8 Σεπτεμβρίου, 2015

Οι προτάσεις μας για το περιβάλλον

Το Ποτάμι της αειφορίας

1η Θεματική Ενότητα:

Διαχείριση Απορριμμάτων

ΣΥΝΟΨΗ

Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει με γρήγορα βήματα στην εφαρμογή πολιτικών για τη μείωση των απορριμμάτων και την αξιοποίηση των χρήσιμων υλικών που σήμερα θάβονται.

Οι προτεραιότητες για τη χάραξη τόσο της εθνικής όσο και των περιφερειακών πολιτικών για τα απορρίμματα είναι

Η εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης και ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή, σε όλους τους δήμους της χώρας.
Η εισαγωγή του «καφέ κάδου» για την ξεχωριστή συλλογή των οργανικών αποβλήτων.
Η κατασκευή τόσο κεντρικών, όσο και δημοτικών εγκαταστάσεων για την κομποστοποίηση ή αναερόβια επεξεργασία των οργανικών.
Η προώθηση οικιακής κομποστοποίησης όπου είναι εφικτό, σε όλη τη χώρα.
Η περιορισμένη κατασκευή κεντρικών μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων (μηχανική/βιολογική επεξεργασία) ως δευτερεύουσα προτεραιότητα και μεσοπρόθεσμο πρόγράμμα για τη μείωση της ταφής, με όρους που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον, χωρίς να υπονομεύουν την ανακύκλωση και κομποστοποίηση με διαλογή στην πηγή.
Η κατασκευή των «πράσινων σημείων» σε όλους τους δήμους της χώρας για την ξεχωριστή συλλογή χρήσιμων υλικών.
Η μείωση της χρήσης της πλαστικής τσάντας μιας χρήσης.
Η διοικητική υποστήριξη των δημοτικών προγραμμάτων διαχείρισης απορριμμάτων από το ΥΠΕΚΑ και κεντρικούς φορείς (όπως ο Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης) που έχουν την τεχνογνωσία.
Η συνεργασία και συνέργεια μεταξύ δήμων και ιδιωτών για τη βελτιστοποίηση και υλοποίηση των προγραμμάτων διαχείρισης.
Η εφαρμογή προγραμμάτων «πληρώνω όσο πετάω» για τη δίκαιη χρέωση των παραγωγών αποβλήτων, των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

 

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Στην Ελλάδα παράγονται σε ετήσια βάση 5.7 εκ. τόνοι απορριμμάτων, ενώ από αυτά 82% θάβονται, 16% ανακυκλώνονται και μόλις 2% κομποστοποιούνται. Αντίστοιχα, κατά μέσο όρο, στις χώρες της ΕΕ, από το σύνολο των παραγόμενων απορριμμάτων 27% ανακυκλώνονται, 15% κομποστοποιούνται, 24% καίγονται και 34% θάβονται.

Η χώρα μας έχει μία από τις χειρότερες επιδόσεις σε θέματα διαχείρισης απορριμμάτων συγκριτικά με άλλες χώρες μέλη της ΕΕ.

Αυτό είναι αποτέλεσμα της έλλειψης συνεπούς πολιτικής για τη μείωση των απορριμμάτων και αδυναμίας να στηριχθούν σε διοικητικό επίπεδο τα προγράμματα διαχείρισης. Η αδιαφορία και αδράνεια σε συνδυασμό με το NIMBY (όχι σκουπίδια στην αυλή μου) οδηγούν στην αποτυχία της Ελλάδας να εφαρμόσει την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Σύμπτωμα της «ασθένειας» υπήρξαν οι εκατοντάδες ανεξέλεγκτες χωματερές που (ακόμη και σήμερα) αποτελούν σοβαρές εστίες ρύπανσης και απειλούν την ανθρώπινη υγεία. Η αποκατάσταση και εξυγίανση αυτών των χώρων είναι σήμερα μια σημαντική προτεραιότητα.

ΘΕΣΗ

Το πλαίσιο διαχείρισης που προβλέπει η ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Ωστόσο το πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να έχει εξειδικευτεί μέσα από τους σχεδιασμούς σε περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τις αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης, που περιλαμβάνει σειρά προγραμμάτων που ενθαρρύνουν κατά σειρά προτεραιότητας την πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση με διαλογή στην πηγή, την επεξεργασία και άλλου είδους ανάκτηση (π.χ ενεργειακή αξιοποίηση των αποβλήτων), ενώ τελευταία επιλογή (αλλά απολύτως απαραίτητη για κάθε σύστημα διαχείρισης) είναι η ταφή.

Προγράμματα πρόληψης και επαναχρησιμοποίησης έχουν εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο και περιλαμβάνουν:

Πρόληψη αποβλήτων συσκευασιών, μέσω της κατάργησης της υπερβολικής συσκευασίας (πχ κατάργηση της πλαστικής τσάντας μιας χρήσης), της προτίμησης ανθεκτικής συσκευασίας πολλών χρήσεων (πχ επιστρεφόμενα μπουκάλια εμφιάλωσης αναψυκτικών κ.α)
Πρόληψη αποβλήτων τροφίμων με προγράμματα εκπαίδευσης των καταναλωτών σε καλές πρακτικές συντήρησης/κατανάλωσης τροφίμων, δημιουργία δικτύων για την διάθεση τροφίμων πριν τη λήξη τους, προγράμματα οικιακής κομποστοποίησης.
Δημιουργία δικτύων επιδιόρθωσης/επαναχρησιμοποίησης προϊόντων όπως ηλεκτρικών συσκευών, επίπλων, ρούχων κ.α.
Ένα χρήσιμο συμπέρασμα από την κριτική αποτίμηση των μεθόδων ανακύκλωσης είναι ότι τα προγράμματα ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή είναι η καλύτερη επιλογή (συγκριτικά με τις κεντρικές μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων) γιατί οδηγούν σε ανάκτηση καθαρών υλικών με ελάχιστο κόστος επεξεργασίας. Εξάλλου, η πρόσφατη οδηγία 98/2008 της Ε.Ε, για τη διαχείριση αποβλήτων θέτει ως στόχο την αύξηση της ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή για υλικά όπως το χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο και πλαστικά στο 50% κ.β έως το 2020.

Οι κεντρικές μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων (μηχανική ανακύκλωση/ αερόβια ή αναερόβια επεξεργασία/ παραγωγή RDF-SRF) μπορούν να ενταχθούν, μόνο ως δευτερεύον συμπλήρωμα της διαλογής στην πηγή, σε ένα σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης για την περαιτέρω ανάκτηση χρήσιμων υλικών και τον περιορισμό της ταφής. Έχουν ωστόσο υψηλό κόστος επεξεργασίας ενώ τα υλικά που ανακτώνται είναι χαμηλής ποιότητας (το παραγόμενο RDF/SRF θεωρητικώς αποτελεί καύσιμη ύλη για μονάδες θερμικής επεξεργασίας ή τη βιομηχανία).

Η θερμική αξιοποίηση (καύση με ανάκτηση ενέργειας) είναι μια μέθοδος που απορρίπτεται από ΜΚΟ και φορείς πολιτών, με κύρια επιχειρήματα το υψηλό κόστος της, την πιθανή εκπομπή επικίνδυνων ρύπων στην ατμόσφαιρα, το πρόβλημα τελικής διάθεσης της τοξικής τέφρας και την «ανταγωνιστική» της δράση σε σχέση με προγράμματα ανακύκλωσης. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω μειονεκτήματα, αν και κατά βάση σωστά, θα πρέπει να συγκριθούν με τις πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις της ταφής. Η καύση αν και βρίσκεται χαμηλά στην ιεραρχία διαχείρισης δεν θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων από κάθε σχεδιασμό, όμως η εφαρμογή της θα πρέπει περιορίζεται στα υπολείμματα που θα προκύπτουν από τα προηγούμενα στάδια διαχείρισης (ανακύκλωση/κομποστοποίηση).

ΠΡΟΤΑΣΗ

Αυτά που κατά προτεραιότητα θα πρέπει να επιδιώξουμε σήμερα είναι:

Εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης σε όλα τα επίπεδα (εθνικό, περιφερειακό, τοπικό). Αυτό σημαίνει αναθεώρηση των περιφερειακών σχεδιασμών με ενσωμάτωση της πρόληψης/επαναχρησιμοποίησης, εκπόνηση τοπικών προγραμμάτων πρόληψης (σε επίπεδο δήμων). Τα προγράμματα αυτά πρέπει να εξειδικεύονται ανά κατηγορία αποβλήτων. Ενδεικτικά προτείνουμε τη δημιουργία δικτύων ανταλλαγής χρήσιμων υλικών (όπως έπιπλα, ηλεκτρονικές συσκευές, βιβλία, ρούχα κ.α) όπως και την εφαρμογή τέλους για την πλαστική τσάντα μιας χρήσης.
Δείτε εδώ και άλλες ενδεικτικές προτάσεις πρόληψης.

Στήριξη δημιουργίας πολλών κέντρων επαναχρησιμοποίησης/ καταστημάτων πώλησης από δεύτερο χέρι, με διευκόλυνση χρηματοδότησης και άλλα εργαλεία.
Αναδιοργάνωση και βελτίωση των προγραμμάτων εναλλακτικής διαχείρισης και ανακύκλωσης που εφαρμόζονται σε πανελλαδικό επίπεδο, σύμφωνα με την ΚΥΑ 2939/2001.
α) Στόχος των προγραμμάτων ανακύκλωσης σε κάθε δήμο θα πρέπει να είναι η κάλυψη του συνόλου του πληθυσμού και η συλλογή καθαρών υλικών (αναβάθμιση της ποιότητας της ανακύκλωσης)

β) απαραίτητη κρίνεται σήμερα η βελτίωση του συστήματος ανακύκλωσης συσκευασιών (μπλε κάδοι) με στόχο την συλλογή καθαρών υλικών. Μπορεί να επιτευχθεί με συστηματική ενημέρωση (σε σχολεία, με δημόσιες εκδηλώσεις ή πόρτα πόρτα), αλλά και με βελτίωση του μοντέλου συλλογής (πχ χρήση όχι ανοικτού κάδου αλλά κάδου με θυρίδες εισαγωγής των υλικών)

γ) η επέκταση των προγραμμάτων ανακύκλωσης για όλα τα υλικά (συσκευασίες, χαρτί, οργανικά, ηλεκτρικά/ηλεκτρονικά απόβλητα, τηγανέλαια, ρούχα, έπιπλα, οικιακός εξοπλισμός κα)

δ) χωριστή συλλογή τουλάχιστον για τέσσερα ρεύματα: χαρτί, συσκευασίες, οργανικά και υπολείμματα καθώς και πράσινα σημεία για τη συλλογή όλων των χρήσιμων υλικών. Σε μικρούς ή μεσαίους δήμους εφαρμογή του προγράμματος συλλογής «πόρτα-πόρτα».

ε) Αύξηση της οικιακής και δημοτικής κομποστοποίησης (κλαδέματα κήπων, πάρκων, πράσινα υλικά από κουζίνες) με στήριξη δημιουργίας τοπικών επιχειρήσεων κομποστοποίησης.

στ) Διοικητική στήριξη των δήμων για τα προγράμματα διαχείρισης και μεταφορά καλών παραδειγμάτων μέσω κεντρικού θεσμικού φορέα όπως ο Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης.

ζ) Χρήση οικονομικών εργαλείων όπως το σύστημα πληρώνω όσο πετάω για την δίκαιη χρέωση του κόστους διαχείρισης και την εφαρμογή κινήτρων στους πολίτες και επιχειρήσεις να μειώσουν τα απόβλητα τους.

Η στρατηγική της ολοκληρωμένης διαχείρισης οδηγεί όχι μόνο σε σαφή περιβαλλοντικά οφέλη, αλλά και σε ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και απασχόλησης μέσα από επιχειρηματικές δραστηριότητες που αξιοποιούν πολύτιμα υλικά πριν καταλήξουν στα σκουπίδια.

2η Θεματική Ενότητα:

Υδατικοί Πόροι

ΣΥΝΟΨΗ

Η «πολιτική του νερού» στη χώρα μας περιορίζεται στην αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων, απόρροια της πολυαρχίας και τομεακής χρήσης που χαρακτηρίζει γενικά τη δομή και λειτουργία του δημοσίου τόσο σε κεντρικό, όσο και σε περιφερικό και τοπικό επίπεδο.

Η απουσία μιας γενικής εθνικής στρατηγικής με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο να είναι ανεπαρκές και να μην εφαρμόζεται, καθώς και η έλλειψη δεδομένων και υποδομών έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να απέχει πολύ από μια ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων της. Αντιθέτως πολλά υδατικά σώματα παρουσιάζουν διαχρονικά υποβάθμιση. Αν η τάση συνεχιστεί, η χώρα θα χάσει ένα τεράστιο οικολογικό πλούτο, θα διακινδυνεύσει την αγροτική οικονομία και θα αυξήσει το κόστος ύδρευσης.

