Στην συζήτηση επί της αρχής για το νομοσχέδιο που αφορά την ιθαγένεια ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας και βουλευτής επικρατείας του Ποταμιού, Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Στην συζήτηση επί της αρχής για το νομοσχέδιο που αφορά την ιθαγένεια ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας και βουλευτής επικρατείας του Ποταμιού, Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Το Ποτάμι δήλωσε από την αρχή ότι θεωρεί θετικό βήμα το νομοσχέδιο. Δηλώνουμε ευθαρσώς ότι ψηφίζουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής, τόνισε ο κ. Καρκατσούλης. Το Ποτάμι ψηφίζει το νομοσχέδιο στα περισσότερά του άρθρα και καταθέτει μια πρόταση βελτίωσης σε ένα σημείο: Παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα και έχουν τελειώσει το δημοτικό θα παίρνουν την ιθαγένεια εφόσον ο ένας γονιός είναι νόμιμα στη χώρα κατά τη γέννηση, και βεβαίως κατά τη στιγμή που το παιδί τελειώνει την 6η δημοτικού. Ιδιαίτερα επισήμανε ο κ. Καρκατσούλης, το γεγονός ότι το Ποτάμι δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τους γονείς πριν από τη γέννηση του παιδιού. Θέτει με αυτό τον τρόπο λιγότερες, αλλά ουσιαστικότερες προϋποθέσεις για την κτήση της ιθαγένειας. Προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την οργανική σχέση του παιδιού με την Ελλάδα. Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης αναφέρθηκε, επίσης, στο γεγονός ότι η κυβέρνηση είπε πολλές φορές ότι φέρνει αυτό το νομοσχέδιο «με βαριά καρδιά», ότι «αναγκάζεται να νομοθετήσει με αυτό τον τρόπο για να προσπεράσει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας». Δεν τιμά την κυβέρνηση αυτή η αμφίσημη στάση. Είναι κυβέρνηση η οποία καλείται να κυβερνήσει και να νομοθετήσει υπεύθυνα, είπε ο Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Τόνισε δε, ότι η ίδια αμφιθυμία χαρακτηρίζει και την μέχρι τώρα πορεία της διαπραγμάτευσης. Αλλά αυτή δεν είναι η ποιότητα της πολιτικής που απαιτείται από την κρισιμότητα των στιγμών. Το Ποτάμι χαιρέτησε την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε συμφωνία. Θα ήθελε, δηλαδή, είπε ο Παναγιώτης Καρκατσούλης, να μην έχουμε μια συμφωνία εξωτερικού κι άλλη μια συμφωνία εσωτερικού. Θα θέλαμε να ακούγεται η ίδια φωνή και μέσα και έξω από τη χώρα.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
παρακολούθησα τη συζήτηση γύρω από αυτό το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, ζωτικής σημασίας θέμα, που έχει να κάνει με την ιθαγένεια. Θα έλεγα ότι στην ολοκλήρωση αυτής της συζητήσεως, τα συναισθήματα που με διακατέχουν είναι αμφιθυμικά. Η πρώτη ερώτηση που μου έρχεται, και θέλω να την απευθύνω και σε σας, είναι «Κύριοι συνάδελφοι χωρούν παιχνίδια με τέτοια θέματα; Χωρούν παιχνίδια με το ζήτημα της ιθαγένειας? Χωρούν παιχνίδια με το ζήτημα της διαπραγμάτευσης?». Το Ποτάμι λέει όχι. Όχι δεν κάνουμε παιχνίδια. Το Ποτάμι δήλωσε από την αρχή της συζήτησης ότι θεωρεί θετικό το νομοσχέδιο για την απόδοση της ιθαγένειας στα παιδιά της δεύτερης γενιάς. Το είπαμε στην επιτροπή, το είπε η εισηγήτριά μας σήμερα εδώ αλλά, παρόλα αυτά, φαίνεται να εξακολουθούν κάποιοι να θέλουν να δημιουργήσουν εντυπώσεις γύρω από τη θέση του Ποταμιού. Εμείς δηλώνουμε ευθαρσώς ότι ψηφίζουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής, ψηφίζουμε το νομοσχέδιο στα περισσότερά του άρθρα. Διατυπώσαμε μια δική μας πρόταση όσον αφορά την περίπτωση του άρθρου 1α του νομοσχεδίου που αφορά τα παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ. Η διαφορά μας είναι η εξής απλή και νομίζω ότι πρέπει να την επαναλάβω, διότι και οι συνάδελφοι της κυβέρνησης έδειξαν να μην καταλαβαίνουν ακριβώς ποια είναι η δική μας πρόταση. Θα την πω λοιπόν ακόμα μια φορά όσο γίνεται πιο συνοπτικά. Η δική μας πρόταση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι η εξής απλούστατη: Εφόσον το παιδί το οποίο γεννιέται εδώ και θέλει να πάρει την ελληνική ιθαγένεια πρέπει να αποδείξει ότι έχει οργανική σχέση με την Ελλάδα και τον ελληνισμό, δηλαδή την ελληνική κουλτούρα. Αυτό το οποίο λέμε εμείς είναι ότι το παιδί πρέπει, αφενός, μεν να τελειώσει το Δημοτικό ώστε να ενταχθεί οργανικά στην ελληνική κοινωνία, και, αφετέρου, η παραμονή των γονιών του να ελέγχεται σε δύο στιγμές: Όταν γεννιέται κι όταν τελειώνει το σχολείο.
