Στην πρόταση του Ποταμιού για την απόδοση ιθαγένειας σε ανήλικους αλλοδαπούς που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία αλλά και στην ανάγκη για μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική στο θέμα της μετανάστευσης αναφέρθηκε η ειδική αγορήτρια του Ποταμιού και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης Κατερίνα Μάρκου κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια στις Επιτροπές Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης και Παραγωγής και Εμπορίου.
Στην πρόταση του Ποταμιού για την απόδοση ιθαγένειας σε ανήλικους αλλοδαπούς που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία αλλά και στην ανάγκη για μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική στο θέμα της μετανάστευσης αναφέρθηκε η ειδική αγορήτρια του Ποταμιού και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης Κατερίνα Μάρκου κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια στις Επιτροπές Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης και Παραγωγής και Εμπορίου.
Συγκεκριμένα, το Ποτάμι, θέλοντας να διασφαλίζεται ταυτόχρονα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η απόδοση του δικαιώματος της ιθαγένειας και η κοινωνική συνοχή, κάτι που επιτυγχάνεται πολύ περισσότερο με την συμμετοχή του παιδιού στην ελληνική παιδεία, προτείνει να αυξηθούν τα χρόνια που το παιδί θα φοιτά σε σχολείο και να έχει τελειώσει το Δημοτικό, και όχι μόνο να εγγραφεί στην Α’ δημοτικού. «Η προσέγγιση αυτή δίνει την δυνατότητα να μειώσουμε την απαίτηση περί του χρόνου παραμονής των γονέων στην Ελλάδα» ανέφερε η κ. Μάρκου.
Τόνισε, ακόμα, την ανάγκη για μια ουσιαστική ένταξη των αλλοδαπών στη χώρα, μέσα από την πλήρη λειτουργία των Συμβουλίων Ένταξης στους δήμους και την ύπαρξη δημόσιων μονάδων για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας. Την ουσιαστική ένταξη, επεσήμανε, πρωτίστως πρέπει να πετύχουμε στα σχολεία μας, τον κατεξοχήν χώρο όπου δεν χωρεί καμία διάκριση. «Βέβαια, βλέπουμε σήμερα στη συγκυβέρνηση αλλά και στο κόμμα του Συριζα, τους ίδιους ανθρώπους που το 2012 υπέγραψαν πρόταση νόμου και ζητούσαν να μην πηγαίνουν τα παιδιά των αλλοδαπών στο σχολείο αν δεν χωράνε!».
Για την απόδοση ιθαγένειας σε μεγαλύτερα παιδιά και νέους που δεν γεννήθηκαν στη χώρα αλλά έχουν φοιτήσει εδώ, η κ. Μάρκου είπε ότι το να πάρουν την ιθαγένεια της χώρας όπου ζουν, μεγάλωσαν και αγαπούν, χωρίς να περάσουν τη διαδικασία ενός εξατομικευμένου τεστ ελληνικότητας, είναι θέμα πρωτίστως ηθικό.
«Η απόδοση της ιθαγένειας για τα παιδιά αυτά απλά βεβαιώνει με επίσημο τρόπο την εθνική ταυτότητα που ήδη νιώθουν πως κατέχουν. Η κοινωνία μας πρέπει να είναι ανοιχτή στα παιδιά, παιδιά που γεννήθηκαν εδώ και δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα, παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, παιδιά που μεθαύριο θα ενισχύσουν την ελληνική κοινωνία και οικονομία με την εργασία και τις ικανότητές τους» είπε στην τοποθέτησή της.
Για το θέμα της μετανάστευσης, επεσήμανε πως ο κίνδυνος δεν είναι η άλωση της εθνικής μας ταυτότητας, αφού, σε μια διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνία, η ελληνική παράδοση έχει αποδείξει πως είναι δυνατή και βαθιά ριζωμένη, αλλά η υποδοχή πληθυσμών οι οποίοι δεν θέλουν να βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν έχουν πρόθεση ένταξης, και, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της χώρας, απλά διαβιούν στο περιθώριο, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς στέγη, τροφή, περίθαλψη, χωρίς καμία προοπτική.