Οι κύριες προτεραιότητες στην χάραξη μιας εθνικής πολιτικής για τους υδατικούς πόρους πρέπει να είναι:

Διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής.
Εξέταση και έλεγχος της μη συμμόρφωσης σε οδηγίες της ΕΕ και αναζήτηση θεσμικών τρόπων επίλυσης.
Μέτρα και στρατηγικές ορθολογικής διαχείρισης της αγροτικής άρδευσης.
Επανεξέταση του καθεστώτος λειτουργίας των φορέων διαχείρισης και εκμετάλλευσης υδατικών πόρων.
Σωστή στελέχωση προσωπικού και τροποποίηση οργανογραμμάτων ιδίως στις περιφέρειες και σε τοπικό επίπεδο.
Θεσμοθέτηση, στην περίπτωση που λειτουργούν άτυπα, Βιομηχανικών Ζωνών.
Προτεραιότητα στην επαναχρησιμοποίηση, στην ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων, με απαίτηση τριτοβάθμιας πρόσθετης επεξεργασίας.
Σύσταση κατά το πρότυπο αντίστοιχων Ρυθμιστικών Αρχών Νερού του εξωτερικού , ουσιαστικής Ανεξάρτητης Αρχής Υδατικών Πόρων.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Το νερό είναι η βάση κάθε ζωής και αποτελεί κύριο ρυθμιστικό παράγοντα για οποιαδήποτε μορφή εξέλιξης μιας κοινωνίας.

Οι δυνατότητες αξιοποίησης των υδατικών πόρων είναι περιορισμένες και κάθε υπέρβαση των ορίων της φύσης έχει σημαντικές και πολλές φορές μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο οικοσύστημα και κατ’ επέκταση στον ίδιο τον άνθρωπο και κάθε δράση του.

Η «πολιτική του νερού» στη χώρα μας περιορίζεται στην αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων, απόρροιας της πολυαρχίας (π.χ. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ΥΠΕΚΑ, ΔΕΗ κ.λπ.) και τομεακής χρήσης που χαρακτηρίζει γενικά τη δομή και λειτουργία του δημοσίου τόσο σε κεντρικό, όσο και σε περιφερικό και τοπικό επίπεδο.

Υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην ικανοποίηση των δεσμεύσεων που προκύπτουν από την οδηγία 91/271/ΕΟΚ και την εφαρμοστική της ΚΥΑ 5673/400/1997 που αναφέρονται στην υποχρέωση κατασκευής και λειτουργίας αποχετευτικών δικτύων και Κέντρων επεξεργασίας αστικών λυμάτων εντός συγκεκριμένων χρονικών προθεσμιών ανάλογα με τον πληθυσμό των οικισμών και την κατάσταση του αποδέκτη των λυμάτων, καθώς και στην υλοποίηση της Οδηγίας Πλαίσιο (2000/60/ΕΚ) της Ε.Ε. για τα Νερά που έχει ως στόχο να μπουν οι βάσεις μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης και διαμόρφωσης μιας συνολικής πολιτικής στον τομέα των γλυκών και παράκτιων υδάτων.

Ιδιαίτερα προβληματική μπορεί να χαρακτηριστεί και η ακολουθουμένη πολιτική διάσπασης των διοικητικών δομών και η απουσία ουσιαστικού ελέγχου και λογοδοσίας αυτών. Έτσι κάθε φορέας που είναι διαχειριστής ενός πόρου, αποκτά αποκλειστικές αρμοδιότητες και ρυθμίζει την εκμετάλλευση του αγαθού κυρίως βάσει μικροπολιτικών κριτηρίων, με ελλιπή εστίαση σε θέματα περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αειφορίας.

Η απουσία μιας γενικής εθνικής στρατηγικής με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο να είναι ανεπαρκές και να μην εφαρμόζεται (ιδιαίτερα σε σχέση με τις αναμενόμενες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής), καθώς και η έλλειψη δεδομένων και υποδομών έχει σαν αποτέλεσμα η Ελλάδα να απέχει πολύ από μια ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων της. Αντιθέτως πολλά υδατικά σώματα παρουσιάζουν διαχρονικά υποβάθμιση. Αν η τάση συνεχιστεί, η χώρα θα χάσει ένα τεράστιο οικολογικό πλούτο, θα διακινδυνεύσει την αγροτική οικονομία και θα αυξήσει το κόστος ύδρευσης.

ΘΕΣΗ

Οι υδατικοί πόροι αποτελούν φυσικούς πόρους και ως τέτοιοι θα πρέπει να ανήκουν στο Δημόσιο που μπορεί υπό προϋποθέσεις να επιτρέπει την διαχείρισή τους για ιδιωτικό ή δημόσιο όφελος.

Το νερό που περιέχεται στους υδατικούς πόρους είναι φυσικό αγαθό, αλλά το πόσιμο ή άλλης μορφής νερό που φτάνει στον τελικό χρήστη λόγω του κόστους της αειφορίας, της μεταφοράς, της επεξεργασίας , της διανομής, της λειτουργίας και συντήρησης των εγκαταστάσεων και άλλων εξόδων, αποκτά προστιθέμενη αξία η οποία θα πρέπει να αποδοθεί.

Η υδατική πολιτική πρέπει να βασίζεται στην ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων και της ζήτησης, η οποία εξασφαλίζει μια λογική ισορροπία μεταξύ του οικοσυστήματος και των ανθρώπινων αναγκών (σημερινών και μελλοντικών). Βασικές της αρχές πρέπει να είναι κατ αρχήν η επάρκεια του φυσικού αγαθού και η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο του στοιχείου όσο και της φυσικής δομής του υδάτινου περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων, το κόστος και το όφελος λήψεων ή μη λήψεων μέτρων, ο έγκαιρος και ορθολογικός προγραμματισμός της κάλυψης των πραγματικών αναγκών, η προληπτική δράση και η αρχή του «ο ρυπαίνων πληρώνει».

ΠΡΟΤΑΣΗ

Προτείνουμε:

Διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για την ορθολογική διαχείριση και εκμετάλλευση των υδατικών πόρων της Ελλάδας.
Εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας. Εξέταση και έλεγχος της μη συμμόρφωσης σε οδηγίες της ΕΕ και αναζήτηση θεσμικών τρόπων επίλυσης.
Μέτρα και στρατηγικές ορθολογικής διαχείρισης της αγροτικής άρδευσης και της ζήτησης των καλλιεργειών σε σχέση με τα υδατικά αποθέματα των λεκανών απορροής που καταναλώνει το 85% της συνολικής χρήσης νερού σήμερα.
Επανεξέταση του καθεστώτος λειτουργίας των φορέων διαχείρισης και εκμετάλλευσης υδατικών πόρων. Για παράδειγμα σταδιακή συνένωση των ΔΕΥΑ σε επίπεδο παλαιών Νομών ή Αντιπεριφέρειας ή λεκανών απορροής, ή και μερική ιδιωτικοποίηση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) στα πρότυπα της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ θα άλλαζε τον τρόπο λειτουργίας τους και θα τις έκανε περισσότερο αξιόπιστες και οικονομικά βιώσιμες.
Σωστή στελέχωση προσωπικού και τροποποίηση οργανογραμμάτων ιδίως στις περιφέρειες και σε τοπικό επίπεδο.
Απλοποίηση διαδικασιών (για παράδειγμα σε θέματα καθαρισμού λυμάτων), ώστε να γίνει απεμπλοκή από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που δυσκολεύουν διαφανείς διεργασίες.
Θεσμοθέτηση, στην περίπτωση που λειτουργούν άτυπα, Βιομηχανικών Ζωνών, ώστε να διασφαλισθεί η κατασκευή έργων υποδομής παροχής νερού πολλαπλής χρήσης , προστασίας από την ρύπανση των βιομηχανικών και τοξικών αποβλήτων μέσω κατασκευής ειδικών εγκαταστάσεων επεξεργασίας βιομηχανικών αποβλήτων και διάθεσης της προκύπτουσας ιλύος.
Προτεραιότητα στην ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων, με απαίτηση τριτοβάθμιας πρόσθετης επεξεργασίας, για επαναχρησιμοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων, σε περιοχές όπου οι αποδέκτες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι ή υπάρχει κοινωνική πίεση προς την κατεύθυνση αυτή.
Σύσταση κατά το πρότυπο αντίστοιχων Ρυθμιστικών Αρχών Νερού του εξωτερικού, ουσιαστικής Ανεξάρτητης Αρχής , για τον ποιοτικό, ποσοτικό έλεγχο και την τιμολογιακή πολιτική των διαχειριστών νερού και λυμάτων (ΔΕΥΑ,ΤΟΕΒ, Δήμων κλπ.).

3η Θεματική Ενότητα:

Διαχείριση, Αναβάθμιση και Προστασία της Παράκτιας Ζώνης (παραλίας και αιγιαλού)

ΣΥΝΟΨΗ

Οι ελληνικές ακτές είναι ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς πόρους της χώρας και αποτελούν ,- ένα πολύτιμο κοινό αγαθό, τόσο με όρους οικολογικής αξίας όσο και με καθαρά οικονομικούς όρους. Η διαχείρισή τους θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα το κοινό συμφέρον. την οικολογική βιωσιμότητα και την αισθητική, στοχεύοντας στην βιώσιμη ανάπτυξη.

Οι σημαντικότερες προτεραιότητες σήμερα για τη χάραξη εθνικής πολιτικής για τον αιγιαλό και τις παραλίες είναι:

Η άμεση ολοκλήρωση της οριοθέτησης και χάραξης του Αιγιαλού. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση της όποιας διαχείρισης (εάν δεν γνωρίζεις τι έχεις, δεν μπορείς να το διαχειριστείς).
Διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για τις ακτές και δημιουργία κεντρικής συντονιστικής αρχής στο ΥΠΕΚΑ , για τις ακτές.
Καθαροί κανόνες (ρυθμιστικό πλαίσιο) για τη χρήση του αιγιαλού και παραλίας, που θα δίνει κίνητρα για οικονομική ανάπτυξη συμβατή με την οικολογική αξία και βιωσιμότητα των ακτών.
Έλεγχοι για την καταπολέμηση της αυθαιρεσίας, με άμεσα μέτρα (π.χ. κατεδαφίσεις αυθαιρέτων), όχι ανοχή στην παρανομία.
Έλεγχοι για την εξασφάλιση της ποιότητας των αρχιτεκτονικών κατασκευών στην παράκτια ζώνη.
Διαχειριστικά σχέδια σε επίπεδο περιφέρειας, αλλά υπό τον συντονισμό της κεντρικής αρχής, για την ανάπτυξη των ακτών με όρους οικολογικής βιωσιμότητας. Τα σχέδια θα προκύπτουν μετά από διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες.
Οποιαδήποτε χρήση των ακτών θα πρέπει να διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση όλων των πολιτών σε αυτές, αλλά και παράλληλα τον σεβασμό των πολιτών απέναντι στις παραλίες.
ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Διαχρονικά η διαχείριση των ακτών για τουριστική (και άλλη) ανάπτυξη δεν ακολούθησε βιώσιμα πρότυπα, με σημαντικότερη έλλειψη αυτή της ολοκληρωμένης διαχείρισης και σχεδιασμού, καθώς και της απουσίας καθαρών κανόνων για τη χρήση του από επιχειρηματικούς και άλλους φορείς. Η έλλειψη οριοθέτησης, αλλά κυρίως η έλλειψη σχεδιασμού σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό της αυθαιρεσίας, στην επικράτηση μικρών και μεγάλων συμφερόντων απέναντι στο κοινό καλό.

Συχνά οι τοπικές κοινωνίες και η τοπική αυτοδιοίκηση ανέχθηκαν ή και ενθάρρυναν την αυθαιρεσία υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα των ακτών. Είναι σημαντικό σήμερα να προβάλουμε τις καλές πρακτικές που αξιοποιούν και αναβαθμίζουν τις ακτές προς όφελος όλων. Είναι εντέλει θέμα της ποιότητας της δημοκρατίας μας να σχεδιάζουμε με κριτήρια κοινωνικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, αλλά και να ελέγχουμε με αποτελεσματικότητα την τήρηση των προβλεπόμενων ρυθμίσεων χρήσης των ακτών.

ΘΕΣΗ

Η βιωσιμότητα των ακτών και παραλιών, η προστασία, διατήρηση, αναβάθμιση τους θα πρέπει να είναι ο στόχος του εθνικού σχεδιασμού. Οποιαδήποτε χρήση τους θα πρέπει να είναι συμβατή με το παραπάνω κριτήριο, καθώς και να εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση όλων των πολιτών σε αυτές.

Η ανάπτυξη της παράκτιας ζώνης σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την άκριτη οικοδόμηση της για τουριστική ανάπτυξη, αλλά με δραστηριότητες που δημιουργούν θέσεις εργασίας και άλλα οφέλη ιδίως για την τοπική κοινωνία και συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή.

Ένα θετικό βήμα αποτελεί η δηλωμένη πρόθεση του ΥΠΕΚΑ να προχωρήσει άμεσα στην χάραξη και οριοθέτηση του συνόλου του αιγιαλού (σήμερα είναι οριοθετημένο μόνο το 8% σύμφωνα με το ΥΠΕΚΑ), που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2016.

Η διαχείριση του αιγιαλού και της παραλίας μπορεί να στηρίζεται και να στηρίζει μια δυναμική τοπική οικονομία και βιώσιμη επιχειρηματικότητα μέσα από πολύπλευρες οικονομικές δραστηριότητες που δεν θα εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τουρισμό αλλά θα ακολουθούν μια αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη (αγροτική παραγωγή, αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, θαλάσσιες μεταφορές, ναυσιπλοΐα, ανάπτυξη ΑΠΕ – παράκτια και υπεράκτια αιολικά, εγκαταστάσεις αφαλάτωσης, κ.α).

ΠΡΟΤΑΣΗ

Η παράκτια ζώνη στην Ελλάδα με συνολικό μήκος περί τα 16.000 km αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα του εθνικού μας κεφαλαίου τόσο για την οικολογική της αξία (βιοποικιλότητα, σπάνια οικοσυστήματα, οικολογικές υπηρεσίες), όσο και ως παράμετρος βιώσιμης ανάπτυξης για τις τοπικές κοινωνίες.