Η κυβέρνηση προτείνει ο γονέας να είναι 5 χρόνια στην Ελλάδα συνεχώς πριν γεννηθεί το παιδί. Αυτό είπαμε ότι θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την νόμιμη παραμονή του γονιού κατά τη γέννηση του παιδιού και όταν το παιδί αποφοιτήσει από το δημοτικό.
Ερωτώ: Τι από τα δύο διασφαλίζει καλύτερα την οργανική σχέση του παιδιού; Να μένουν οι γονείς του 5 χρόνια πριν να γεννηθεί εδώ συνέχεια ή να πάει στο σχολείο? Τι από τα δύο? Εμείς νομίζουμε ότι η σωστή απάντηση είναι προφανής. Η ένταξη του παιδιού θα γίνει καλύτερα αν αυτό πάει στο σχολείο και ολοκληρώσει το Δημοτικό.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν διαφωνείτε συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε η διαφωνία αυτή να περιοριστεί σ’ αυτό το θέμα μόνο. Εκείνο το οποίο, όμως, εμείς είδαμε στη συνέχεια της συζητήσεως είναι ότι υπήρχαν κι άλλα υποκρυπτόμενα θέματα. Δηλαδή, δεν είναι τόσο απλό το θέμα. Για παράδειγμα: Επικαλεστήκατε πολλές φορές, και σήμερα, και στη συζήτηση στην επιτροπή, ότι αναγκαστήκατε να φέρετε αυτό το νομοσχέδιο σε αυτή τη μορφή διότι υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και το αναφέρατε ως πρόβλημα αυτό. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έλεγε τίποτα παραπάνω από αυτό που προείπα: Ότι πρέπει να υπάρχει οργανική σχέση του αιτούντος την ιθαγένεια με την ελληνική κουλτούρα. Εσείς είπατε ότι αναγκαστήκατε. Δηλαδή δεν το πιστεύετε? Και αυτό, το «ξέρετε, αν θα μπορούσαμε θα φέρναμε ένα άλλο νομοσχέδιο…» νομίζω ότι δεν σας τιμά. Δεν είστε ένα κίνημα διαμαρτυρίας να λέτε μια άποψη η οποία να έχει την α’ ή την β’ βαρύτητα στο κοινό σας. Εδώ νομοθετείτε. Και νομοθετείτε για όλα αυτά τα παιδιά και πρέπει να νομοθετείτε υπεύθυνα. Θα σας ρωτήσω, λοιπόν, το εξής απλό: Πως φαντάζεστε την εφαρμογή αυτού του νόμου όταν εσείς οι ίδιοι νομοθετώντας ουσιαστικά λέτε ότι «το κάνω με βαριά καρδιά. Δεν το εννοούσα. Δεν ήθελα να το κάνω ακριβώς έτσι». Κατά τη γνώμη μας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι όταν κάνουμε μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή η οποία αφορά το μέλλον χιλιάδων παιδιών. Κι αυτά τα χιλιάδες παιδιά εμείς θέλουμε να ενσωματωθούνε στον εθνικό κορμό. Θέλουμε να είναι Έλληνες. Θέλουμε να είναι μαζί μας. Και πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό.
