Η εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης πολιτικής καταγραφής και διαχείρισης των εκτάσεων που μπορούν να βοσκηθούν είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, ιδίως στην τρέχουσα δύσκολη συγκυρία για την ελληνική πρωτογενή παραγωγή.
Την ανάγκη ένταξης της πολιτικής για τα βοσκοτόπια σε ένα εθνικό σχέδιο για τη βιώσιμη κτηνοτροφική δραστηριότητα, που θα παρέχει κατευθύνσεις στους κτηνοτρόφους για το είδος της εκμετάλλευσης και των ζώων, θα προωθεί, π.χ. την καλλιέργεια ψυχανθών για τη διατροφή των ζώων, που θα αγγίζει, όμως, και τα θέματα της κτηνοτροφικής εκπαίδευσης, της παροχής επιστημονικής συνδρομής στον κτηνοτρόφο, αλλά και της καλύτερης οργάνωσης της παραγωγής επεσήμανε, μιλώντας στην Ολομέλεια, η ειδική αγορήτρια του Ποταμιού και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης, Κατερίνα Μάρκου, αλλιώς, όπως είπε, γυρνάμε στις εποχές του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Τόνισε, ότι η ανάγκη ρύθμισης του θέματος των βοσκήσιμων γαιών είναι άμεση και υπαρκτή, όμως, η παρέμβαση που επιχειρείται είναι περιορισμένη ως προς το εύρος της, αναντίστοιχη με τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος και απογοητευτική μετά από τόσους μήνες καθυστέρηση, ενώ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι με την κατάθεση τόσων άσχετων τροπολογιών στο νομοσχέδιο, υιοθετεί τις απαράδεκτες νομοθετικές πρακτικές που χρόνια κατηγορούσε.
Παρά τη θετική ψήφο επί της αρχής, τόνισε ότι «περιμένουμε άμεσα να δούμε από εσάς την έγκαιρη ολοκλήρωση των σχεδίων, την τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων με τις υπουργικές αποφάσεις και την άμεση καταβολή των ενισχύσεων στους κτηνοτρόφους και στους αγρότες».
Δείτε το βίντεο της ομιλίας:
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Η εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης πολιτικής καταγραφής και διαχείρισης των εκτάσεων που μπορούν να βοσκηθούν είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, ιδίως στην τρέχουσα δύσκολη συγκυρία για την ελληνική πρωτογενή παραγωγή.
Πρώτον, για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας ως παραγωγικού κλάδου της οικονομίας. Η βόσκηση συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, όπως και στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων με ιδιαίτερα γνωρίσματα που προκύπτουν από την τροφή των ζώων, σύμφωνα και με τις διεθνείς τάσεις που έχουν διαμορφωθεί στη ζήτηση των ζωικών προϊόντων.
Δεύτερον, για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στις περιοχές όπου εφαρμόζεται λελογισμένα και με σχέδιο. Είναι πλέον αποδεκτή και επιστημονικά αποδεδειγμένη η συμβολή της βόσκησης στην διατήρηση και προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων, την προστασία ειδών και ενδιαιτημάτων άλλα και στην προστασία από τις πυρκαγιές, μέσω της απομάκρυνσης της ξηρής βιομάζας.
Τρίτον, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής: Οι βοσκότοποι αποτελούν μία από τις 3 Περιφέρειες της νέας ΚΑΠ, ενώ η σύνδεση των ζώων με βοσκότοπο αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της Βασικής Ενίσχυσης για τους κτηνοτρόφους.
Αυτές οι τρεις ωφέλειες ή στόχοι δεν είναι επιθυμητό να προωθούνται ο ένας σε βάρος του άλλου: Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε όλη τη χώρα σε βοσκήσιμη έκταση για να παίρνουμε τις επιδοτήσεις, δεν μπορούμε να καταργήσουμε εντελώς τη βοσκή για να προστατεύσουμε το φυσικό περιβάλλον.