Για τη βιώσιμη διαχείριση της προτείνουμε κατ’ αρχήν την εκπόνηση εθνικής στρατηγικής για τις ακτές (στα πλαίσια που περιγράφτηκαν παραπάνω) καθώς και την ίδρυση συντονιστικής αρχής που θα έχει την διοικητική ευθύνη παρακολούθησης και ελέγχου υλοποίησης του εθνικού σχεδιασμού.

Οι πιο σημαντικές προτεραιότητες της εθνικής πολιτικής για τη διαχείριση της παράκτιας ζώνης σήμερα είναι:

α) η ολοκλήρωση της οριοθέτησης του αιγιαλού, χωρίς καθυστερήσεις

β) η κατά χρονικά διαστήματα ενημέρωση και τροποποίηση της γραμμής του αιγιαλού, λόγω κυρίως φυσικών μεταβολών, προσχώσεων ή διαβρώσεων.

γ) η ουσιαστική , όχι στους τύπους, διασφάλιση, μέσω ελεγκτικών και αποτρεπτικών μηχανισμών, της μη παραβίασης των κανόνων χρήσης και αλλοίωσής του στο εξής.

δ) Η διασφάλιση όρων και προϋποθέσεων παραχώρησης της χρήσης μέρους του αιγιαλού έτσι που δεν θα παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις , δεν θα παρεμποδίζεται η ελεύθερη πρόσβαση όλων των πολιτών στην ακτή, δεν θα αλλοιώνεται η οικολογική του λειτουργία, ενώ το πλαίσιο χρήσης θα εντάσσεται σε ένα εθνικό και περιφερειακό χωροταξικό σχέδιο που θα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Επίσης, για τη βιώσιμη και ποιοτικά αναβαθμισμένη διαμόρφωση των παράκτιων ζωνών -που θα επιλεγούν προς περαιτέρω αξιοποίηση από την προτεινόμενη συντονιστική αρχή του ΥΠΕΚΑ- με οποιονδήποτε τρόπο που περιλαμβάνει μόνιμες ή προσωρινές κατασκευές, προτείνουμε και την ίδρυση ενός αρχιτεκτονικού συμβουλίου για τον αιγιαλό. Το συμβούλιο αυτό θα ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τον έλεγχο της ποιότητας των αρχιτεκτονικών προτάσεων που προτείνονται να εφαρμοστούν στις εν λόγω ευαίσθητες παράκτιες περιοχές. Γιατί εκτός από τον έλεγχο της τήρησης των περιορισμών και των μελετών που αφορούν μια περιοχή, οφείλουμε να διασφαλίσουμε την ποιότητα και την αισθητική του παραγόμενου αρχιτεκτονικού έργου.

Το συμβούλιο αυτό πρέπει να έχει σύνθεση και έδρα εθνικής εμβέλειας, αποκλείοντας -σε αυτή και μόνο τη φάση- τις επιρροές του τοπικού παράγοντα. Ο έλεγχος που θα πραγματοποιεί θα βοηθήσει τόσο στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, όσο και στη διασφάλιση της ποιότητας των σύγχρονων αρχιτεκτονικών προτάσεων που προωθούνται προς κατασκευή.

Το συνολικό μοντέλο διαχείρισης πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά

Να ακολουθεί μια ενιαία και συνεκτική εθνική στρατηγική για την παράκτια ζώνη
Να εξειδικεύεται σε επίπεδο περιφέρειας μέσω διαχειριστικών σχεδίων (σε συνδυασμό με τα περιφερειακά χωροταξικά σχέδια) υπό την εποπτεία μιας συντονιστικής αρχής που θα έχει την ευθύνη του σχεδιασμού και παρακολούθησης υλοποίησης των σχεδίων διαχείρισης.
Να υλοποιείται σε τοπικό επίπεδο με τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών/επαγγελματικών φορέων χωρίς αποκλεισμούς
Να επικαιροποιείται με τα νέα δεδομένα.
Οι περιφέρειες μετά από εκπαίδευση στελεχών τους θα ορίσουν συντονιστικές επιτροπές για τα περιφερειακά και τοπικά σχέδια διαχείρισης σε συνεργασία με τους δήμους.

Κάθε περιφέρεια θα πρέπει να εξασφαλίζει την επάρκεια των ελέγχων για την καταπολέμηση της παρανομίας και αυθαιρεσίας. Στο παραπάνω πλαίσιο θα μπορεί να αναθέτει σε ιδιωτικές εταιρείες, μετά από ανοιχτούς διαγωνισμούς, το ελεγκτικό έργο, με ρήτρα μη παρακολούθησης, και με υποχρέωση των εταιρειών να καταθέτουν αναφορές στην εποπτεύουσα περιφερειακή αρχή, σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Οι χρήσεις γης στην παράκτια ζώνη αποτελούν τμήμα ενός ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού που σε συνδυασμό με άλλα βασικά εργαλεία (δασολόγιο, κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες) θα αποτελέσουν τη βάση για μια ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη.

4η Θεματική Ενότητα:

Δασοπροστασία και Αναδάσωση

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Το δάσος αποτελεί ένα φυσικό πόρο της εκάστοτε χώρας, ο οποίος υποβάλλεται σε διαχείριση (καλλιέργεια). Είναι μία πολυσύνθετη κοινωνία διαφόρων παραγόντων. Η διαχείρισή του πρέπει να διέπεται από την αρχή της αειφορίας, ώστε στη διάρκεια του χρόνου η παραγωγή και όλες οι ταυτόχρονες λειτουργίες του να συνεχίζονται από γενιά σε γενιά.

Δυστυχώς στην Ελληνική Πολιτεία οι αξίες αυτές δεν έχουν άμεση προτεραιότητα, με αποτέλεσμα η κατάσταση των ελληνικών δασών να είναι απογοητευτική, ανεκμετάλλευτη σε μεγάλο βαθμό, χωρίς διαχρονικά σχέδια εκμετάλλευσης αυτών και των «παραπροϊόντων» τους. Βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη διαχείρισης και αξιοποίησης της δασικής παραγωγής (ξυλείας εμπορικής – πριστής, καυσόξυλα), η οποία μπορεί να αποφέρει εθνικό εισόδημα, μείωση της εισαγωγής ξυλείας άρα και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Παράλληλα, δεν αναπτύσσονται οικονομικές και άλλες δραστηριότητες όπως συλλογή ρετσινιού (βιομηχανική χρήση κ.α.), μελισσοκομία, θηραματοπονία, αρωματικά – φαρμακευτικά φυτά, βιομάζα υπολειμμάτων, καρποί βρώσιμοι, κτηνοτροφία κλπ. Επιπλέον, ένας μεγάλος όγκος άϋλων προϊόντων όπως η βιοποικιλότητα, το μικροκλίμα, η διείσδυση του νερού στους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες, η δέσμευση διοξειδίου άνθρακα καταστρέφονται, το περιβάλλον υποβαθμίζεται από την έλλειψη διευθέτησης χειμαρρικών ρευμάτων και σταθεροποίηση πλαγιών με κόστος πλημμυρικά γεγονότα και καταστροφές υποδομών και περιουσιών.

Πρόσθετο πρόβλημα αποτελεί η μη ολοκλήρωση των Δασικών χαρτών και του Δασικού Κτηματολογίου, οπότε τα Δάση της χώρας είναι έκθετα σε κινδύνους αποψίλωσης, πυρκαγιών, καταπατήσεις κ.λπ.

Βασικές αίτιες είναι: η έλλειψη σύγχρονης δασικής πολιτικής από μέρους της Πολιτείας, η έλλειψη προσωπικού των Δασικών Υπηρεσιών σε τέτοιο σημείο που σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχει λόγω συνταξιοδοτήσεων όπως π.χ. δε γίνονται υλοτομίες λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού το οποίο κάνει τις προσημάνσεις, έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για την προώθηση της δασικής πολιτικής, έλλειψη - κινήτρων για τα ιδιωτικά, μοναστηριακά, διακατεχόμενα κλπ δάση, απασχόληση υπηρεσιών κυρίως με γραφειοκρατικά #θέματα#

ΘΕΣΗ

Ο δασικός πλούτος της χώρας πρέπει να αξιοποιηθεί άμεσα με βάση μία πολύπλευρη δασική πολιτική, με ολοκληρωμένο σύγχρονο σχέδιο επένδυσης και ανάπτυξης του ημιορεινού-ορεινού χώρου, ο οποίος αποτελεί περίπου 65-70% της χερσαίας έκτασης, με αποτέλεσμα και την ενίσχυση της Εθνικής Οικονομίας. Με βάση της αρχής της αειφορίας γίνεται καλλιέργεια για να μπορούμε να έχουμε ένα υγιές δάσος με πλούσια βιοποικιλότητα.

Βαρύτητα πρέπει να δοθεί στον ετήσιο σχεδιασμό και όχι στον εποχικό. Στόχο πρέπει να αποτελεί η επιστροφή στον πρωτογενή τομέα, στα προϊόντα που παράγονται, στην αύξηση της αξίας αυτών, καθώς η ποιότητα της ξυλείας που παράγεται ιδιαίτερα στα αυτοφυή δάση είναι υψηλή λόγω της χαμηλής χρήσης βαρέων μηχανημάτων και οχημάτων, ανάπτυξη των πολύπλευρων αξιών του δάσους. Για τη μείωση της πίεσης που δέχονται τα δάση, λόγω λαθροϋλοτομίας και άλλων παραγόντων, πρέπει να οδηγηθούμε σε εναλλακτικές μορφές θέρμανσης όπως ΑΠΕ με κίνητρα, με μικρό περιβαλλοντικό κόστος, ανάπτυξη της περιβαλλοντικής συνείδησης.

ΠΡΟΤΑΣΗ

Προτείνουμε:

Διαμόρφωση εθνικής δασικής στρατηγικής για την ορθολογική διαχείριση και εκμετάλλευση των δασικών πόρων της Ελλάδας σύμφωνα με την αρχή της Αειφορίας για ένα υγιές δάσος
Αναδιοργάνωση, στελέχωση, χρηματοδότηση Δασικών Υπηρεσιών
Θεσμικό πλαίσιο για την αποτελεσματική προστασία, διαχείριση και αξιοποίηση των δασών
Αξιοποίηση του εξειδικευμένου προσωπικού της χώρας
Αναδιοργάνωση Δασικών Συνεταιρισμών σε σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο
Επιτάχυνση της ολοκλήρωσης των Δασικών Χαρτών και έπειτα του Δασικού Κτηματολογίου όπως ορίζει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο
Υποδομές ανάπτυξης πρωτογενούς παραγωγής (δασικής, κτηνοτροφικής κλπ.), τουριστικής, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κ.λπ.
Περιορισμός αιγών ελευθέρας βοσκής
Στήριξης όλων αυτών με δασοτεχνικά έργα όπως φράγματα συγκράτησης φερτών υλών και διαχείρισης των πλημμυρικών φαινομένων, συγκράτηση εδαφών, αναδασώσεις κλπ.
5η Θεματική Ενότητα:

Εξορυκτική Δραστηριότητα

ΣΥΝΟΨΗ

Αν και οι προοπτικές ανάπτυξης που παρέχονται μέσα από τη βιώσιμη εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου είναι σημαντικές, οι μέχρι τώρα εφαρμοζόμενες πρακτικές, αποτέλεσμα ενός ανεπαρκούς, μέχρι πρόσφατα, ή μη εφαρμοζόμενου νομοθετικού πλαισίου, έχουν οδηγήσει αφενός στην επιλεκτική, μη βιώσιμη και άνευ όρων εκμετάλλευση και αφετέρου στη συσχέτιση της δραστηριότητας με αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής των γειτονικών κοινωνιών.

Για την ανάπτυξη πολιτικής για την εξορυκτική δραστηριότητα θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα ακόλουθα:

Διαμόρφωση της εθνικής μεταλλευτικής και εξορυκτικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης και της ορθολογικής χρήσης και αξιοποίησης των φυσικών πόρων.
Επανασχεδιασμός των θεσμικών δομών για τη σωστή εφαρμογή διεργασιών έλεγχου τήρησης του νομοθετικού/κανονιστικού πλαισίου.
Σωστός σχεδιασμός εξορυκτικής δραστηριότητας.
Δημιουργία παρατηρητηρίου εξορυκτικής δραστηριότητας, με χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνολογιών.
Ουσιαστική δημόσια διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Προώθηση και στήριξη της σχετικής περιβαλλοντικής έρευνας.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η βιώσιμη ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας αποτελεί πρόκληση για τη χώρα μας δεδομένου ότι οι μέχρι τώρα εφαρμοζόμενες πρακτικές που σχετίζονται με την αδειοδότηση, μεθόδους εξόρυξης και επεξεργασίας, διαχείριση εξορυκτικών αποβλήτων, διαχείριση επιπτώσεων στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινωνίες, αποκατάσταση του περιβάλλοντος, χρήσεις μετά την παύση των εργασιών κ.α. έχουν οδηγήσει τις τοπικές κοινωνίες σε ένα σαφή συσχετισμό της δραστηριότητας και του κύκλου ζωής της εξόρυξης με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους και στο περιβάλλον.