Αυτό το ανέφερα ως παράδειγμα, για να πω ότι αυτό το συναίσθημα της αμφιθυμίας με διακατέχει γενικότερα. Έχω την εντύπωση ότι αυτό που κάνετε δεν έχει την ποιότητα που απαιτούν οι στιγμές. Γιατί το ίδιο με την ιθαγένεια συμβαίνει και με τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται και βρίσκεται σ’ ένα πάρα πολύ κρίσιμο σημείο. Εμείς χαιρετήσαμε την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε συμφωνία. Θα θέλαμε αυτό να ήταν ξεκάθαρο. Δηλαδή, θα θέλαμε να μην έχουμε μια «συμφωνία εξωτερικού»- αν μου επιτρέπετε τον όρο- και μια άλλη «συμφωνία εσωτερικού». Θα θέλαμε, δηλαδή, το ίδιο ακριβώς σήμα να εκπεμπόταν και προς τα έξω και προς τα μέσα.
Θα θέλαμε επίσης πάρα πολύ αυτή η συμφωνία να μην ήταν έτσι ακριβώς όπως είναι. Να μην είναι επαχθής για την οικονομία και την κοινωνία. Αντιλαμβάνομαι ότι τα επιχειρήματα τα οποία παρουσιάσατε εδώ, τα παρουσιάσατε μονομερώς. Μονομερώς, δηλαδή, παρουσιάζετε ότι οι δανειστές είναι αυτοί που μονίμως ζητούν και λένε να επιβάλουμε όλο και πιο σκληρά μέτρα. Αυτό, χωρίς να έχω καμία απολύτως διάθεση να το αμφισβητήσω προθέσεις, σας λέω ότι το έκαναν πάντα. Οι δανειστές έκαναν το ίδιο ακριβώς πράγμα και στα προηγούμενα χρόνια. Δεν θεωρώ ότι θα έπρεπε αυτοί να νοιαστούν για πράγματα που εμείς οι ίδιοι θα έπρεπε να έχουμε κάνει. Και εδώ ερχόμαστε να ελέγξουμε τη δική σας αποτελεσματικότητα και να σας κατηγορήσουμε για ολιγωρία όσον αφορά το σχεδιασμό των πολιτικών, τον σχεδιασμό της διαπραγμάτευσης και το τελικό αποτέλεσμα. Τι εννοούμε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι μ αυτό; Εμείς πιστεύουμε ότι τα μέτρα λιτότητας για τα οποία γίνεται συνεχώς η συζήτηση, εδώ και χρόνια, εδώ και μια πενταετία, είναι μια άγονη συζήτηση. Αν, δηλαδή, τα μέτρα λιτότητας α ή β, αν αυτά που πρότεινε το mail Χαρδούβελη ή λίστα Βαρουφάκη είναι καλύτερα από κάποια άλλα τα οποία μπορεί να είναι λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα. Εμείς θεωρούμε ότι αυτή είναι μια συζήτηση – θα το πω πολύ απλά – η οποία δεν αναφέρεται στην «ταμπακιέρα». Δεν αναφέρεται στην ουσία του προβλήματος. Και θα έλεγα, χωρίς καμία περιστροφή, ότι η ουσία του προβλήματος έχει να κάνει με τις μεταρρυθμίσεις. Σας ερωτώ: Θα ήμασταν σήμερα σε αυτή την κατάσταση, εάν είχαν προηγηθεί μεταρρυθμίσεις? Αν, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι κυβέρνησαν τα προηγούμενα 5 χρόνια, είχαν προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις αποτελεσματικά και με τόλμη, θα ήμασταν σήμερα σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που είμαστε? Δεν εννοώ με αυτό βεβαίως, ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει ευθύνες – αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Εννοώ, ότι οι προηγούμενοι με τα χίλια ζόρια προώθησαν κάποιες μεταρρυθμίσεις φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα το οποίο ήταν πολύ λίγο κι ήλθε πολύ αργά. Υπήρξαν σημειακές μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις σε ορισμένα σημεία. Υπήρξε, επίσης, μια οριακή ανάταξη της οικονομίας η οποία όμως μπροστά στο κομματικό συμφέρον παρακάμφθηκε.