Μίλησε για τις πρόσφατες εικόνες ντροπής από την Κω αλλά και από τη Μυτιλήνη, όχι μόνο γιατί πλήττουν τον τουρισμό και την τοπική κοινωνία αλλά και γιατί αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο τις άθλιες πραγματικά συνθήκες υπό τις οποίες παραμένουν οι μετανάστες μέχρι να ολοκληρωθούν οι διοικητικές διατυπώσεις για την παραμονή ή την απέλασή τους, αναφερόμενη και στην επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, προς τον Πρωθυπουργό για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στα ελληνικά νησιά, μετά και από επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Λέσβο.
Η κ. Μάρκου επιφυλάχθηκε να καταθέσει ολοκληρωμένα και νομοτεχνικά διατυπωμένες τις προτάσεις του Ποταμιού στην αυριανή συζήτηση κατ’ άρθρον.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας της:
Το θέμα της απόδοσης ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών – τη λεγόμενη ‘δεύτερη γενιά’, απασχολεί συστηματικά το δημόσιο διάλογο από το 2010, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 3838, αλλάζοντας ριζικά το ισχύον δίκαιο ιθαγένειας.
Συνοπτικά, ο ν. 3838/2010 προέβλεπε την κτήση ιθαγένειας από τη γέννηση για τέκνα αλλοδαπών που γεννιούνται στην Ελλάδα και οι δύο γονείς τους διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στη χώρα επί 5 συνεχή έτη καθώς και για τέκνα αλλοδαπών που, αν και δεν είχαν γεννηθεί εδώ, είχαν ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση 6 τάξεων ελληνικού σχολείου.
Οι αντιδράσεις πολλές τότε, με αποκορύφωμα την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που κήρυξε το νόμο αντισυνταγματικό, με το σκεπτικό – μεταξύ άλλων – ότι η ιθαγένεια δεν μπορεί να αποδίδεται με την πλήρωση μόνο τυπικών προϋποθέσεων αλλά απαιτούνται και ουσιαστικά κριτήρια για τη διαπίστωση του γνήσιου δεσμού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τον οποίο επιτάσσει το Σύνταγμα.
Τα δε επιλεγέντα κριτήρια δηλαδή η νομιμότητα και διάρκεια της διαμονής των γονέων και η φοίτηση σε σχολείο θεωρήθηκαν επισφαλή διότι δεν τεκμηριώνουν – κατά την άποψη της πλειοψηφίας αλλά και σε αντίθεση με ισχυρή μειοψηφία – την ουσιαστική ένταξη στην ελληνική κοινωνία.
Βέβαια, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να προλάβει την απόφαση του ΣτΕ, αναστέλλοντας την εφαρμογή του νόμου με απλό έγγραφο (!) του τότε Αν. Υπουργού Εσωτερικών κ. Αθανασίου ήδη από τα τέλη του 2012, πράγμα πρωτοφανές και απαράδεκτο.
Το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με αυτό που είχε ετοιμάσει η προηγούμενη κυβέρνηση για το θέμα, το οποίο είχε δημοσιοποιηθεί αλλά δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή.
Προσπαθώντας να ακολουθήσει την απόφαση του ΣτΕ, προέβλεπε ο αιτών είτε να έχει ολοκληρώσει την υποχρεωτική εννεαετή εκπαίδευση σε ελληνικό σχολείο είτε να έχει φοιτήσει και στις έξι τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (γυμνάσιο και λύκειο) είτε να είναι κάτοχος απολυτηρίου ελληνικού λυκείου και να έχει αποφοιτήσει από ελληνικό ΑΕΙ ή ΤΕΙ.
Η αίτηση θα γινόταν στην ηλικία των 16 ετών, για να λάβει το παιδί την ιθαγένεια με την ενηλικίωσή του δύο χρόνια μετά.
Το σχέδιο εκείνο δεν άγγιζε καθόλου το θέμα των ανηλίκων, θέμα που θα αποτελούσε αντικείμενο νέας Επιτροπής του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.