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (ΦΕΚ 1227Β/2011) καθορίζει τους κανόνες που διέπουν την εκμετάλλευση μεταλλευτικών, λατομικών και ενεργειακών ορυκτών, αλλά και γεωθερμικών πεδίων έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ορθολογική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, η ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων και των τοπικών κοινωνιών και η προστασία του περιβάλλοντος. Αν και ο νέος κώδικας περιλαμβάνει διαδικασίες που στοχεύουν σε μια ορθολογική εκμετάλλευση και στη λήψη μέτρων προστασίας και αποκατάστασης είναι σχετικά πρόσφατος. Συνεπώς, η πλειονότητα των εκμεταλλεύσεων έχει διαμορφωθεί με βάση προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (ΦΕΚ 277Α/1973, 241Α/1977, 43Α/1984) και σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν ληφθεί επαρκή και ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας.

Επιπρόσθετα, σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει καταρτιστεί και εφαρμοστεί κάποιο σχέδιο συστηματικών περιβαλλοντικών ελέγχων και συνεχούς παρακολούθησης διαφόρων περιβαλλοντικών παραμέτρων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υποβάθμιση του περιβάλλοντος και των υδατικών πόρων, με κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία αλλά και για τα οικοσυστήματα της περιοχής. Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί μη ενεργοί χώροι εκμετάλλευσης έχουν αφεθεί χωρίς αποκατάσταση προκαλώντας κίνδυνο τόσο για το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα των περιοχών αυτών όσο για τη δημόσια υγεία. Επιπλέον, συντελούν στην υποβάθμιση και στη μείωση της αξίας της γης της περιοχής. Επιπρόσθετα, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχει προβλεφθεί κάποια χρήση της περιοχής, μετά την παύση των εργασιών. Τέλος, το μέχρι τώρα καθεστώς εκμετάλλευσης, σε πολλές περιπτώσεις, δε διασφαλίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας με αειφόρο τρόπο, δίνοντας τη δυνατότητα παράλληλης άσκησης άλλων δραστηριοτήτων στην περιοχή εξόρυξης.

Το υφιστάμενο πλαίσιο που διέπει τoν τομέα της εξορυκτικής δραστηριότητας και οι υπάρχουσες θεσμικές δομές επιδρούν αρνητικά στην αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού μηχανισμού του κράτους και στην αποτελεσματική εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτή με αποτέλεσμα την καλλιέργεια κλίματος δυσπιστίας τόσο στους πιθανούς επενδυτές, όσο και στις τοπικές κοινωνίες.

ΘΕΣΗ

Η Ελλάδα είναι μια από τις πιο σημαντικές χώρες της Ευρώπης αναφορικά με τον ορυκτό πλούτο της και διακρίνεται για την ποικιλία κοιτασμάτων ορυκτών και μεταλλευμάτων, η εκμετάλλευση των οποίων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης. Η εξορυκτική βιομηχανία παρέχει τις πρώτες ύλες για τους βασικούς οικονομικούς τομείς και σχετίζεται με την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, η οποία συνοδεύεται από σημαντικό αριθμό θέσεων απασχόλησης. Επιπλέον συνεισφέρει στη μείωση των εισαγωγών και στην αύξηση των εξαγωγών της χώρας, στηρίζοντας την οικονομική εξωστρέφεια. Συνεπώς, η ανάπτυξη μιας βιώσιμης εξορυκτικής δραστηριότητας, η οποία θα στηρίζεται σε σωστό σχεδιασμό (χωρικό, περιβαλλοντικό, χρήσεων κ.α.), θα λαμβάνει όλα τα μέτρα πρόληψης και προστασίας και θα αποδίδει οφέλη στην τοπική κοινωνία, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη.

ΠΡΟΤΑΣΗ

Για να μπορέσει να αναπτυχθεί η εξορυκτική δραστηριότητα στη χώρα μας με βιώσιμο τρόπο θα πρέπει πρώτα από όλα, να γίνουν αλλαγές στις δομές και στο ισχύον πλαίσιο ανάπτυξης/έγκρισης σχεδίων εξόρυξης, περιβαλλοντικών εγκρίσεων, ελέγχου μεταλλευτικής/λατομικής δραστηριότητας, εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτήν και από τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους, καθώς και στη διαδικασία επικοινωνίας με το κοινό, αλλά και στη διασφάλιση ότι οι τοπικές κοινωνίες θα λάβουν τα οφέλη που τους αναλογούν.

Δράσεις που στοχεύουν προς αυτήν την κατεύθυνση περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

Διαμόρφωση της εθνικής μεταλλευτικής και εξορυκτικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης και της ορθολογικής χρήσης και αξιοποίησης των φυσικών πόρων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της υιοθέτησης ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου εξόρυξης, το οποίο θα έχει εφαρμογή σε κάθε νέα δραστηριότητα. Για την κατάρτιση του σχεδίου θα γίνει α) διερεύνηση της ποιότητας και ποσότητας των κοιτασμάτων της χώρας και καθορισμός της εκμεταλλευσιμότητάς τους, β) επικαιροποίηση χαρτών ορυκτού πλούτου, σε συνδυασμό με το χωροταξικό πλαίσιο ανάπτυξης, γ) εντοπισμός περιοχών όπου χαρακτηρίζονται από συγκρουόμενες χρήσεις γης, αξιολόγηση και αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, δ) ανάλυση όλων των παραμέτρων με στόχο τη διασφάλιση αειφόρου και ορθολογικής χρήσης των πόρων. Στα πλαίσια αυτά, μπορεί επίσης να γίνει καταγραφή και αξιολόγηση εκ νέου των όποιων επενδυτικών σχεδίων έχουν ήδη κατατεθεί. Σημειώνεται ότι, η ενσωμάτωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου εξόρυξης στο στρατηγικό χωροταξικό σχεδιασμό κάθε περιφέρειας θα πρέπει να επιτυγχάνει την προσαρμογή του στις ιδιαιτερότητες και στην κουλτούρα των τοπικών κοινωνιών. Αυτό, εφόσον πραγματοποιηθεί σε μακροπρόθεσμη βάση, θα μπορούσε να παρέχει μια σταθερή βάση για την ανάπτυξη και άλλων επενδυτικών σχεδίων και την έγκαιρη επικοινωνία τους στις τοπικές κοινωνίες.

Επανασχεδιασμός των θεσμικών δομών για τη σωστή εφαρμογή διεργασιών έλεγχου τήρησης του νομοθετικού/κανονιστικού πλαισίου. Η σωστή εφαρμογή των διεργασιών έλεγχου τήρησης του νομοθετικού/κανονιστικού πλαισίου, προάγει τον υγιή ανταγωνισμό του κλάδου, την προσέλκυση επενδυτών και την προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης συμβάλλει στην ύπαρξη καλής σχέσης με τις τοπικές κοινωνίες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τον επανασχεδιασμό των δομών που σχετίζονται με την εξορυκτική δραστηριότητα. Η δημιουργία ενός ελεγκτικού-συμβουλευτικού μηχανισμού προσανατολισμένου αποκλειστικά στην εξορυκτική δραστηριότητα και ο οποίος θα έχει την ευθύνη για τον έλεγχο κάθε δραστηριότητας, σε όλες τις φάσεις αυτής, από τη φάση του αρχικού σχεδιασμού, αδειοδότησης, περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ελέγχου (μεταλλευτικού/ λατομικού και περιβαλλοντικού) κ.α. μπορεί να διασφαλίσει την ορθολογική εκμετάλλευση του φυσικού πόρου, την υγεία και την ασφάλεια για τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες και την προστασία, αποκατάσταση και ανάπλαση του περιβάλλοντος. Επίσης, ο μηχανισμός αυτός μπορεί να είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση σχεδίου παρακολούθησης κάθε εξορυκτικής δραστηριότητας, στο οποίο θα καθορίζονται τα κριτήρια και οι δείκτες για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων πρόληψης ή μετριασμού των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και των αντισταθμιστικών μέτρων, και των δράσεων αποκατάστασης και ανάπλασης. Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια της κατάρτισης του σχεδίου παρακολούθησης μπορεί να υπάρχει συμμετοχική παρουσία τοπικών φορέων και ομάδων ενδιαφέροντος.

Σωστός σχεδιασμός εξορυκτικής δραστηριότητας. Ο αρχικός σχεδιασμός κάθε επένδυσης θα πρέπει να έχει ενσωματώσει την περιβαλλοντική διάσταση και τις κοινωνικές ανησυχίες, έτσι ώστε να έχουν αναζητηθεί από την αρχή σύγχρονες τεχνικές εκμετάλλευσης και παραγωγής, νέες τεχνολογίες αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και αποκατάστασης περιβάλλοντος. Θα πρέπει να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά και ανάλυσης κύκλου ζωής παραπροϊόντων και αποβλήτων εξόρυξης και σχέδιο διαχείρισής τους, καθώς και πρόγραμμα τακτικής δειγματοληψίας σε καθορισμένες θέσεις στην ευρύτερη περιοχή εξόρυξης. Επίσης, θα πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία για το σχέδιο ανάπλασης και τη χρήση του χώρου μετά το στάδιο της αποκατάστασης, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι χρήσεις που θα προωθηθούν θα είναι συμβατές με την περιοχή και θα ικανοποιούν τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.

Δημιουργία παρατηρητηρίου εξορυκτικής δραστηριότητας. Η ανάπτυξη μιας πλατφόρμας ενημέρωσης και διακίνησης της πληροφορίας σχετικά με τις υφιστάμενες θέσεις εξόρυξης, τις υφιστάμενες θέσεις ανάπλασης, θεσμοθετημένες ζώνες εξόρυξης, περιοχές μελλοντικού εξορυκτικού ενδιαφέροντος, πληροφορίες σχετικά με γεωλογικά, κοιτασματολογικά, υδρολογικά κ.α. δεδομένα, χρήσεις γης, περιοχές υπό καθεστώς προστασίας, και στοιχεία για την ισχύουσα νομοθεσία μπορεί να συμβάλει θετικά στην ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Επίσης, το παρατηρητήριο μπορεί να περιλαμβάνει εκτός από τις ενεργές και όλες τις ανενεργές θέσεις εξόρυξης, καθώς και στοιχεία που θα σχετίζονται με την υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος της περιοχής.

Ουσιαστική δημόσια διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Θα πρέπει να επιτευχθεί αντιστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να πεισθούν οι τοπικές κοινωνίες για τη βιωσιμότητα του κλάδου εξόρυξης μέσω της ουσιαστικής δημόσιας διαβούλευσης. Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να γίνει μέσω της έγκαιρης και αντικειμενικής ενημέρωσης του κόσμου. Η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα. Επίσης, η διασφάλιση της ενεργού και ουσιαστικής συμμετοχής της ομάδων συμφερόντων και κοινωνικών φορέων θα εξασφαλίσει διαφάνεια στη διαδικασία λήψης απόφασης, από τη φάση του σχεδιασμού, αλλά και μέσω της προώθησης δράσεων και δομών υποστήριξης και συνεργασίας σε όλη τη διάρκεια του έργου.

Προώθηση και στήριξη της σχετικής περιβαλλοντικής έρευνας. Η προώθηση και στήριξη της περιβαλλοντικής έρευνας που σχετίζεται με την εξορυκτική δραστηριότητα, μπορεί να συμβάλει στην εφαρμογή νέων μεθόδων-τρόπων προστασίας, μεθόδων αποκατάστασης και ανάπλασης κ.α. και τελικά στη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου.

Θέμα: Εξόρυξη Χρυσού Σκουριών

Προτεινόμενες θέσεις για την εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές και γενικότερα στην Ανατολική Χαλκιδική

Το ζήτημα της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές και γενικότερα στην Ανατολική Χαλκιδική είναι πολυσύνθετο, με αναπτυξιακές, οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές διαστάσεις. Μια σοβαρή πολιτική προσέγγισή του πρέπει να βασίζεται σε εμπεριστατωμένα επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα, να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κοινωνική κατάσταση στην περιοχή και ιδιαίτερα τις ανάγκες απασχόλησης και τις δεξιότητες των κατοίκων, την πραγματική τρωτότητα του περιβάλλοντος της περιοχής, τις δυνατότητες άλλων τρόπων ανάπτυξης στο πλαίσιο των αναπτυξιακών αναγκών και των υπαρχουσών προοπτικών χρηματοδότησης.

