Στη Διαρκή Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων μίλησε ο Κοιν. Εκπρόσωπος του Ποταμιού Σπ. Δανέλλης
Στη Διαρκή Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων μίλησε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Ποταμιού Σπύρος Δανέλλης, σε ειδική συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε για την ενημέρωση των σπουδαστών της Σχολής Εθνικής Άμυνας, για τα εθνικά θέματα.
Ο Βουλευτής του Ποταμιού υποστήριξε πως η χώρα μας ως παραμεθόριος χώρα της Ε.Ε. και με γνωστά προβλήματα κακής γειτονίας, που λίγες Ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν, καλείται να αντεπεξέλθει σε ένα νέο διεθνές περιβάλλον, από το οποίο απουσιάζουν πολλές από τις σταθερές του παρελθόντος, καθώς η αβεβαιότητα, η επισφάλεια και ο ανορθολογισμός χαρακτηρίζουν τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα.
Σχετικά με την ένταση που επικρατεί στις ελληνο – τουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, ο Βουλευτής Ηρακλείου τόνισε, πως είναι απαραίτητο να γίνει κοινή πεποίθηση ότι η αποφασιστικότητά μας πρέπει να διακρίνεται από ψυχραιμία, σύνεση, νηφαλιότητα και αυτοπεποίθηση, αφού κάθε απάντησή μας στο γήπεδό τους, δηλαδή της πρόκλησης επικοινωνιακού χαρακτήρα εντυπώσεων θα είναι σε όφελος της Τουρκίας.
«Τον Ερντογάν τον συμφέρει να εξωτερικεύσει την κρίση, γιατί παρά την φαινομενική παντοδυναμία του, μετά το πραξικόπημα του Ιουνίου, αλλά και τις απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις, η οικονομική πραγματικότητα της Τουρκίας, δημιουργεί συνθήκες εσωτερικής αστάθειας. Επιπλέον, η τουρκική ηγεσία βρίσκεται σε μια περίοδο αναπροσαρμογής των εθνικών της επιδιώξεων, δεδομένων των μη θετικών για αυτήν εξελίξεων στο κουρδικό, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να πιέσει προς τα δυτικά, για όσες απώλειες διαβλέπει πως θα έχει από τα ανατολικά της. Έτσι επιζητά με κάθε τρόπο την κλιμάκωση της έντασης.» είπε χαρακτηριστικά.
Ο Σπύρος Δανέλλης επεσήμανε, πως η Ελλάδα προκειμένου να προωθήσει τα εθνικά της θέματα, πρέπει να αξιοποιήσει τη θέση της στους υπερεθνικούς οργανισμούς, δηλαδή στην Ε.Ε., αλλά και στο ΝΑΤΟ, τονίζοντας σταθερά πως η συμμετοχή της, δεν έχει μόνο υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα, ενώ παράλληλα πρέπει να προχωρήσει προς μια ουσιαστική και ρεαλιστική αναδιάρθρωση της δομής και οργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων.
«Χωρίς ισχυρές, εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι δύσκολο οποιαδήποτε χώρα να ασκήσει επιτυχημένη εξωτερική πολιτική και να υποστηρίξει τα εθνικά της συμφέροντα, εξασφαλίζοντας παράλληλα συνθήκες ασφάλειας για την ευημερία του λαού της.»
Επιπλέον επανέφερε την πρόταση του Ποταμιού για την ανάγκη δημιουργίας ενός Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που θα επικουρεί την εκάστοτε Κυβέρνηση στα πολύ δύσκολα και κρίσιμα ζητήματα χάραξης εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.
Κλείνοντας, αναφερόμενος στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. τόνισε πως δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κυριαρχήσει η αυταπάτη της επιστροφής στην «ασφάλεια» του έθνους - κράτους ή να αφεθούμε στα σχέδια που απεργάζονται κάποιοι, για μια «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων», που δεν είναι παρά ο ευφημισμός μιας κατακερματισμένης Ευρώπης, με αμελητέο βάρος και κύρος σε πλανητικό επίπεδο.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Η χώρα μας, ως παραμεθόριος χώρα της Ε.Ε. και με γνωστά προβλήματα κακής γειτονίας, που λίγες Ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν, καλείται να ανταπεξέλθει σε ένα νέο διεθνές περιβάλλον, από το οποίο απουσιάζουν πολλές από τις σταθερές, που για χρόνια είχαμε συνηθίσει.
Πρόκειται για ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει πολύ γρήγορα, έναν περιβάλλον που μοιάζει να επανασχεδιάζεται και που δεν θα ήταν ακραίο να πω, πως τείνει να ομοιάσει επικίνδυνα με ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, που όλοι ωστόσο θα θέλαμε να είχαμε αφήσει πίσω μας.
Αβεβαιότητα, επισφάλεια και ανορθολογισμός χαρακτηρίζουν τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα.
Αυξημένοι εξωτερικοί κίνδυνοι, απειλές και προκλήσεις στην περιφέρεια της Ε.Ε. – και μάλιστα πολύ κοντά στα εξωτερικά σύνορά της - από την Ουκρανία μέχρι την Συρία απαιτούν σοβαρή και ενιαία διαχείριση αυτών των εστιών ανάφλεξης, από πλευράς της Ένωσης.