Βασική στόχευση πρέπει να είναι η αειφόρος διαχείριση ενός πολύτιμου φυσικού πόρου, ίσως του μεγαλύτερου ανανεώσιμου φυσικού πόρου που διαθέτει η χώρα μας.
Δυστυχώς, όσο παραδοσιακή είναι η βόσκηση, άλλο τόσο «παραδοσιακή» είναι και η αδυναμία του ελληνικού κράτους να θέσει όρους και κανόνες στη δραστηριότητα αυτή ώστε να χρησιμεύει η βόσκηση ως ένα εργαλείο για τον κτηνοτρόφο χωρίς παράλληλα να δημιουργούνται ανεπιθύμητες συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον.
Εξίσου μεγάλη είναι και η αδυναμία των κυβερνήσεων να επικοινωνήσουν στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις ιδιαιτερότητες των ελληνικών βοσκοτόπων, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε λύσεις – μπαλώματα και να καλείται η χώρα να καταβάλει πρόστιμα άνω του ενός δις ευρώ για λανθασμένους χειρισμούς και καθυστερήσεις!
Το πρώτο και βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε που επιτρέπεται η βόσκηση.
Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των βοσκήσιμων γαιών στη χώρα μας, ούτε έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε πώς προσδιορίζονται αυτές.
Η ερμηνεία που δίνει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης διαφέρει από αυτή του Υπουργείου Περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να μην έχουμε ακόμα και σήμερα σαφή εικόνα για την έκταση των βοσκοτόπων. Διαφορετικές προσεγγίσεις οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Επιχειρείτε να δώσετε τον ορισμό των βοσκήσιμων γαιών στο άρθρο 1, που ως ένα βαθμό ταυτίζετε με τον ορισμό των δασών και δασικών εκτάσεων. Σας το είχαμε πει στην Επιτροπή και επιβεβαιώνεται και από την Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Την ίδια στιγμή, παραμένουν σε ισχύ διατάξεις και νομοθεσία που μιλάει για βοσκοτόπους, όπως άλλωστε και η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μετά μας λέτε ότι ο προορισμός των γαιών δεν μεταβάλλεται από τον ορισμό.
Στη συνέχεια, στο άρθρο 2, καταγράφετε - λέτε - τις βοσκήσιμες γαίες αλλά η καταγραφή δεν επηρεάζει την αποτύπωση, προστασία και διαχείριση. Στο άρθρο 8, μιλάτε για αποτύπωση αλλά με τρόπο αποφατικό, μας λέτε ποιες εκτάσεις εξαιρούνται.
Όλο αυτό το «γαϊτανάκι» ρυθμίσεων, προφανώς για να μην φανεί ότι επιχειρείτε να αποχαρακτηρίσετε δασικές εκτάσεις ή να θίξετε δικαιώματα, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στην εφαρμογή. Δεν μπορείτε να κρύβεστε πίσω από ασαφείς διατυπώσεις για να αποφύγετε σήμερα τις συγκρούσεις και να δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα μεθαύριο όταν θα έρθουν να εφαρμοστούν τα όσα ορίζει το νομοσχέδιο.
Η βόσκηση είναι ξεκάθαρα ένα εργαλείο διαχείρισης της αειφορίας. Η αντιπαλότητα μεταξύ περιβάλλοντος και κτηνοτροφίας είναι ως ένα βαθμό τεχνητή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να προχωρήσετε άμεσα με τα διαχειριστικά, να συνεργαστείτε και με το Υπουργείο Περιβάλλοντος για να ολοκληρωθούν και οι δασικοί χάρτες και να απαλλάξετε τους κτηνοτρόφους από αυτή τη διαμάχη ανάμεσα στα δύο Υπουργεία που δεν τους αφορά.