Μια αντικειμενική και ολοκληρωμένη τοποθέτηση πρέπει να θεωρήσει κατ’ αρχάς τις ακόλουθες θέσεις και διαπιστώσεις:

Η βιομηχανική ανάπτυξη είναι απολύτως απαραίτητη για την ανάκαμψη της οικονομίας, ιδιαίτερα η αξιοποίηση με εξαγωγικό προσανατολισμό των φυσικών πόρων. Η εκμετάλλευση των αποθεμάτων ορυκτών πόρων μπορεί να αποτελέσει βασικό αναπτυξιακό πυλώνα για πολλές περιφέρειες της χώρας.
Η μαζική, βιώσιμη και μακροχρόνια δημιουργία ή/και διατήρηση θέσεων εργασίας είναι πρωτεύων στόχος για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και για την τοπική κοινωνία της περιοχής, όπου εντοπίζονται τα αποθέματα ορυκτών πόρων.
Ο σεβασμός των νόμιμων διαδικασιών, κρατικών αποφάσεων και συμβάσεων είναι απολύτως απαραίτητος για την ευρωπαϊκή πορεία και την ανάπτυξη της χώρας.
Είναι πολύ επιζήμιο να αντιμετωπίζονται οι αναπτυξιακές διεργασίες με φανατισμό και ακραίες πράξεις (κλασσική οπτική ΣΥΡΙΖΑ).
Η εξόρυξη μεταλλευμάτων ή άλλων ορυκτών, ιδιαίτερα η επιφανειακή, δεν μπορεί να είναι περιβαλλοντικά ανώδυνη. Αλλά και η υπόγεια εκμετάλλευση μπορεί να είναι περιβαλλοντικά επιζήμια, ιδιαίτερα αν υπάρχει θειούχα μεταλλοφορία και υπόγεια υδροφορία. Σε συνδυασμό με τη διάθεση των στερεών αποβλήτων και την άντληση υπόγειου νερού, οι εξορύξεις προκαλούν αναπόφευκτα σοβαρή τοπική υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι ωστόσο δυνατό να μειωθεί κατά πολύ η περιβαλλοντική επιβάρυνση με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας η οποία υπάρχει. Η διασφάλιση εφαρμογής των κατάλληλων τεχνικών πρέπει να γίνεται με συστηματικούς ελέγχους, στους οποίους η τοπική κοινωνία να έχει σημαντικό ρόλο. Η σχετική νομοθεσία οφείλει να προσαρμόζεται τακτικά στα σύγχρονα επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα.
Στην περιοχή της Ανατολικής Χαλκιδικής είναι σχετικά απείραχτο το φυσικό οικοσύστημα και τοπίο, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι αρχέγονο ή παρθένο. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει φυσική μεταλλοφορία (τα ονόματα των κυριότερων ρεμάτων όπως Κοκκινόλακκας, Μαυρόλακκας το αποδεικνύουν) και μεταλλευτική δραστηριότητα επί χιλιάδες χρόνια. Υπάρχει σημαντική ρύπανση, κυρίως με μορφή βαρέων μετάλλων και αρσενικού, η οποία προέρχεται από επιφανειακές και υπόγειες εκμεταλλεύσεις αιώνων και είναι δυνάμει τοξική για ανθρώπους και οικοσυστήματα.
Ειδικότερα στην περιοχή Στρατωνίου υπήρχε τα τελευταία 120 χρόνια έντονη και σε σημαντικό βαθμό ανεξέλεγκτη μεταλλευτική δραστηριότητα, πολλές φορές βάναυση για το περιβάλλον, εξ αιτίας αδιαφορίας ή έλλειψης γνώσεων, κανονιστικών διατάξεων και ελέγχων. Όσο για το δάσος των Σκουριών, πρόκειται για ένα δάσος δρυός και, σε μεγαλύτερο υψόμετρο, οξυάς, ηλικίας μερικών δεκαετιών. Η ευρύτερη δασική περιοχή υπόκειται σε εκμετάλλευση με ετήσιες υλοτομίες βάσει διαχειριστικών μελετών του Δασαρχείου Αρναίας.
Υπάρχουν δύο χώροι απόθεσης τελμάτων εμπλουτισμού (ρευστά απόβλητα) οι οποίοι αποκαλούνται λίμνες από τους μελετητές και χαβούζες από τους ντόπιους. Μέχρι πρόσφατα τα τοιχώματά τους και τα φράγματα αντιστήριξης διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο να διαρραγούν, π.χ. σε περίπτωση πλημμύρας, οπότε θα προκαλούσαν εκτεταμένη τοξική ρύπανση, ιδίως των κατάντη ρεμάτων. Οι χώροι απόθεσης τελμάτων εμπλουτισμού στο Στρατώνι έχουν τώρα στεγανοποιηθεί, σταθεροποιηθεί και ενοποιηθεί, ενώ το τέλμα εμπλουτισμού διατίθεται αφυγρασμένο. Ο χώρος απόθεσης στην Ολυμπιάδα, που λειτούργησε στο διάστημα 1976-1996, αποκαθίσταται με την κατεργασία των τελμάτων εμπλουτισμού. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η παρούσα εκμετάλλευση έχει αναλάβει να εκμεταλλευθεί παλιά τέλματα εμπλουτισμού και εδαφικούς σωρούς, καθαρίζοντας έτσι την περιοχή από παλιά απόβλητα και μάλιστα με κέρδος, διότι περιέχουν χρυσό. Αυτή η παρέμβαση είναι εξαιρετικά σημαντική για την προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος και της υγείας των κατοίκων και των τουριστών της περιοχής.
Οι μελέτες για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν γίνει με αξιόπιστες διαδικασίες και κρατικούς ελέγχους. Οι τεχνολογίες που προτείνεται να χρησιμοποιούνται για τις εξορύξεις και την κατεργασία είναι στο επίπεδο των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (BAT). Οι Περιβαλλοντικοί Όροι κρίθηκαν ικανοποιητικοί από τις δικαστικές διαδικασίες (2 θετικές αποφάσεις του ΣΤΕ).
Εάν εκτιμηθεί από αξιόπιστους οργανισμούς ότι η ισχύουσα νομοθεσία δεν έχει ενσωματώσει όλες τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις και βέλτιστες τεχνικές στους τομείς των εξορύξεων, θα ήταν χρήσιμο να ξεκινήσουν διαδικασίες από το αρμόδιο υπουργείο σε συνεργασία με ειδικευμένους επιστήμονες για την επικαιροποίηση της νομοθεσίας στα σημεία που θα κριθεί ότι χρειάζεται.
Κατά καιρούς έχουν εμφανισθεί δηλώσεις εκπροσώπων του ΤΕΕ ή πανεπιστημιακών ομάδων που αντιτίθενται στην επένδυση στις Σκουριές. Κατά κανόνα, οι παρεμβάσεις αυτές είναι πρόχειρες, δεν γίνονται από κατάλληλους επιστήμονες, εξετάζουν το έργο αποσπασματικά χωρίς ειδικά κριτήρια, και, επομένως, στερούνται επαρκούς αξιοπιστίας. Ακόμα λιγότερη αξιοπιστία έχουν οι σχετικές καταγγελίες γενικώς κατά του νεοφιλελευθερισμού, των κακών ξένων ή βιομηχάνων ή μελετητών, όπως και οι έπαινοι για τον καλό αντιστεκόμενο λαό.
Η διαχρονική παρέμβαση της τοπικής κοινωνίας είναι αναγκαία και χρήσιμη. Πρέπει να στοχεύει σε μια τεκμηριωμένη παρακολούθηση της εφαρμογής των Περιβαλλοντικών Όρων και της κατάστασης του περιβάλλοντος από ανεξάρτητους επιστήμονες ή από αξιόπιστες περιβαλλοντικές οργανώσεις. Η λειτουργία ενός περιβαλλοντικού παρατηρητηρίου, το οποίο θα παρείχε στους κατοίκους στοιχεία για την περιβαλλοντική κατάσταση των υδάτων, εδάφους κ.λπ. με βάση τα αποτελέσματα της περιβαλλοντικής παρακολούθησης του έργου εξόρυξης/εκμετάλλευσης θα παρείχε στους κατοίκους της περιοχής τη ζητούμενη έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση. Θετικό παράδειγμα είναι το αίτημα από δημοτική αρχή προς τα Πολυτεχνεία της χώρας (που ανταποκρίθηκαν θετικά) για να συμμετέχουν σε μια ανεξάρτητη ομάδα ελέγχου της τήρησης των περιβαλλοντικών όρων και αξιολόγησης της κατάστασης του περιβάλλοντος από τη μεταλλευτική δραστηριότητα. Σε μια σχετική επιτροπή θα μπορούσαν να συμμετέχουν και ανεξάρτητοι επιστήμονες όπως και δημοτικοί σύμβουλοι με κατάλληλη εμπειρία. Αρνητικό όμως φαινόμενο είναι ότι τέτοιες επιτροπές δυσκολεύονται να εργασθούν επιτόπου λόγω απειλών ή επεισοδίων.
Το βασικό κέρδος από μια τέτοια επένδυση για τη χώρα προέρχεται κυρίως από τις θέσεις εργασίας και τους φόρους. Συμπληρωματικά, πρέπει να εξετασθεί αν μπορούν να υπάρξουν μεταλλευτικά δικαιώματα για το δημόσιο και πρόσθετα αντισταθμιστικά οφέλη για την τοπική κοινωνία, που θα εξαρτώνται από την παραγωγή και τις διεθνείς τιμές των μεταλλευμάτων. Μπορούν να εξετασθούν και άλλοι τρόποι (π.χ. 3-μερής συμφωνίας μεταξύ Κυβέρνησης-ΟΤΑ-Εταιρείας, όπως γίνεται σε Καναδά, ΗΠΑ). Πάντως, αν και η περιοχή έχει μεγάλη μεταλλευτική αξία, η διαπραγμάτευση μεταλλευτικών δικαιωμάτων σε εποχή οικονομικής κρίσης και ανάγκης για μεγάλες ξένες επενδύσεις είναι δύσκολη, ιδιαίτερα εάν ανταγωνιστικές χώρες προσφέρουν ελκυστικότερο καθεστώς εκμετάλλευσης για την προσέλκυση επενδυτών. Εξ άλλου, το ζήτημα των μεταλλευτικών δικαιωμάτων πρέπει να εξετασθεί γενικότερα, διότι συνδέεται και με άλλες εξορύξεις, όπως αδρανών, λιγνίτη κ.λπ. και τα δικαιώματα πρέπει να αντιμετωπίζονται ενιαία.
6η Θεματική Ενότητα:

Διαχείριση Προστατευόμενων Περιοχών (δίκτυο ΦΥΣΗ 2000, αξιόλογα τοπία κ.λπ.)

ΣΥΝΟΨΗ

Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Το Δίκτυο Natura 2000 αποτελεί ένα Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο περιοχών, οι οποίες φιλοξενούν φυσικούς τύπους οικοτόπων και οικοτόπους ειδών που είναι σημαντικοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην Ελλάδα περιλαμβάνονται 296 προστατευόμενες περιοχές, που καλύπτουν το 27.29% της χερσαίας και το 6.12% της θαλάσσιας έκτασης της χώρας.

Εκτός του Δικτύου Natura 2000, υπάρχουν και άλλοι βιότοποι σημαντικοί για ορισμένα είδη χλωρίδας και πανίδας.

Η Ελλάδα περιλαμβάνει επίσης μεγάλο αριθμό εξαίρετων φυσικών τοπίων, πολλά από τα οποία έχουν και πολύτιμα πολιτιστικά στοιχεία.

Επιπλέον, το «καθημερινό» περιβάλλον, δηλαδή αυτό εκτός προστατευομένων τόπων , περιέχει αξιόλογα οικολογικά και αισθητικά χαρακτηριστικά που επίσης χρειάζονται προσεκτική διαχείριση.

Με στόχο τη διατήρηση και ορθολογική διαχείριση του βιολογικού, οικολογικού και τοπιακού μας πλούτου απαιτείται ένα στρατηγικό πλαίσιο δράσεων εξειδίκευσης που πρέπει να βασίζεται:

Στην άμεση χαρτογράφηση και αξιολόγηση όλων των σημαντικών περιοχών, τη συν-λειτουργία με τις τοπικές κοινωνίες την αντιμετώπιση και προσαρμογή στις πιέσεις της κλιματικής αλλαγής και την εξειδίκευση των δράσεων χωρίς επικαλύψεις (ποιος κάνει τι)

Σε ένα νέο μοντέλο ισορροπημένης και βιώσιμης ανάπτυξης δεν μπορεί να αγνοηθεί μια ολοκληρωμένη οικονομία που παράγει 60 δίς ευρώ σε ετήσια βάση και έχει δημιουργήσει 7.000.000 θέσεις εργασίας σε διάφορες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στις 27.000 προστατευόμενες περιοχές του δικτύου σε ευρωπαϊκό επίπεδο .

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (International Union for the Conservation of Nature (IUCN)), οι προστατευόμενες περιοχές είναι «ένας αναγνωρισμένος και σαφώς καθορισμένος γεωγραφικός χώρος για τον οποίο υπάρχει δέσμευση διατήρησης και ο οποίος υπόκειται σε διαχείριση μέσω νομικών ή άλλων αποτελεσματικών μέσων ώστε να επιτευχθεί η μακροπρόθεσμη διατήρηση και προστασία της φύσης με τις συναφείς της οικοσυστημικές υπηρεσίες και πολιτιστικές αξίες».

Το Δίκτυο Natura 2000 αποτελεί ένα Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο περιοχών, οι οποίες φιλοξενούν φυσικούς τύπους οικοτόπων και οικοτόπους ειδών που είναι σημαντικοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο και την Ευρώπη και το Δίκτυο ΦΥΣΗ 2000 περιλαμβάνει 296 προστατευόμενες περιοχές της χώρας. Στις περιοχές αυτές έχουν χαρακτηριστεί 202 «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» (Special Protection Areas - SPA) για την Ορνιθοπανίδα, όπως ορίζονται στην Οδηγία 79/409/EK «για τη διατήρηση των άγριων πτηνών». Επίσης έχουν χαρακτηριστεί 241 Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) (Sites of Community Importance – SCI) όπως ορίζονται στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τους οποίους, 239 Ελληνικοί Τόποι Κοινοτικής Σημασίας χαρακτηρίστηκαν ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης. Οι δύο κατάλογοι περιοχών παρουσιάζουν μεταξύ τους επικαλύψεις όσον αφορά τις εκτάσεις τους και καλύπτουν το 27.29% της χερσαίας και το 6.12% της θαλάσσιας έκτασης της χώρας.

Αντίστοιχα τα ποσοστά σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι περιοχές NATURA καταλαμβάνουν το 18,3% της ευρωπαϊκής γης, αλλά μόνον το 4% των θαλασσών.