Το σημερινό νομοσχέδιο, λοιπόν, επεκτείνοντας τις ρυθμίσεις αυτές, προσπαθεί να προσπεράσει τις αντιρρήσεις του ΣτΕ, κυρίως αυξάνοντας τον αριθμό των ετών διαμονής, απαιτώντας συγκεκριμένο τύπο άδειας διαμονής μακράς διαρκείας για τους γονείς, αυξάνοντας τα έτη εκπαίδευσης, κριτήρια που, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεωρείται ότι τεκμηριώνουν την ουσιαστική ένταξη των γονέων και του παιδιού στην ελληνική κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, είναι άγνωστο αν το ΣτΕ θα δεχθεί τα κριτήρια αυτά.
Υπάρχουν ακόμα, στο άρθρο 2, μεταβατικές διατάξεις με τις οποίες καλύπτονται οι εκκρεμείς αιτήσεις που είχαν υποβληθεί με το νόμο 3838/2010, οι οποίες εξετάζονται κατά προτεραιότητα υπό τους όρους των νέων διατάξεων, μάλιστα δε χωρίς την εκδήλωση επιθυμίας του τότε αιτούντος να επανεξεταστεί η αίτησή του. Καλώς μπαίνει αυτή η προτεραιότητα αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει υπερφόρτωση των υπηρεσιών και πρέπει να το δούμε αυτό πρακτικά.
Γενικά, αξίζει να συζητήσουμε και να ενημερωθούμε σχετικά με τη δυνατότητα του διοικητικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις του νομοσχεδίου. Ήδη υπάρχει μεγάλος φόρτος με αποτέλεσμα τεράστιες καθυστερήσεις. Υπάρχουν π.χ. εκκρεμείς αιτήσεις πολιτογράφησης επί 5 χρόνια. Εμείς θα προτείνουμε και στη συζήτηση επί των άρθρων κάποιες συγκεκριμένες παρεμβάσεις στη συγκεκριμένη διάταξη που πιστεύουμε θα βοηθήσουν στην αποδοτικότερη εφαρμογή του νόμου.
Η διαδικασία του άρθρου 1Α ορθώς τοποθετείται ανάμεσα στην αυτόματη κτήση ιθαγένειας με τη γέννηση, βάσει του δικαίου του αίματος, και την διαδικασία πολιτογράφησης, που αφορά ενηλίκους μεγαλύτερης ηλικίας που, κατά τεκμήριο, συνδέονται βιωματικά με άλλη χώρα και πρέπει πράγματι να διαπιστωθεί η ομαλή τους ένταξη στην κοινωνία. Αυτή, άλλωστε, είναι και η πρακτική που ακολουθείται σε όλη την Ευρώπη.
Βέβαια, η πολιτική ιθαγένειας της κάθε χώρας διαμορφώνεται με βάση τις ιδιαίτερες κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και τις μεταναστευτικές πιέσεις. Ενδεικτικά, όμως, θα αναφέρω ότι η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Σουηδία, όλες διαθέτουν μία ημιαυτόματη απλοποιημένη διαδικασία κτήσης της ιθαγένειας για παιδιά και νέους που έχουν γεννηθεί ή ζήσει εκεί.
Παράλληλα, βέβαια, με την όποια αλλαγή στο δίκαιο της ιθαγένειας, χρειάζεται και μια ουσιαστική πολιτική ένταξης. Να δούμε και τη δουλειά που κάνει το κράτος για να διασφαλίσει τις ευκαιρίες ένταξης, όπως την πλήρη λειτουργία των Συμβουλίων Ένταξης στους δήμους και την ύπαρξη δημόσιων μονάδων για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας.