Δεν αναφέρεστε καθόλου, επίσης, στο μείζον θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των βοσκήσιμων γαιών, ιδίως όσον αφορά τις εκκλησιαστικές γαίες, όπου πολλές περιοχές παραμένουν αμφισβητούμενες, δημιουργώντας δυσκολίες στους κτηνοτρόφους. Κάνουμε μία συζήτηση χωρίς να έχει ολοκληρωθεί το κτηματολόγιο που θα προσδιορίσει και τις χρήσεις γης ανά Περιφέρεια.
Δημιουργείται μια βάση δεδομένων η οποία “καταγράφει για τις ανάγκες εφαρμογής εθνικών και ενωσιακών προγραμμάτων” και πετάει το μπαλάκι στις Περιφέρειες να βρει η καθεμία τις βοσκήσιμες εκτάσεις της, που ανήκουν και να τις διαχειριστεί.
Εν πάσει περιπτώσει, επιχειρείται ένας ορισμός που είναι το πρώτο βήμα.
Το δεύτερο είναι, φυσικά, η διαχείριση, δηλαδή η διαρκής παρακολούθηση, η κατάταξη με βάση τη βοσκοϊκανότητα και τη βοσκοφόρτωση της κάθε περιοχής, η παροχή κατευθύνσεων στους κτηνοτρόφους για επιλογή ζώων με βάση τη βλάστηση της περιοχής, η βελτίωση των υποδομών κ.α.
Εδώ η βασικότερη αλλαγή από το προηγούμενο καθεστώς που εισάγετε είναι η μεταφορά της προσόδου από τη μίσθωση των βοσκοτόπων από τους δήμους στις Περιφέρειες. Ακόμα δεν μας έχετε διευκρινίσει τους λόγους και τις δυσλειτουργίες που διαπιστώσατε και σας οδήγησαν να αποψιλώσετε ακόμα έναν πόρο από τους δήμους, με τόση προχειρότητα και χωρίς να προηγηθεί η στοιχειώδης δημόσια διαβούλευση.
Η κατανομή αρμοδιοτήτων που κάνετε μεταξύ Περιφερειών, Περιφερειακών Ενοτήτων, Δήμων και Αποκεντρωμένης είναι τελείως ασαφής, όπως ασαφής παραμένει και η σχέση των διαχειριστικών σχεδίων τόσο μεταξύ τους όσο και με τα υπόλοιπα σχέδια και ειδικά καθεστώτα που ισχύουν σε μία περιοχή.
Το θέμα, φυσικά, δεν είναι απλά να μεταφέρουμε αρμοδιότητες από τον ένα στον άλλο αλλά να δούμε με ποιόν τρόπο θα βελτιώσουμε ουσιαστικά τη διαδικασία παραχώρησης για βόσκηση.
Εν τω μεταξύ, έχουν ένα δίκιο και οι κτηνοτρόφοι που λένε ότι με το νομοσχέδιο αποκλείονται από τις διαδικασίες διαχείρισης και κατανομής, την ίδια στιγμή που επιβαρύνονται με τα κόστη της διαδικασίας. Μάλιστα, χάνουν και τα δικαιώματά τους αν δεν φροντίσει η αρμόδια Υπηρεσία να εκπονήσει εγκαίρως το διαχειριστικό σχέδιο.
Ο κτηνοτρόφος δεν είναι εχθρός ούτε του βοσκοτόπου, ούτε του κράτους. Αντιθέτως, πρέπει να είναι ο θεματοφύλακας του βοσκοτόπου του, να είναι κεντρικό πρόσωπο στον όποιο σχεδιασμό.
Για παράδειγμα, το κοινόχρηστο σύστημα διαχείρισης του βοσκοτόπου, με ζώα από διαφορετικές εκμεταλλεύσεις να βόσκουν στην ίδια περιοχή, σε συνδυασμό με την αλλαγή το βοσκοτόπου κάθε χρόνο ή κάθε τρία χρόνια, λειτουργεί ως αντικίνητρο για τον κτηνοτρόφο να επενδύσει στην περιοχή του, να φτιάξει κάποια έργα, να φροντίσει για την υπερβόσκηση.