Το πλαίσιο προστασίας σε μια περιοχή του δικτύου NATURA περιλαμβάνει την εκπόνηση της ΕΠΜ (Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη), την ίδρυση του Φορέα Διαχείρισης και την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος ή Υπουργικής Απόφασης που κηρύσσει την περιοχή ως προστατευόμενη και καθορίζει ζώνες προστασίας και επιτρεπόμενες και μη χρήσεις μέσα σε κάθε ζώνη.

Σήμερα έχουν εκπονηθεί 87 από τις 371 ΕΠΜ. Έχουν ιδρυθεί 29 Φορείς Διαχείρισης (σήμερα λειτουργούν 28, καθώς ο ΦΔ της Λίμνης Καστοριάς δεν συγκροτήθηκε ποτέ ) και μόνο σε 14 από αυτούς έχει ολοκληρωθεί η θεσμοθέτηση και κήρυξη των περιοχών τους ως προστατευτέων σύμφωνα με τη νομοθεσία.

Η υπάρχουσα νομοθεσία περί βιοποικιλότητας παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες. Παρά τις εξελίξεις στο νομικό πλαίσιο και την ένταξη σημαντικού τμήματος του φυσικού χώρου της Ελλάδας στο Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών, στην πράξη η προστασία της βιοποικιλότητας και των προστατευόμενων περιοχών στη χώρα μας παραμένει μη αποτελεσματική, ενώ ενίοτε προκαλεί αναίτιες συγκρούσεις με παραγωγικές δραστηριότητες και προτεραιότητες τοπικών κοινωνιών. Η έλλειψη στρατηγικής, συντονισμού, αποτελεσματικού σχεδιασμού και χρηματοδότησης έχουν ως αποτέλεσμα οι Φορείς Διαχείρισης να αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα ουσιαστικής λειτουργίας για την προστασία και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών.

ΘΕΣΗ

Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Η αποτροπή της απώλειας της βιοποικιλότητας και της υποβάθμισης των οικοσυστημικών υπηρεσιών αποτελεί βασική υποχρέωση της χώρας μας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Με στόχο τη διατήρηση και ορθολογική διαχείριση του φυσικού πλούτου απαιτείται ένα στρατηγικό πλαίσιο δράσεων που πρέπει να βασίζεται:

Στην επιστημονική παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών και συστηματική καταγραφή και επικαιροποίηση της κατάστασης, του πλούτου, των αξιών και των απειλών.
Στην άμεση χαρτογράφηση και αξιολόγηση των περιοχών Natura 2000 στην Ελλάδα που ενώ οι τεχνικές προδιαγραφές για την εκπόνηση των μελετών οριοθέτησής τους, είχαν καθοριστεί με υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β 1419/30.4. 2012) η διαδικασία δεν έχει ξεκινήσει ακόμα παρά τις εξαγγελίες.
Στην εφαρμογή του συνολικού νομικού πλαισίου που δεσμεύει την ελληνική πολιτεία για τις προστατευόμενες περιοχές και τη βιοποικιλότητα (εθνικό, διεθνές και Κοινοτικό, διεθνείς και περιφερειακές συμβάσεις και ευρωπαϊκές οδηγίες), την ουσιαστική κατοχύρωση της προστασίας των οικοτόπων και τον προσδιορισμό του ρόλου των Φορέων Διαχείρισης.
Στη διαχείριση που εξασφαλίζει την εφαρμογή των γενικών αρχών προστασίας της βιοποικιλότητας και αειφόρου διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών και αποσκοπεί στη βιώσιμη ανάπτυξη των ευρύτερων περιοχών, την ανάπτυξη του οικοτουρισμού και την παραγωγική συνέργεια όλων των εμπλεκομένων τοπικών φορέων.
Στην αντιμετώπιση και προσαρμογή στις πιέσεις της κλιματικής αλλαγής και στην προστασία από πυρκαγιές, την εισβολή ξενικών ειδών, τις καταπατήσεις, τη ρύπανση και άλλες πιέσεις των προστατευόμενων περιοχών και της βιοποικιλότητας με στόχο την αποκατάσταση, τη διατήρηση της λειτουργίας, προσαρμογής και εξέλιξής τους μακροπρόθεσμα και τη διασφάλιση των πολύτιμων οικοσυστημικών υπηρεσιών τους για τον πλανήτη και τον άνθρωπο.
ΠΡΟΤΑΣΗ

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ:

Η διαχείριση περιοχών που ανήκουν στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, υπολογίζεται ότι έχει ένα κόστος κοντά στα 5,8 δις ευρώ τον χρόνο, όταν η αξία των υπηρεσιών που σχετίζονται με το οικοσύστημα έχει θεωρητικός εκτιμηθεί σε 200 με 300 δις ευρώ ετησίως, που αντιστοιχούν στο 1,7 - 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.

Σε ένα νέο μοντέλο ισορροπημένης και βιώσιμης ανάπτυξης δεν μπορεί να αγνοηθεί η οικονομία που παράγει 60 δίς ευρώ σε ετήσια βάση και έχει δημιουργήσει 7.000.000 θέσεις εργασίας σε διάφορες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στις 27.000 προστατευόμενες περιοχές του ευρωπαϊκού δικτύου.

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ:

ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΟΜΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αυτά που κατά προτεραιότητα πρέπει να επιδιώξουμε είναι:

Κεντρικός προγραμματισμός και σχεδιασμός ώστε να ολοκληρωθεί και να λειτουργεί αποτελεσματικά το Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών. Αναδιάρθρωση της νομοθεσίας, της διοικητικής δομής, του ανθρώπινου δυναμικού και διασφάλιση των απαιτούμενων οικονομικών πόρων.
Εκπόνηση και εφαρμογή Σχεδίων Διαχείρισης για όλες τις κατηγορίες των προστατευόμενων περιοχών.
Αποτελεσματική φύλαξη των προστατευόμενων περιοχών, για την πρόληψη και πάταξη των παράνομων ενεργειών (λαθροϋλοτομία, εμπρησμοί, λαθροθηρία κλπ.)
Σύνταξη δασικών χαρτών και ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου
Την επανεξέταση των ζητημάτων της εκτός σχεδίου δόμησης
Την εφαρμογή σχεδίων δράσης για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, των πλημμυρών και άλλων φυσικών καταστροφών
Την ενίσχυση του ρόλου των πολιτών στην προστασία των προστατευόμενων περιοχών και της βιοποικιλότητας με προγράμματα εκπαίδευσης, ευαισθητοποίησης και συμμετοχικότητας των εμπλεκόμενων τοπικών φορέων.
Την ουσιαστική διασύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες -οικονομίες με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ενθάρρυνσης κοινών δράσεων των κοινωνικών εταίρων με τους φορείς διαχείρισης .
Την αποκατάσταση περιβαλλοντικών βλαβών σε προστατευόμενες περιοχές και την αντιμετώπιση της απώλειας της βιοποικιλότητας
ΣΕ ΘΕΣΜΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Κατά προτεραιότητα θα πρέπει να επιδιώξουμε :

Την κωδικοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για την προστασία της βιοποικιλότητας και των περιβαλλοντικά σημαντικών περιοχών, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες παγκόσμιες και κοινοτικές τάσεις και προοπτικές και με στόχο να αρθούν ασάφειες και αλληλεπικαλύψεις.
Την ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, ιδιαίτερα στους τομείς τουρισμού, πρωτογενούς παραγωγής, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όταν αυτές οι δραστηριότητες ικανοποιούν τα κριτήρια της αειφορίας.
Την ενδυνάμωση της δημόσιας διοίκησης για την εφαρμογή και το συντονισμό πολιτικών, μέτρων και νομοθεσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η αναβάθμιση των διοικητικών μηχανισμών με αντικείμενο θέματα φυσικού περιβάλλοντος, η παροχή απαιτούμενων μέσων, συμπεριλαμβανομένης της επαρκούς και αποτελεσματικής στελέχωσης, της διαρκούς κατάρτισης, και της διαθεσιμότητας αναγκαίων επιστημονικών στοιχείων και τεχνικών εργαλείων, καθώς και οικονομικών πόρων,.
Τη αμοιβαία διασφάλιση της συμβατότητας αναπτυξιακού σχεδιασμού και προγραμμάτων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Την αύξηση της γνώσης με εφαρμογή προγραμμάτων συστηματικής παρακολούθησης της κατάστασης και των τάσεων των επιμέρους στοιχείων των τοπίων και της βιοποικιλότητας (γενετικοί πόροι, είδη, τύποι οικοτόπων, οικοσυστήματα) και διευκόλυνση της πρόσβασης στην πληροφορία.
Την επιτάχυνση της διαδικασίας θεσμικής κατοχύρωσης Δικτύου Natura 2000 και Τοπίων Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους, καθώς και της διαδικασίας χαρακτηρισμού προστατευόμενων περιοχών, ιδιαίτερα στο θαλάσσιο χώρο.
Τη λειτουργική υποστήριξη των διαχειριστικών σχημάτων και την αντίστοιχη εποπτεία και συντονισμό τους.
Την προστασία και διαχείριση της αγροτικής βιοποικιλότητας.
Την προστασία και διαχείριση του γενικού τοπίου.
Τη διατήρηση, διαχείριση και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και εκτός των προστατευόμενων περιοχών.
Την προστασία της βιοποικιλότητας από εισβλητικά είδη.
Την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και ανάληψη δράσεων για μείωση των επιπτώσεών της στη βιοποικιλότητα και στα τοπία.
Την ενίσχυση της πρόληψης και αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Την παροχή οικονομικών κινήτρων για θέματα προστασίας της βιοποικιλότητας καθώς και χορήγηση αποζημιώσεων σε περιπτώσεις ζημιών από προστατευόμενα είδη πανίδας.
Τήρηση των διατάξεων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ σχετικά με τη χωροθέτηση ανθρωπογενών δραστηριοτήτων εντός των προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου Natura 2000 με ταυτόχρονη εξασφάλιση διατήρησης και αποκατάστασης του περιβάλλοντος.
7η Θεματική Ενότητα:

Κτηματολόγιο και Χρήσεις Γης

ΣΥΝΟΨΗ

Ένας από τους βασικότερους σκοπούς του Κτηματολογίου είναι το κράτος να αποκτήσει τη συνείδηση της ιδιοκτησίας και τη νοοτροπία του αυστηρού ιδιοκτήτη που ενδιαφέρεται για την ουσιαστική προστασία και αξιοποίηση της περιουσίας που του ανήκει. Έτσι πέρα και πάνω από την όποια κοινωνική πολιτική θέλει να ασκήσει για να αξιοποιεί την ακίνητη περιουσία του, θα πρέπει να παρακολουθεί, να ελέγχει και να καρπώνεται από αυτήν πραγματικά οφέλη, σύμφωνα με τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ακινήτων. Αλλά και ο πολίτης διασφαλίζοντας τα δικαιώματα της ακίνητης περιουσίας του, έχει τη δυνατότητα της διαχείρησής της κατά το δοκούν (επενδύοντας, μεταβιβάζοντας , πουλώντας) χωρίς τον κίνδυνο διεκδικήσεων της από τρίτους και την εμπλοκή σε δικαστικές διαμάχες.

Οι σημαντικότερες προτεραιότητες σήμερα για τη συνέχεια και ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου είναι:

H εκπόνηση ενός εθνικού χωροταξικού σχεδίου καθολικής πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής.
Η ίδρυση και λειτουργία κτηματολογικών γραφείων ανά περιφερειακή ενότητα και η συνεργασία τους με διαπιστευμένους επαγγελματίες.
Nα αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης της πολιτείας με την κοινωνία οι τρόποι λειτουργικής χρησιμοποίησης της γης, των κτισμάτων και των έργων υποδομής.
Ένα «τελικό κείμενο» που θα εξάλειψη την πολυνομία, θα είναι το εφαλτήριο για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και της ατέρμονης κωλυσιεργίας.
Eξορθολογισμός θεσμικού πλαισίου και διαδικασιών.
Αξιοποίηση νέων τεχνολογιών.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Το κτηματολόγιο δηλαδή η γενική, ενιαία, συστηματική και πάντοτε ενημερωμένη καταγραφή, που περιλαμβάνει τη γεωμετρική περιγραφή και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κάθε κομματιού γης, με την ευθύνη και την εγγύηση του Δημοσίου είναι μια πηγή πολύτιμων πληροφοριών, απαραίτητων για τις αναπτυξιακές δραστηριότητες της χώρας. Όλα τα στοιχεία του κτηματολογίου έχουν αποδεικτικό χαρακτήρα, εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα και ασφάλεια των συναλλαγών, εγγυάται τις νομικές πληροφορίες του, τη γεωγραφική του περιγραφή, τα δικαιώματα από τη χρησικτησία. Η συστηματική καταγραφή και «αποκάλυψη» της Δημόσιας ακίνητης περιουσίας που επιχειρείται μέσω του κτηματολογίου στην Ελλάδα αποτελεί το μεγάλο στοίχημα, αφού η αξιοποίηση της είναι άμεσα συνυφασμένη με την επανεκκίνηση της παρακμάζουσας ελληνικής οικονομίας.