Αναρωτιέμαι, όμως, και το θέτω υπό συζήτηση, ως ένα γενικότερο προβληματισμό: η ένταξη τελικά διαπιστώνεται από μία Επιτροπή του Υπουργείου με ερωτήσεις όπως αυτές που κάνουν στις εθνικές γιορτές οι δημοσιογράφοι και από τεστ ελληνικής γραφής και ανάγνωσης; Ή μήπως είναι κάτι που διαπιστώνεται μέσα από την καθημερινότητα, τις βιοτικές σχέσεις που αναπτύσσονται, σχέσεις φιλίας, γειτονίας, εργασίας;
Αυτή την ουσιαστική ένταξη πρωτίστως πρέπει να πετύχουμε στα σχολεία μας, τον κατεξοχήν χώρο όπου δεν χωρεί καμία διάκριση. Βέβαια, βλέπουμε σήμερα στη συγκυβέρνηση αλλά και στο κόμμα του Συριζα, τους ίδιους ανθρώπους που το 2012 υπέγραψαν πρόταση νόμου και ζητούσαν να μην πηγαίνουν τα παιδιά των αλλοδαπών στο σχολείο αν δεν χωράνε!
Εμείς συναντηθήκαμε με αυτά τα παιδιά, μεγάλοι άνθρωποι πια, εικοσιπεντάρηδες, που έχουν μετάσχει της ελληνικής παιδείας, έχουν μεγαλώσει εδώ, έχουν κτίσει τον βιοτικό τους κύκλο στην Ελλάδα από μικρή ηλικία, είτε γεννήθηκαν εδώ είτε όχι. Ξέρετε τί μας είπαν; Ότι το να πάρουν την ιθαγένεια της χώρας όπου ζουν, μεγάλωσαν και αγαπούν, χωρίς να περάσουν τη διαδικασία ενός εξατομικευμένου τεστ ελληνικότητας, είναι θέμα πρωτίστως ηθικό. Η απόδοση της ιθαγένειας για τα παιδιά αυτά απλά βεβαιώνει με επίσημο τρόπο την εθνική ταυτότητα που ήδη νιώθουν πως κατέχουν.
Πέρα όμως από την ηθική διάσταση, η έλλειψη ιθαγένειας έχει κάποιες πολύ πρακτικές συνέπειες.
Αλλοδαπός με άδεια διαμονής αντί για ιθαγένεια δεν μπορεί:
1) να εργαστεί στο Δημόσιο,
2) δεν έχει πλήρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας ούτε εδώ ούτε στην ΕΕ,
3) δεν έχει πολιτικά δικαιώματα.
Επίσης, ακόμα και σήμερα υπάρχουν διάσπαρτες ρυθμίσεις που διαχωρίζουν ημεδαπούς και αλλοδαπούς, έστω και με άδεια διαμονής π.χ. αλλοδαπός υποχρεούται να εγγραφεί στον Ιατρικό Σύλλογο αλλά δεν έχει δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα όργανα του Συλλόγου, δεν μπορεί να εγγραφεί ως δικηγόρος στο δικηγορικό σύλλογο κι ας έχει σπουδάσει εδώ, δεν δικαιούται να εργαστεί ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας ακόμα και αν έχει αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο κ.α..
Δεν μπορούμε να απαιτούμε από παιδιά που έχουν μπει στο Πανεπιστήμιο να δίνουν τεστ για να διαπιστώσουμε δήθεν αν ξέρουν να γράφουν. Αν μη τι άλλο, η κοινωνία μας πρέπει να είναι ανοιχτή στα παιδιά, παιδιά που γεννήθηκαν εδώ και δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα, παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, παιδιά που μεθαύριο θα ενισχύσουν την ελληνική κοινωνία και οικονομία με την εργασία και τις ικανότητές τους. Επίσης, έτσι δε δείχνουμε καμία εμπιστοσύνη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Θεωρούμε ότι οι ρυθμίσεις της ιθαγένειας κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε τις επιφυλάξεις μας, κυρίως ως προς το να διασφαλιστεί πρώτον, η πραγματική φοίτηση των παιδιών στα σχολεία και, δεύτερον, ότι η ιθαγένεια δε θα χρησιμοποιηθεί εργαλειακά. Επίσης, να δούμε διάφορα κενά, όπως τί γίνεται με τα παιδιά που παρακολουθούν αναγνωρισμένα ξένα σχολεία στην Ελλάδα ή που δεν έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε σχολείο λόγω αναπηρίας.