Γι αυτό και πρότεινα τη μακροχρόνια απόδοση των βοσκοτόπων, κατά προτίμηση γύρω από την εκμετάλλευση, αλλά και το χωρισμό σε κτηνοτροφικές ζώνες, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις διαχείρισης και προστασίας για τους κτηνοτρόφους, ώστε να ξέρει ο κάθε κτηνοτρόφος ποιό είναι το κομμάτι του.
Με μεγάλη ικανοποίηση, είδαμε ότι ο Υπουργός υιοθέτησε την πρότασή μας για να δοθεί προτεραιότητα στις σπάνιες αυτόχθονες φυλές κατά τη διανομή των βοσκοτόπων και τον ευχαριστούμε γι αυτό.
Πέρα από τη διατήρηση της γενετικής κληρονομιάς των ελληνικών κτηνοτροφικών ζώων, που είναι από μόνος του ένας αξιόλογος και σημαντικός στόχος στο πλαίσιο και της βιοποικιλότητας, οι φυλές αυτές, μοναδικές στη χώρα μας, αποτελούν και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την ελληνική κτηνοτροφία. Μιλάμε για ζώα που είναι προσαρμοσμένα στο ελληνικό περιβάλλον, που η ανατροφή τους χρειάζεται ελάχιστες παρεμβάσεις και που μπορούν να αξιοποιήσουν τις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές.
Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται και η σημασία του βοσκότοπου, όχι μόνο στο πλαίσιο της επιλεξιμότητας, που όπως είπα είναι σημαντική και τη θέλουμε και τη στηρίζουμε. Αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφίας και ως συγκριτικό πλεονέκτημα.
Άλλο σημείο που χρήζει βελτιώσεων είναι η διαδικασία εκπόνησης των διαχειριστικών σχεδίων. Θα μπορούσε να εισαχθεί ρητά απαίτηση για δημόσια διαβούλευση επί των σχεδίων ή έστω μια διαδικασία ενστάσεων ώστε να υπάρχει και ο απαραίτητος κοινωνικός έλεγχος. Να θυμίσω πως ανάλογη διαδικασία ισχύει για όλα τα διαχειριστικά σχέδια.
Επιπλέον, το νομοσχέδιο δεν διασφαλίζει καθόλου την προοπτική ένταξης νέων κτηνοτρόφων στα δικαιώματα ή και διεύρυνσης των υφιστάμενων εκμεταλλεύσεων με νέα ζώα.
Τέλος, πρέπει και μέσα από το παρόν νομοσχέδιο να διασφαλιστεί ότι η απόδοση βοσκήσιμης γαίας θα συνδέεται με την πραγματική παρουσία και βόσκηση της περιοχής. Όχι να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα παράδοξα που δημιούργησε η τεχνική λύση του Μαΐου, την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θα εξακολουθήσετε να εφαρμόζετε μέχρι να ολοκληρωθούν τα σχέδια διαχείρισης. Δεν μας είπατε αν θα διορθώσετε όμως τα προβλήματα. Απλά μας καλείτε να επικυρώσουμε τα δικά σας λάθη, που και ο ίδιος έχετε παραδεχτεί, υπό την πίεση της κατανομής των επιδοτήσεων.
Δυστυχώς, το κύριο μέλημα που διατρέχει το νομοσχέδιο είναι η επιλεξιμότητα στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ και μάλιστα με ορίζοντα την καταβολή των ενισχύσεων μέσα στο Δεκέμβριο, ίσως για να «χρυσώσετε» το χάπι για τα σκληρά μέτρα που έρχονται!
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία των επιδοτήσεων για τη χρηματοδότηση και στήριξη του κτηνοτροφικού τομέα, ενόψει και των σημαντικών προστίμων που έχουν επιβληθεί στη χώρα μας από τα ευρωπαϊκά όργανα για το λόγο αυτό, δεν είναι δυνατόν το όραμα του Υπουργείου να εξαντλείται στην επιλεξιμότητα!