Για την υλοποίησή του, ιδρύθηκε μια εταιρεία Ν.Π.Ι.Δ, η Κτηματολόγιο Α.Ε (ΦΕΚ 872Β/19-10-1995) έτος κατά το οποίο ξεκίνησε πιλοτικά η χαρτογράφηση. Αρχικά η ΕΕ διέθεσε 35 δις δραχμές για την πρώτη φάση του έργου (το έτος 1999) και την κάλυψη 35.000 τετρ. χιλ. Το κόστος του έργου προϋπολογίστηκε σε 44 δις δραχμές. Καλύφθηκαν 8.440 τετρ. χιλ. μέσα σε 7 χρόνια με κόστος υπερδιπλάσιο του αναμενόμενου. Διαπιστώθηκαν υπερβάσεις στα ανατεθέντα έργα που κυμαίνονταν μεταξύ 128% και 350%. Τον Ιανουάριο του 2001 η Κομισιόν με επιστολή της προς την Κυβέρνηση επισήμαινε τις τεράστιες καθυστερήσεις και τις υπερβάσεις του κόστους, ενώ ανησυχητικός ήταν και ο αριθμός των ενστάσεων που υποβάλλονταν (αφορούσαν το 18% περίπου των δηλώσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων). Ο επίτροπος Μπαρνιέ είχε δηλώσει: “Μόνο το ένα τέταρτο της αρχικά προβλεπόμενης έκτασης βρίσκεται στη διαδικασία καταχώρισης στο Κτηματολόγιο: 8.440 τετρ. χλμ. έναντι 35.000 τετρ. χλμ. (πρόγραμμα περιβάλλοντος 1994 – 1999), με κόστος υπερδιπλάσιο, 94 δισ. αντί των 44 δισ. δρχ.” (Δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Το κτηματολόγιο έχει βαλτώσει από το 2008, παρά το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων σε 106 μεγάλους δήμους της χώρας κατέβαλαν τότε «κτηματόσημο» 240 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση των έργων. Μεταξύ των πόλεων περιλαμβάνεται η Αθήνα, όπου λόγω δικαστικών εμπλοκών μεταξύ των υποψηφίων αναδόχων και ατολμίας της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου δεν έχει προχωρήσει η δεύτερη και πιο καθοριστική φάση του έργου. Δεν έχουν επίσης προκηρυχθεί διαγωνισμοί για τις υπόλοιπες περιοχές, ενώ πριν από ένα χρόνο είχε ψηφιστεί νέος νόμος για την επίσπευση των διαδικασιών δημοπράτησης και ανάθεσης των μελετών.

Η εταιρεία Κτηματολόγιο Α.Ε που μετονομάστηκε σε ΕΚΧΑ Α.Ε (Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση) εκπόνησε Επιχειρησιακό Σχέδιο ολοκλήρωσης του κτηματολογίου το 2012, το οποίο υπέβαλε στο ΥΠΕΚΑ και περιελάμβανε: αναλυτικό σχεδιασμό του υπόλοιπου χώρας, την ανάλυση των επιχειρησιακών επιλογών, τις προϋποθέσεις επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων , καθώς και χρηματοοικονομικό σχεδιασμό του έργου μέχρι την ολοκλήρωση του, το 2020.

Πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι «το 2014 θα είναι το έτος των μεγάλων τομών στο Εθνικό Κτηματολόγιο», άφησε όμως αιχμές προς το οικονομικό επιτελείο λέγοντας ότι «δυστυχώς, η επίλυση του μεγάλου προβλήματος δεν εξαρτάται από το υπουργείο μας». Ανακοίνωσε δε ότι αναμένει την οριστικοποίηση των χρηματοδοτήσεων και την κατανομή τους ανά έτος.

ΘΕΣΗ

Οι πολιτικές αστοχίες στη διαχείριση, την εξέλιξη και την υλοποίηση του σημαντικότερου ίσως «εργαλείου ανάπτυξης», του Εθνικού Κτηματολογίου, είχαν ως αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκοί μας εταίροι να άρουν την εμπιστοσύνη για την συγχρηματοδότηση που μας παρείχαν και το έργο να προχωράει με ρυθμούς χελώνας αφού δεκαοκτώ χρόνια από την έναρξη των κτηματογραφήσεων έχει καλυφθεί μόνον το 20% της χώρας.

Το Εθνικό Κτηματολόγιο σε κάθε χώρα φέρνει την εγγύηση και την σφραγίδα του Δημοσίου και υπηρετεί το κράτος και τους πολίτες, οι οποίοι θα είναι και οι αποδέκτες της τελικής αξίας του προϊόντος . Γι αυτό άλλωστε έχει επιλεγεί η αυτοχρηματοδότηση του από τους πολίτες. Το πρόσφατο παρελθόν και η σημερινή πραγματικότητα έχουν αποδείξει ότι το μοντέλο συνύπαρξης πολλών φορέων για το σχεδιασμό και τη λειτουργία του προγράμματος έχει αποτύχει παταγωδώς. Οι πολλοί φορείς μπορεί να βολεύουν τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, γιατί βρίσκουν ρόλο και θέσεις για την εκλογική τους πελατεία , δεν βοηθούν όμως την εξέλιξη του έργου. Γι’ αυτό οφείλει και πρέπει να έχει διαχειριστή και λειτουργό ένα φορέα ο όποιος θα είναι Ν.Π.Ι.Δ και θα είναι στελεχωμένος από το άρτια εκπαιδευμένο και πλήρως καταρτισμένο υφιστάμενο επιστημονικό δυναμικό.

ΠΡΟΤΑΣΗ

Η ολοκλήρωση ενός έργου στρατηγικής σημασίας όπως το Εθνικό Κτηματολόγιο οφείλει να αποτελέσει προτεραιότητα για την πολιτεία. Ενδεικτικές προτάσεις που θα ενίσχυαν τη λειτουργία, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του αλλά και το ξεπέρασμα των όποιων «αγκυλώσεων» αποτελούν τροχοπέδη στην εξέλιξη του, είναι:

Η ίδρυση και λειτουργία κτηματολογικών γραφείων ανά περιφερειακή ενότητα και η συνεργασία τους με διαπιστευμένους επαγγελματίες (μηχανικούς, νομικούς) αλλά και η εκπόνηση ενός εθνικού χωροταξικού σχεδίου καθολικής πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής.
Οι χρήσεις γης δηλαδή οι τρόποι λειτουργικής χρησιμοποίησης της γης, των κτισμάτων και των έργων υποδομής οφείλουν να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης της πολιτείας με την κοινωνία. Ο επαναπροσδιορισμός , οι βελτιώσεις της ισχύουσας νομοθεσίας και πολύ περισσότερο η ανάγκη για ένα «τελικό κείμενο» που θα εξάλειψη την πολυνομία, θα είναι το εφαλτήριο για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και της ατέρμονης κωλυσιεργίας.
Απαιτείται επίσης εξορθολογισμός θεσμικού πλαισίου και διαδικασιών
Απλοποίηση διαδικασιών προς εξυπηρέτηση των πολιτών
Διασφάλιση της χρηματοδότησης του έργου
Ελάττωση επιχειρηματικού κινδύνου για τους αναδόχους
Υιοθέτηση σαφέστερων και καλύτερων προδιαγραφών
Εξασφάλιση της συνεργασίας με τα υποθηκοφυλακεία
Εφαρμογή αποτελεσματικότερων μεθόδων και καλύτερης οργάνωσης των έργων
Αξιοποίηση νέων τεχνολογιών
Εφαρμογή state-of-art τεχνολογιών πληροφορικής τόσο στα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) όσο και στις βάσεις δεδομένων
On-line υποβολή δηλώσεων με ηλεκτρονικό τρόπο
Ηλεκτρονική παρακολούθηση της διαδικασίας προόδου εργασιών της κτηματογράφησης
Οργάνωση νέων έργων κτηματογράφησης και υποδομή για τον καθορισμό θεσμοθετημένων εκτάσεων
Οριοθέτηση δασών και δασικών εκτάσεων
Σύνταξη υποβάθρου για τη χάραξη του αιγιαλού
Αναβαθμισμένες Υποδομές πληροφορικής
Δημιουργία Κέντρου πληροφορικής
Ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών για την υποστήριξη των κτηματογραφήσεων
Δημιουργία Κέντρου Δεδομένων και Κέντρου Εναλλακτικής Λειτουργίας (Disaster Recovery Center)
Δημιουργία τηλεπικοινωνιακού δικτύου του Συστήματος Πληροφορικής
Ανάπτυξη Συστήματος Διαχείρισης Εταιρικής Πληροφορίας (MIS)
Ανάπτυξη Διαδικτυακών εφαρμογών για τη διάδοση των ψηφιοποιημένων δεδομένων
Ανάπτυξη Διαδικτυακών εφαρμογών για υποστήριξη νέων κτηματογραφήσεων (ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων)
8η Θεματική Ενότητα:

Διαχείριση Επικίνδυνων Αποβλήτων

ΣΥΝΟΨΗ

Η χώρα μας έχει μία από τις μικρότερες κατά κεφαλήν παραγωγές Ε.Α. στην Ευρώπη, εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται με την Ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική δυσχεραίνοντας έτσι την ήδη επιβαρυμένη οικονομική κατάσταση από τα πρόστιμα που μας επιβάλλονται. Μολονότι έχει θεσπιστεί ένα εθνικό σχέδιο διαχείρισης , το πρόβλημα εξακολουθεί να επιδεινώνεται.

Το εθνικό σχέδιο διαχείρισης για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΣΔΕΑ) του 2007, (ΚΥΑ 8668/2007) όπως αναθεωρήθηκε το 2014, αποτελεί ένα ικανοποιητικό πλαίσιο διαχείρισης των Ε.Α. σε θεωρητικό επίπεδο.

Σε πρακτικό επίπεδο όμως δεν οδηγεί σε απτά αποτελέσματα, καθώς απουσιάζουν δύο βασικές λειτουργίες: ο συστηματικός ΕΛΕΓΧΟΣ και η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ των εμπλεκόμενων φορέων.

Ο ξεκάθαρος εθνικός στόχος , ο εμπεριστατωμένος έλεγχος, η διαρκής επικοινωνία και ανταλλαγή προτάσεων και καλών πρακτικών , η αυστηρή επιβολή προστίμων, η συνεργασία με ιδιωτικές επιχειρήσεις ίσως αποτελέσουν τις κινητήριες δυνάμεις για να βρεθούν πρακτικές και όχι θεωρητικές λύσεις.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Στην Ελλάδα παράγονται σε ετήσια βάση 300.000 τόνοι επικίνδυνων αποβλήτων (Ε.Α.) προερχόμενα κυρίως από βιομηχανικές δραστηριότητες (ενδεικτικά το 42% των Ε.Α. είναι απόβλητα πετρελαίου και υγρών καυσίμων), υγειονομικές μονάδες και προϊόντα που βρίσκονται στο τέλος της διάρκειας ζωής τους (ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά). Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών παράγεται στην Αττική (48,5%) ενώ ακολουθούν η κεντρική Μακεδονία (12,6%), η Στερεά Ελλάδα (10,2%), η Θεσσαλία (6,9%) και η δυτική Ελλάδα (5,2%).

Μολονότι η χώρα μας έχει μία από τις μικρότερες κατά κεφαλήν παραγωγές Ε.Α. στην Ευρώπη, εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται με την Ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική δυσχεραίνοντας έτσι την ήδη επιβαρυμένη οικονομική κατάσταση. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα πρόστιμο ύψους 14.904.736 ευρώ και ημερήσια χρηματική ποινή 72.864 ευρώ, έως ότου εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις.

Μολονότι έχει θεσπιστεί ένα εθνικό σχέδιο διαχείρισης για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΣΔΕΑ) το 2007, (ΚΥΑ 8668/2007), το πρόβλημα εξακολουθεί να επιδεινώνεται. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ελλιπή στήριξη του σχεδίου από την πολιτεία, στη μικρή ευαισθητοποίηση της κοινωνίας (πρόσφατο παράδειγμα η παράνομη εναπόθεση Ε.Α. από αγνώστους στην Αττική Οδό) καθώς και στη διάρθρωση της ελληνικής βιομηχανίας και επιχειρηματικότητας.

Το 40% των Ε.Α. αποθηκεύεται σε ειδικούς χώρους εντός των μονάδων βιομηχανικής παραγωγής κατόπιν αδειοδότησης, το 13% μεταφέρεται στο εξωτερικό με σκοπό τη διάθεση ή την αξιοποίηση, ενώ αδιευκρίνιστα ποσοστά εναποτίθενται παράνομα σε χωματερές, στο έδαφος, σε μη αδειοδοτημένους χώρους παραγωγής ή στη θάλασσα. Η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη προκαλώντας ανεπανόρθωτα προβλήματα στο περιβάλλον και επιβαρύνοντας την οικονομία της χώρας. Η ανάγκη να βρεθεί μια ολοκληρωμένη λύση για τη διαχείριση και διάθεση των Ε.Α. είναι επιτακτική.

ΘΕΣΗ

Η περιβαλλοντική πολιτική που ακολουθεί η ΕΕ έχει δύο βασικούς άξονες διαχείρισης των Ε.Α.: α) τη μείωση της ποσότητας των Ε.Α. που προορίζονται για τελική διάθεση και β) τη χρήση των Ε.Α. ως δευτερεύουσες πρώτες ύλες. Ακολουθώντας την ευρωπαϊκή νομοθεσία το ΕΣΔΕΑ θέτει ως βασικές αρχές στη διαχείριση Ε.Α.:

την αρχή της πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων
την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»
την αρχή της εγγύτητας
την αρχή της επανόρθωσης των ζημιών στο περιβάλλον
Το ΕΣΔΕΑ, όπως αναθεωρήθηκε το 2014, αποτελεί ένα ικανοποιητικό πλαίσιο διαχείρισης των Ε.Α. Σε θεωρητικό επίπεδο αποτελεί μια καλή περιγραφή των υποχρεώσεων και των στόχων των εμπλεκόμενων φορέων. Σε πρακτικό επίπεδο όμως δεν οδηγεί σε απτά αποτελέσματα, καθώς απουσιάζουν δύο βασικές λειτουργίες: ο συστηματικός ΕΛΕΓΧΟΣ και η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ των εμπλεκόμενων φορέων.