Θέλω, πάντως, να υπενθυμίσω ότι το Ποτάμι συμπεριλαμβάνει το συγκεκριμένο ζήτημα διαχρονικά στις επίσημες προτάσεις του από την αρχή.
Όπως είπα, το θέμα της ιθαγένειας συνδέεται με την εθνική πολιτική μετανάστευσης και ένταξης. Προφανώς δεν μπορεί η χώρα μας να είναι «ξέφραγο αμπέλι». Ο κίνδυνος δεν είναι η άλωση της εθνικής μας ταυτότητας. Σε μια διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνία, η ελληνική παράδοση έχει αποδείξει πως είναι δυνατή και βαθιά ριζωμένη.
Ο κίνδυνος είναι ότι δεχόμαστε πληθυσμούς οι οποίοι δεν θέλουν να βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν έχουν πρόθεση ένταξης, και, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της χώρας, απλά διαβιούν στο περιθώριο, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς στέγη, τροφή, περίθαλψη, χωρίς καμία προοπτική. Τώρα αν «λιάζονται», αν υποφέρουν ή αν τελικά «εξαφανίζονται», αυτό είναι θέμα οπτικής. Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούν να απορροφηθούν με βιώσιμο τρόπο.
Είδαμε τις πρόσφατες εικόνες από την Κω αλλά και από τη Μυτιλήνη, εικόνες ντροπής πραγματικά όχι μόνο γιατί πλήττουν τον τουρισμό και την τοπική κοινωνία αλλά και γιατί αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο τις άθλιες πραγματικά συνθήκες υπό τις οποίες παραμένουν οι μετανάστες μέχρι να ολοκληρωθούν οι διοικητικές διατυπώσεις για την παραμονή ή την απέλασή τους. Μάλιστα, ο επικεφαλής του Ποταμιού κατέθεσε σήμερα επίκαιρη ερώτηση στον Πρωθυπουργό για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στα ελληνικά νησιά, μετά και από επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Λέσβο.
Το Ποτάμι έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για το μεταναστευτικό, τονίζοντας την ανάγκη μιας εθνικής πολιτικής που θα είναι αποτέλεσμα διαβούλευσης όχι μόνο των πολιτικών και των κομμάτων αλλά των φορέων που αντιμετωπίζουν καθημερινά το πρόβλημα, τους αυτοδιοικητικούς φορείς των συνόρων, το Λιμενικό και άλλους.
Η συγκυρία είναι καλή σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ήδη είδαμε πριν λίγες ημέρες ότι η χώρα μας, μαζί με την Ιταλία, θα επωφεληθούν ενός νέου προγράμματος για τη μετεγκατάσταση 40.000 προσφύγων που έφτασαν στη χώρα μετά τις 15 Απριλίου. Φαίνεται να υπάρχει πια η συνειδητοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι το πρόβλημα δεν είναι κάθε χώρας ξεχωριστά αλλά θέλει συνολική αντιμετώπιση. Είναι, λοιπόν, η στιγμή να παρουσιάσει και η Ελλάδα τη δική της πολιτική, να διεκδικήσει δυναμικά τη συμμετοχή όλης της ευρωπαϊκής οικογένειας και να αξιοποιήσει τους διαθέσιμους πόρους για να μπορέσει ρεαλιστικά και ανθρώπινα να διαχειριστεί τη μεταναστευτική ροή.
Όσον αφορά τις αλλαγές που φέρνετε στον Κώδικα Μετανάστευσης, έχουμε κάποιες επιφυλάξεις, κυρίως όσον αφορά το θέμα των Αδειών Διαμονής για Εξαιρετικούς Λόγους, όπου ουσιαστικά αλλάζετε ολόκληρο το άρθρο, διευρύνοντας αδικαιολόγητα τις προϋποθέσεις και μάλιστα με πάγιο τρόπο, καθιερώνοντας ουσιαστικά μία «εσαεί» διαδικασία επανα-νομιμοποίησης αλλά και τις διάφορες άλλες, πάγιες ή μεταβατικές διατάξεις.