Έχουμε όμως και την νέα κυβέρνηση. Την νέα κυβέρνηση η οποία ήλθε διατρανώνοντας τη θέλησή της ότι θα αλλάξει αυτή την πολιτική και θα προτείνει νέα μέτρα, νέες μεταρρυθμίσεις, αλλαγές τις οποίες έχει ανάγκη ο τόπος. Αντ’ αυτών είδαμε μια λίστα φόρων. Αυτή η λίστα φόρων, το γνωρίζετε κι εσείς, το γνωρίζουμε κι εμείς και το σύνολο του ελληνικού λαού οδηγούν σε εξουθένωση την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία. Που είναι οι μεταρρυθμίσεις? Θα αναφέρω χάριν παραδείγματος: Θα είχατε κάνει μεταρρύθμιση, εάν ξεκινώντας τη διακυβέρνηση αποφασίζατε να μειώσετε τις δομές, για παράδειγμα, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Υπάρχουν 281 δομές εντός υπουργείου, 62 δομές σε κάθε αποκεντρωμένη διοίκηση, 461 δημόσια νομικά πρόσωπα και 93 περιφερειακές υπηρεσίες. Πέραν αυτών, μία δομή σε κάθε δήμο και πέντε δομές σε κάθε περιφέρεια. Πέστε μου σας παρακαλώ, γι’ αυτές τις δομές, πόσο δημόσιο χρήμα καταναλώνουν για τη συντήρησή τους. Τι παράγουν και ποιές είναι οι δευτερογενείς επιπτώσεις τους στο σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας. Χρειαζόμαστε όλες αυτές τις δομές? Χρειαζόμαστε, για παράδειγμα, το Υπουργείο Υγείας να εποπτεύει 312 δημόσια νομικά πρόσωπα, εκ των οποίων μόνο τα 176 εξ αυτών είναι φορείς γενικής κυβέρνησης; Μόνο 163 είναι νοσοκομεία. Τα υπόλοιπα μπορείτε να μου πείτε τι είναι? Από αυτά, 76, τα οποία ουδείς γνωρίζει ακριβώς τι κάνουν, είχαν επιχορηγηθεί μέσα στην κρίση με 130.102.244 ευρώ. Με αυτά πότε θα ασχοληθείτε? Αυτά δεν έπρεπε από την αρχή να είναι η κεντρική σας μέριμνα? Δεν έπρεπε από την αρχή να προωθήσετε, εσείς ως κυβέρνηση, αυτές τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις? Πως θα πατάξετε το πελατειακό κράτος; Βεβαίως, αυτό οικοδομήθηκε στις δεκαετίες που πέρασαν από τα κόμματα τα οποία κυβέρνησαν επί δεκαετίες. Εσείς, όμως, τι ακριβώς κάνετε? Το συντηρείτε? Παίζετε πάνω σ’ αυτό? Γιατί ολιγωρείται? Και γιατί σπεύδετε να τοποθετείτε τους δικούς σας ανθρώπους με αυστηρά κομματικά κριτήρια στις κρατικές θέσεις και μάλιστα επαίρεστε γι αυτό?
Αυτό το οποίο θέλω να πω ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή μου επί της αρχής είναι: Το Ποτάμι ήρθε στην πολιτική σκηνή προσπαθώντας να κάνει δύο πράγματα. Αφενός, να μιλήσει με τη γλώσσα της λογικής και, αφετέρου, να δείξει το δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Να επιμείνει στις μεταρρυθμίσεις. Εμείς δηλώσαμε ότι θα στηρίξουμε την κυβέρνηση στην προσπάθεια που κάνει να μείνει η χώρα εντός ευρώ. Κατηγορηθήκαμε γι αυτό ως βασιλικότεροι του βασιλέως, και μάλιστα από εσάς τους ίδιους, τους συναδέλφους της κυβέρνησης. Εμείς, όμως, όταν λέγαμε ότι προέχει να αποφευχθεί η ρήξη, εννοούσαμε να αποφευχθεί η πιθανότητα η Ελλάδα να οδηγηθεί στη χρεωκοπία και στο παρελθόν. Εσείς φλερτάρετε δυστυχώς με το παρελθόν. Και αυτό που θέλουμε να σας πούμε, έστω και την ύστατη στιγμή, είναι να προχωρήστε, να κλείσετε τη συμφωνία και να πάμε στα ουσιώδη: Είτε αυτά έχουν να κάνουν με τη διαπραγμάτευση είτε έχουν με το πολύ σοβαρό θέμα της ιθαγένειας. Σας ευχαριστώ πολύ.
*Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι βουλευτής Επικρατείας
25 Ιουνίου 2015