ΠΡΟΤΑΣΗ

Είναι προφανές ότι η διαχείριση των Ε.Α. δεν είναι εφικτό να οδηγήσει στη μηδενική επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Ωστόσο με μια ιεράρχηση προτεραιοτήτων είναι δυνατό να επιτευχθούν οι στόχοι της ευρωπαϊκής και ελληνικής πολιτικής. Αυτά που θα πρέπει κυρίως να επιδιώξουμε σήμερα είναι:

Αξιολόγηση της προόδου του εθνικού σχεδίου από πλευράς της κυβέρνησης και των επιμέρους περιφερειακών σχεδίων διαχείρισης.
Ελαχιστοποίηση του όγκου των παραγόμενων αποβλήτων με παρέμβαση στην πηγή δημιουργίας τους, κυρίως στη βιομηχανία και τις υγειονομικές μονάδες.
Θέσπιση ενός ετήσιου εθνικού στόχου και διανομή των επιμέρους στόχων στις εμπλεκόμενες περιφέρειες και φορείς ανάλογα με την ποσότητα των Ε.Α. που παρήγαγαν κατα το τελευταίο έτος (βλ. πρόταση 6).
Εφαρμογή κύκλου επιθεωρήσεων απο εμπειρογνώμονες στις βιομηχανίες που ευθύνονται για τη μεγαλύτερη παραγωγή Ε.Α. (είναι περίπου είκοσι) και έλεγχος της επίτευξης των ετήσιων στόχων. Δειγματοληπτικοί έλεγχοι σε μεσαίες και μικρές βιομηχανίες καθώς και σε υγειονομικές μονάδες.
Κάθε εμπλεκόμενος φορέας να διαθέτει προγράμματα εκπαίδευσης των εργαζομένων σχετικά με τα Ε.Α. Η εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα στις υγειονομικές μονάδες. Το αρμόδιο κλιμάκιο της κυβέρνησης μπορεί επίσης να παρέχει συμπληρωματικό εκπαιδευτικό υλικό (βλ. Πρόταση 9).
Κάθε εμπλεκόμενη μονάδα παραγωγής να παράγει ένα ετήσιο έγγραφο προσδιορίζοντας τη σύνθεση και ποσότητα των Ε.Α. που παρήγαγε κατά το τελευταίο έτος, τις μεθόδους διαχείρισης και επεξεργασίας που διαθέτει, την τεχνολογία που χρησιμοποιεί, το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα (βλ. Πρόταση 5), καθώς και τον στόχο ο οποίος επετεύχθη. Έτσι θα υπάρχει μία βάση δεδομένων για την παρακολούθηση της πορείας του σχεδίου διαχείρισης των Ε.Α. σε κάθε φορέα και τον έλεγχο των επιδοτήσεων που έχουν δοθεί (βλ. Πρόταση 7). Επίσης θα παρακολουθείται η εφαρμογή του σχεδίου συνολικά αλλά και ανά περιφέρεια.
Παροχή επιδοτήσεων και κινήτρων στις υπάρχουσες βιομηχανίες ή νοσοκομειακές μονάδες με στόχο την ανάπτυξη εγκαταστάσεων διαχείρισης των Ε.Α. στο χώρο παραγωγής ή την αντικατάσταση των ήδη υπαρχόντων (που χρησιμοποιούν παλιά τεχνολογία). Αν ωστόσο η μονάδας διαχείρισης των Ε.Α. δεν δύναται να βρίσκεται στη μονάδα παραγωγής (καταλαμβάνει ωφέλιμο χώρο ή βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή όπως συμβαίνει σε κάποια νοσοκομεία), κρίνεται αναγκαία η συνεργασία της μονάδας παραγωγής με ιδιωτικές επιχειρήσεις που εξειδικεύονται στη διαχείριση Ε.Α. ακολουθώντας την «αρχή της εγγύτητας».
Επιτακτική η ανάγκη οποιαδήποτε νέα μεγάλη, μεσαία, μικρή βιομηχανική ή νοσοκομειακή μονάδα να καταθέτει σχέδιο διαχείρισης Ε.Α. Η άδεια δημιουργίας και λειτουργίας της όποιας νέας μονάδας θα παραχωρείται μόνο εφόσον το πλάνο διαχείρισης των Ε.Α. που διαθέτει αξιολογείται και επικυρώνεται από το κλιμάκιο των εμπειρογνωμόνων.
Διαφάνεια και λογοδοσία απέναντι στην κοινή γνώμη από πλευράς κυβέρνησης. Δημιουργία μιας βάσης δεδομένων (ηλεκτρονική) με συγκεντρωτικά στοιχεία από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, εκπαιδευτικό υλικό για την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και δυνατότητα επικοινωνίας από τους πολίτες (ενημέρωση των αρχών σε περίπτωση παράνομης εναποθέτησης Ε.Α.).
Δημιουργία εσωτερικής αγοράς για την αξιοποίηση των υλικών που ανακτώνται από την επεξεργασία των Ε.Α. με στόχο τη μείωση της μεταφοράς των Ε.Α. στο εξωτερικό και της διαρροής κεφαλαίων. Είναι σημαντικό πρώτα να δημιουργηθεί η αγορά και να υπάρχουν υποψήφιοι αγοραστές των προιόντων που ανακτώνται απο τα Ε.Α. και έπειτα, ανάλογα με το είδος των προϊόντων αυτών, να εφαρμοστούν οι αντίστοιχες τεχνολογίες από τις οποίες παράγονται.
Επιβολή κυρώσεων στους εμπλεκόμενους φορείς εφόσον δε συμμορφώνονται με το εθνικό σχέδιο δράσης. Ο «ρυπαίνων να πληρώνει το κόστος που του αναλογεί». Ανακοίνωση των προστίμων στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων.
Συνομιλία της κυβέρνησης με τους εμπλεκόμενους φορείς. Πραγματοποίηση συναντήσεων του κλιμακίου του αρμόδιου υπουργείου ή ενός ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού φορέα (όπως ο ΕΕΔΣΑ) με εκπροσώπους της βιομηχανίας, της επιχειρηματικότητας καθώς και με μέλη των συναρμόδιων υπουργείων. Έτσι, θα επιτυγχάνεται η διαρκής ενημέρωση της κυβέρνησης για νέες τεχνολογίες αλλά και για νέες προτάσεις συνεργασίας από εταιρείες διαχείρισης και αξιοποίησης των Ε.Α..
Η δημιουργία ειδικών χωματερών (ΧΥΤΕΑ) να αποτελεί την τελευταία λύση καθώς είναι χρονοβόρα, κοστοβόρα ενώ εμποδίζει παράλληλα την προώθηση εναλλακτικών λύσεων. Επιπλέον είναι ενάντια στην κοινή γνώμη. Η συναίνεση των πολιτών είναι δύσκολο να επιτευχθεί ακόμα και για τη δημιουργία συμβατικών χωματερών. Χρειάζεται διαρκής εκπαίδευση των πολιτών και εγγύηση ότι ο ΧΥΤΕΑ πληροί όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές και τα απαιτούμενα μέσα προστασίας του περιβάλλοντος. Η εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών αποτελεί το πρώτο βήμα για την συναίνεση.
Αποκατάσταση των ρυπασμένων περιοχών και ΧΥΤΑ. Χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις διαχείρισης, επεξεργασίας και διάθεσης Ε.Α.. Διαρκής ενημέρωση της κυβέρνησης και παρακολούθηση του εκάστοτε έργου.
Η διαχείριση των Ε.Α. στην Ελλάδα αποτελεί ένα φλέγον ζήτημα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο εμπεριστατωμένος έλεγχος, η διαρκής επικοινωνία και ανταλλαγή προτάσεων, η αυστηρή επιβολή προστίμων, η συνεργασία με ιδιωτικές επιχειρήσεις και ένας ξεκάθαρος εθνικός στόχος ίσως αποτελέσουν τις κινητήριες δυνάμεις για να βρεθούν πρακτικές και όχι θεωρητικές λύσεις.

9η Θεματική Ενότητα:

Περιορισμός της Ηχορρύπανσης

ΣΥΝΟΨΗ

Η ηχορρύπανση στην Ελλάδα, αποτελεί ένα από τα πιο “ύπουλα” προβλήματα. Ενώ οι επιπτώσεις του θορύβου δεν είναι συνήθως άμεσες, ώστε να προκαλούν κινητοποίηση της κοινωνίας, είναι μακροπρόθεσμα σημαντικές τόσο στην υγεία των πολιτών όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Πέρα από τις ακουστικές βλάβες που μπορεί να προκληθούν, η ηχορρύπανση συμβάλει καταλυτικά στην αύξηση των διαταραχών ύπνου, στην μειωμένη εργασιακή απόδοση, στην αυξημένη ευερεθιστότητα και επιθετικότητα. Επιπλέον είναι μια συνισταμένη υποβάθμισης του τουριστικού προϊόντος και επιδείνωσης της δημόσιας υγείας, λειτουργώντας ως ένα ακόμα υπόστρωμα, για την εμφάνιση καρδιακών και παθοφυσιολογικών διαταραχών. “Το Ποτάμι” δίνοντας βαρύτητα σε ζητήματα που είναι οι βάσεις για την βιώσιμη ανάπτυξη, όπως η αντιμετώπιση της ηχορρύπανσης ζητά επιτακτικά, πρώτα από όλα, την τήρηση της υπάρχουσας νομοθεσίας. Για να γίνει αυτό χρειάζεται συντονισμός των φορέων σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο και σωστή – μόνιμη επιτήρηση της αστυνομίας. Ο σωστός χωροταξικός σχεδιασμός , ο καθορισμός χρήσεων γης και έργα υποδομής πρόληψης και μείωσης θορύβου πρέπει να μπουν στην καθημερινή πολιτική ατζέντα. Εκτός όμως από τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το κεντρικό κράτους και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης στον περιορισμό της ηχορρύπανσης, χρειάζεται και ευαισθητοποίηση όλων των πολιτών ώστε να γίνει κοινό κτήμα η σημασία του προβλήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στα σχολεία και στους μαθητές.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ο θόρυβος περιορίζει την ποιότητα ζωής πολλών ανθρώπων σημαντικά. ‘Έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη πνευματική και σωματική υγεία ιδίως του καρδιαγγειακού συστήματος και μπορεί να προκαλέσει χρόνιες παθήσεις, ιδιαίτερα στα παιδιά. Συντελεί στην οικονομική υποβάθμιση πολλών περιοχών και στην περιβαλλοντική παρακμή των πόλεων και της υπαίθρου. Αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τρένα, χώροι αναψυχής και διασκέδασης, οικιακές συσκευές, βιομηχανίες και βιοτεχνίες αποτελούν τις κυριότερες πήγες ηχορύπανσης.

Η Ελλάδα θεωρείται από τις πιο προβληματικές χώρες της ΕΕ στο θέμα της ηχορρύπανσης και παρότι η νομοθεσία προβλέπει παρόμοιες διατάξεις με αυτή της υπόλοιπης Ευρώπης, η εφαρμογή τους από ιδιώτες αλλά και από την πολιτεία, απέχει πολύ από την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες των άλλων κρατών.

Οι κύριοι λόγοι αυτής της κατάστασης είναι ορισμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας και οι γνωστές αδυναμίες του ελληνικού κράτους σε κεντρικό και ιδίως τοπικό επίπεδο. Ελλιπής ή και μη εφαρμογή των νόμων, που πολλές φορές οφείλεται σε τοπικά οικονομικά συμφέροντα, αλλά και έλλειψη της απαραίτητης ευαισθησίας μέρους της κοινωνίας σχετικά με την δημιουργία θορύβου.

ΘΕΣΗ

Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις του θορύβου είναι σημαντικές. Η επιβάρυνση της υγείας των ανθρώπων, η οικονομική ζημιά και η υποβάθμιση των πόλεων και της φύσης πρέπει να αφυπνίσουν την πολιτεία ώστε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες αυτής της χώρας.

Έλεγχος στην πηγή, έλεγχος κατά την διάδοση και έλεγχος στον αποδέκτη αποτελούν τη βάση μιας σωστής προληπτικής πολιτικής κατά της ηχορρύπανσης.

Πολύ σημαντική είναι και η ευαισθητοποίηση των ίδιων των πολιτών. Η σωστή ενημέρωση και η αίσθηση λειτουργίας των φορέων θα συμβάλουν στην ανάπτυξη των απαραίτητων κοινωνικών αντανακλαστικών.

ΠΡΟΤΑΣΗ

Συντονισμός υπουργείων σε κεντρικό επίπεδο.
Σωστός χωροταξικός σχεδιασμός και καθορισμός χρήσεων γης.
Σωστός κτιριοδομικός σχεδιασμός.
Έργα υποδομής πρόληψης και μείωσης θορύβου. (Σχεδιασμός που προβλέπει την χρήση ηχοαπορροφητικών υλικών, ηχοπετασμάτων και την κατάλληλη φυτοκάλυψη).
Ενεργοποίηση και συντονισμός των αρμόδιων φορέων σε τοπικό επίπεδο.
Σωστή και μόνιμη αστυνόμευση.
Ενημέρωση πολιτών με ιδιαίτερη έμφαση στα σχολεία και στους μαθητές.

Σχετικά