Για τις δύο Οδηγίες, ολοκληρώνεται ουσιαστικά μια διαδικασία ενσωμάτωσης που είχε ξεκινήσει από παλαιότερα. Όμως, στο θέμα της εποχικής εργασίας, μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε την ύπαρξη και αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών όσον αφορά την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στις γεωργικές και αγροτικές δραστηριότητες,
Σημαντική είναι και η διάταξη του άρθρου 10 που αφορά στο ξεμπλοκάρισμα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ένταξης, όπου βέβαια έχετε φέρει πιο περιορισμένη διάταξη από αυτήν που είχε η διαβούλευση και θέλουμε τη διαβεβαίωση ότι πράγματι θα μπορέσει να προχωρήσει η ένταξη έργων στο Πρόγραμμα. Αν δεν κάνω λάθος, η προθεσμία λήγει αυτό το μήνα.
Αλλά και με το άρθρο 12 συμφωνούμε, που λύνει ένα σημαντικό πρόβλημα για τους ομογενείς μας από την Αλβανία που έχουν λάβει ιθαγένεια, με αποτέλεσμα να χάνει το Ειδικό Δελτίο ο αλλοδαπός σύζυγος.
Δυστυχώς, ακολουθώντας τη γνωστή τακτική των προκατόχων σας, έρχεστε να κλείσετε το νομοσχέδιο με μια τελείως άσχετη διάταξη. Μιλάω, φυσικά, για το άρθρο 13 που αφορά στην ίδρυση δημόσιας ανώνυμης εταιρίας για την κατασκευή έργων φυσικού αερίου.
Εδώ πραγματικά περιμένουμε τις εξηγήσεις του αρμόδιου Υπουργού πώς δικαιολογείται η ένταξη της συγκεκριμένης διάταξης στο νομοσχέδιο αλλά και λεπτομέρειες για το ποιό σκοπό ακριβώς θα εξυπηρετήσει αυτή η εταιρεία και πως εντάσσεται στο γενικότερο ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και τις εξωτερικές της σχέσεις.
Το Ποτάμι θέλει να διασφαλίζεται ταυτόχρονα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η απόδοση του δικαιώματος και η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Αυτό πιστεύουμε ότι επιτυγχάνεται πολύ περισσότερο με την συμμετοχή του παιδιού στην ελληνική παιδεία και την ενσωμάτωση της οικογένειας του παιδιού μέσω αυτού. Μέσω της παιδείας, το παιδί θα διαμορφώσει μια ελληνική συνείδηση πολύ πιο συμπαγή απ’ ότι θα διαμόρφωνε ζώντας στο οικογενειακό του περιβάλλον και μόνο.
Γι’ αυτό και η πρότασή μας επί της αρχής είναι ότι θα πρέπει να αυξηθούν τα χρόνια που το παιδί θα φοιτά σε σχολείο – δεν αρκεί μόνο η εγγραφή του στην Α’ Δημοτικού. Εκτιμούμε ότι θα πρέπει να έχει τελειώσει το Δημοτικό. Η προσέγγιση αυτή δίνει την δυνατότητα να μειώσουμε την απαίτηση περί του χρόνου παραμονής των γονέων στην Ελλάδα. Στην κατ’ άρθρον συζήτηση θα καταθέσουμε την πλήρη διατύπωση της πρότασής μας, νομοτεχνικά επεξεργασμένη. Συνολικά, όπως είπα, αναγνωρίζουμε θετικά σημεία, έχουμε όμως και τις επιφυλάξεις μας, έχουμε επεξεργαστεί και συγκεκριμένες βελτιωτικές προτάσεις, οπότε θα περιμένουμε και τις υπόλοιπες συνεδριάσεις για να διατυπώσουμε την οριστική μας θέση στην Ολομέλεια.
*Η Κατερίνα Μάρκου είναι βουλευτής Β' Θεσσαλονίκης
9 Ιουνίου 2015