με τις περικοπές ή μη των συντάξεων, ας δούμε πώς θα προσελκύσουμε επενδύσεις, για να αυξήσουμε την παραγωγή, τον πλούτο της χώρας και να δημιουργήσουμε δουλειές, ώστε να μπορεί να αιμοδοτηθεί το ασφαλιστικό σύστημα.
Και επιτρέψτε μου να προσθέσω και τον τελευταίο και πιο σημαντικό ίσως παράγοντα απώθησης επενδύσεων, που δεν είναι άλλος από το πολιτικό σύστημα. Οι επενδύσεις απαιτούν ένα περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Το πολιτικό μας σύστημα όμως είναι γεννήτρια, είναι πομπός αβεβαιότητας. Με αυτή τη δραματική έλλειψη συνεννόησης και συναίνεσης που υπάρχει από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο και το βλέπουμε και εδώ στην ολομέλεια. Βολεύει βέβαια η πόλωση τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, δεν βολεύει όμως τη χώρα. Η αβεβαιότητα, η μεταβλητότητα γιγαντώνεται και από τα δύο κριτήρια που συνήθως λαμβάνουν υπόψη οι κάθε επενδυτές, την απόδοση και το ρίσκο, η χώρα μας ό,τι μπορεί να κερδίσει από το πρώτο κριτήριο (την απόδοση) το χάνει πανηγυρικά στο δεύτερο (το ρίσκο), με αποτέλεσμα να μην είναι στις πρώτες επιλογές των ορθολογικών, των συνετών επενδυτών.
Και το κόστος της εμπιστοσύνης αποτυπώνεται και στο ελληνικό χρηματιστήριο και στις καταθέσεις και στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου. Και όλα αυτά, όταν στις 27 Φεβρουαρίου θα έχουμε μια κρίσιμη αξιολόγηση στη χώρα, η οποία θα εκπέμψει μηνύματα στις αγορές. Είναι ένα ορόσημο. Αν τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου δεν πέσουν κάτω από το 4%, αλλά σκαρφαλώσουν και πάνω από το 5-6%, τότε θα αρχίζουμε να ξεπουπουλιάζουμε το μαξιλάρι, ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τα επιτόκια, σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο ανασφάλειας.
Δεν είναι όμως μόνο οι μεγάλες επενδύσεις. Βασικός μοχλός ανάπτυξης είναι, ή θα έπρεπε να είναι, και η μεσαία και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Όταν όμως σε μια μεσαία επιχείρηση, που βγάζει κέρδη 50,000 τον χρόνο, θα της μένουν ούτε 20,000 (για την ακρίβεια 18,565), μετά από τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, γιατί και οι ασφαλιστικές εισφορές που συνδέονται με το εισόδημα στους ελεύθερους επαγγελματίες είναι σαν φορολογία, δεν έχει λοιπόν κανένα κίνητρο να αναπτυχθεί, αφού θα δουλεύει μόνο για να πληρώνει φόρους και εισφορές.
Ακόμα και τη μείωση του συντελεστή φόρου από 29% σε 26% το 2019 την πήρατε πρόσφατα πίσω και την κάνατε κλιμακωτή, για να πάνε τα χρήματα αυτά από την ανάπτυξη, στην προεκλογική σας φαρέτρα και ήμασταν οι μόνοι που δεν το ψηφίσαμε, αν και είχατε δημιουργήσει ένα κλίμα πανηγυρικής ευφορίας. Γιατί να θελήσει λοιπόν να δουλέψει παραπάνω να επεκταθεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας να προσλάβει; Με την υπερφορολόγηση λοιπόν στραγγαλίζεται το πιο δημιουργικό κομμάτι της κοινωνίας, αυτό των μεσαίων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που κινεί ουσιαστικά την οικονομία.
Αυτά για τα έσοδα. Θα κλείσω με δυο λόγια για τα έξοδα τις δαπάνες. Το δημόσιο έχει το εξής πρόβλημα, που το διαπιστώνει και ο τελευταίος πολίτης. Συνοψίζεται σε μια πρόταση: Ελλείψεις στην πρώτη γραμμή και πλεονάσματα στα μετόπισθεν. Όπου η πρώτη γραμμή είναι οι γιατροί, νοσηλευτές, δάσκαλοι κλπ. Όταν έχουμε αύξηση της μισθολογικής δαπάνης του δημοσίου, αν αυτή πηγαίνει για να καλύψουμε τις ελλείψεις στην πρώτη γραμμή έχει καλώς. Αν πηγαίνει όμως για μετακλητούς και μέλη ΔΣ διαφόρων φορέων
Μετακλητοί: Δεκ. 2015: 1901 Αυγ. 2018: 2442 28%
Μέλη ΔΣ Δεκ. 2015: 1124 Αυγ. 2018: 1449 29%
Τότε δείχνει μόνο πελατειακή αντίληψη του κράτους, που σημαίνει ότι και εσείς, όπως και οι προηγούμενοι. Βλέπετε το κράτος σαν λάφυρο της εξουσίας, αντί σαν μοχλό ανάπτυξης. Εν κατακλείδι ο προϋπολογισμός που καταθέτετε έχει θυσιάσει την αναπτυξιακή πνοή στο βωμό της προεκλογικής τακτικής. Δίκαιη ανάπτυξη δεν σημαίνει μίζερη ανάπτυξη. Η δίκαιη ανάπτυξη είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, όπου οι τρεις πυλώνες της «Οικονομική ανάπτυξη | Κοινωνική συνοχή | Σεβασμός στο περιβάλλον», πρέπει να είναι και οι τρεις εύρωστοι και δείκτες, όπως ο δείκτης Gini ή ο δείκτης S80/S20 που δείχνουν την ανισοκατανομή του εισοδήματος πρέπει να συμμετέχουν πια ως κριτήρια απόφασης μαζί με το ΑΕΠ ή τις επενδύσεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Αυτό όμως έχει ως προϋπόθεση, ότι παράγεται πλούτος και δεν ανακυκλώνεται η φτώχεια. Το θαύμα του κοινωνικού κράτους στην μεταπολεμική Ευρώπη στηρίχθηκε στην ανάπτυξη, στο μεγάλωμα πίτας και την ευημερία. Το γενναιόδωρο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος βασίστηκε στον πλούτο που δημιούργησαν οι επενδύσεις, η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία, η διασύνδεση της γνώσης με την παραγωγή, η αριστεία, η κοινωνική ειρήνη, η αλληλεγγύη, η συναίνεση, η σύνθεση των απόψεων.
Εσείς, αντί να δώσετε έμφαση στο δόγμα «πρώτα παράγουμε, μετά μοιράζουμε», πραγματοποιείτε «πρώτα στραγγίζουμε, μετά μοιράζουμε» και στο τέλος ψηφίζουμε. Με τον προϋπολογισμό του 2019 γίνεται φανερό, ότι η αναπτυξιακή πολιτική, που αποφέρει οικονομικούς καρπούς μεσοπρόθεσμα, θυσιάζεται στο βωμό της επιδοματικής πολιτικής, που αποφέρει ψηφοθηρικούς καρπούς βραχυπρόθεσμα. Είναι ένας προϋπολογισμός – Μουτζούρης, που μεταθέτει το πρόβλημα υλοποίησης των υποσχέσεων στην επόμενη κυβέρνηση, η οποία με αυτά τα γραμμάτια στο χέρι θα πρέπει να πείσει τις αγορές να της έχουν εμπιστοσύνη και να τη δανείσουν. Δύσκολο σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες και δραστικούς καταλύτες.