Το νομοσχέδιο αυτό είναι πρωτίστως μια ευκαιρία να δούμε τον τομέα της κτηνοτροφίας ως έναν κλάδο της οικονομίας που έχει ακόμα σημαντικό απραγματοποίητο δυναμικό.
Η κτηνοτροφία εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μόλις το 30% της συνολικής αγροτικής παραγωγής, ο αριθμός των ζώων που εκτρέφονται έχει μειωθεί δραματικά τις προηγούμενες δεκαετίες με αποτέλεσμα να μειώνεται και η επάρκεια της χώρας μας σε ζωικά προϊόντα. Μέσα σε μία τετραετία, από το 2007 ως το 2010, το σύνολο του εργατικού δυναμικού στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκε κατά 27%. Αυτή η πορεία μπορεί και πρέπει να αντιστραφεί.
Η πολιτική για τα βοσκοτόπια πρέπει να εντάσσεται σε ένα γενικότερο εθνικό σχέδιο για την βιώσιμη κτηνοτροφική δραστηριότητα. Ένα σχέδιο που θα παρέχει κατευθύνσεις στους κτηνοτρόφους για το είδος της εκμετάλλευσης και των ζώων, ένα σχέδιο που θα προωθεί, για παράδειγμα, την καλλιέργεια ψυχανθών για τη διατροφή των ζώων, ένα σχέδιο που θα φροντίζει για την ανάπαυση των βοσκοτόπων, που θα αγγίζει, όμως, και τα θέματα της κτηνοτροφικής εκπαίδευσης, της παροχής επιστημονικής συνδρομής στον κτηνοτρόφο αλλά και της καλύτερης οργάνωσης της παραγωγής. Αλλιώς, γυρνάμε στις εποχές του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Θέλω, λοιπόν, να σας ρωτήσω ποια είναι τελικά η πρόθεσή σας, το σχέδιό σας για τους βοσκοτόπους, όπως αποτυπώνεται και στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Είναι απλά να κάνουμε ένα χάρτη με τις εκτάσεις, να τις μοιράζουμε γενικά στους κτηνοτρόφους ίσα ίσα για τις επιδοτήσεις και έχει ο θεός: Μετά από 12 μήνες χωρίς νομοθετικό έργο, αυτή είναι η φιλοδοξία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης:
Ή υπάρχει μια εθνική στρατηγική ή σχέδιο για τα βοσκοτόπια: Μία στρατηγική που θα συνδέει όλα αυτά τα προσωρινά και οριστικά διαχειριστικά σχέδια βόσκησης ανά την Επικράτεια και που θα παρέχει κατευθύνσεις για την ενεργή προστασία, ανανέωση και διαχείριση των βοσκοτόπων:
Συνολικά, η ανάγκη που έρχεται να καλύψει το νομοσχέδιο είναι επιτακτική και παρούσα και οι προθέσεις σας είναι θετικές.
Όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η παρέμβαση που επιχειρείται είναι περιορισμένη ως προς το εύρος της, αναντίστοιχη με τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος και απογοητευτική μετά από τόσους μήνες καθυστέρηση.
Ούτε βέβαια, μπορούμε να παραβλέψουμε τις 15 τελείως άσχετες τροπολογίες που έχετε καταθέσει μέχρι στιγμής στο νομοσχέδιο – και έπονται και άλλες. Συνεχίζετε επάξια στη λογική της προηγούμενης περιόδου αλλά και των προηγούμενων κυβερνήσεων, υιοθετώντας τις απαράδεκτες νομοθετικές πρακτικές που χρόνια κατηγορούσατε. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι θα έρθουν οι Υπουργοί να τις υποστηρίξουν.
Θα υπερψηφίσουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής, με την προειδοποίηση όμως ότι περιμένουμε άμεσα να δούμε από εσάς την έγκαιρη ολοκλήρωση των σχεδίων, την τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων με τις υπουργικές αποφάσεις και την άμεση καταβολή των ενισχύσεων στους κτηνοτρόφους και στους αγρότες.
Κατερίνα Μάρκου - Β' Θεσσαλονίκης