Απόρροια των προαναφερθεισών εστιών πολέμου αποτελούν και οι αυξημένες προσφυγικού Σπύρος Δανέλλης, ενημερώνοντας τους τουςσπουδαστές της τια χώρα όπως η δική μας, που βρίσκεται εν μέσω μιας παρατεταμένης, διαλυτικής οικονομικής κρίσης.
Ο συνδυασμός των προσφυγικών - μεταναστευτικών ροών, με την αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων στην καρδιά της Ευρώπης, δημιουργεί επιπλέον ένα εκρηκτικό και δύσκολα διαχειρίσιμο μίγμα, που οξύνει την ισλαμοφοβία και εντείνει τις ευρωπαϊκές φωνές που απαιτούν την περιχαράκωση στα παλαιά εθνικά σύνορα.
Επιπροσθέτως, καλούμαστε να διαχειριστούμε τη Ρωσία του Πούτιν.
Δηλαδή ενός ασταθούς διεθνούς παίχτη, ενός παίχτη σχεδόν ολοκληρωτικά απρόθυμου να συνεργαστεί με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ σε ένα κοινό καμβά ιδεών, συναντιλήψεων και από κοινού σχεδιασμένων διεθνών δράσεων.
Αλλά και η ίδια η προεδρία του Donald Trump, συνιστά παράγοντα αποσταθεροποίησης, δεδομένου ότι είναι πλέον διακριτή η πρόθεσή του, να αναμιχθεί λιγότερο από ό,τι οι προκάτοχοί του, σε θέματα ασφάλειας της Ε.Ε.
Για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια οι ΗΠΑ βρίσκονται απέναντι από την Ευρώπη.
Και για πρώτη φορά αμφισβητούν την σχέση τους με το ΝΑΤΟ.
Αλλά και στα καθ’ ημάς, το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε την κλιμάκωση της έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, με την εντεινόμενη αδιαλλαξία του Ερντογάν, ο οποίος φαίνεται να μοιράζεται παρεμφερείς ιδεολογικο-πολιτικές απόψεις με τους δύο προαναφερόμενους ηγέτες.
Ηγέτες με κοινά χαρακτηριστικά, μετα-δημαγωγίας, αυταρχισμού και απέχθειας σε κάθε έννοια θεσμικού ελέγχου, σε κάθε αντίθετη φωνή.
Αφορμή αυτής της κλιμάκωσης στις διμερείς μας σχέσεις το τελευταίο διάστημα, αποτελεί η απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης για τη μη έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών στη χώρα τους.
Και λέω αφορμή, γιατί όσο ο Ερντογάν βλέπει πως πλησιάζει προς το δημοψήφισμα που ο ίδιος έχει εξαγγείλει και πως οι θέσεις του για μεγάλης έκτασης συνταγματική αναθεώρηση δεν έχουν την απήχηση που ανέμενε, επενδύει στην εξωτερίκευση του προβλήματός του, προκαλώντας μια κρίση με την Ελλάδα.
Τον συμφέρει επιπλέον να εξωτερικεύσει την κρίση, γιατί παρά την φαινομενική παντοδυναμία του, μετά το πραξικόπημα του Ιουνίου, αλλά και τις απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις, η οικονομική πραγματικότητα της Τουρκίας, δημιουργεί συνθήκες εσωτερικής αστάθειας.
Επιπλέον, η τουρκική ηγεσία βρίσκεται σε μια περίοδο αναπροσαρμογής των εθνικών της επιδιώξεων, δεδομένων των μη θετικών για αυτήν εξελίξεων στο κουρδικό, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να πιέσει προς τα δυτικά, για όσες απώλειες διαβλέπει πως θα έχει από τα ανατολικά της.
Πρέπει να γίνει κοινή πεποίθηση ότι η αποφασιστικότητά μας πρέπει να διακρίνεται από ψυχραιμία, σύνεση, νηφαλιότητα και αυτοπεποίθηση.
Κάθε απάντησή μας στο γήπεδό τους, δηλαδή της πρόκλησης επικοινωνιακού χαρακτήρα εντυπώσεων, θα είναι σε όφελος της Τουρκίας.
Και αυτό, όχι μόνο γιατί η τελευταία επιζητά με κάθε τρόπο την κλιμάκωση της έντασης, αλλά και γιατί κινδυνεύουμε να εξομοιωθούμε στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης.
Εξάλλου, το εθνικό μας δίκαιο συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο και για αυτό δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.
Για αυτό πρέπει να αξιοποιήσουμε τη θέση μας στους υπερεθνικούς οργανισμούς, δηλαδή στην Ε.Ε., αλλά και στο ΝΑΤΟ, τονίζοντας σταθερά πως η συμμετοχή μας, δεν έχει μόνο υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα.
Και έχουμε να εκμεταλλευτούμε πολλά από την προνομιακή μας σχέση, καταρχάς με την Ε.Ε.
Μια Ένωση η οποία βεβαίως μετά τον Ιούνιο του 2016 και το Brexit, δεν είναι πια η ίδια.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο οπτικές για το γεγονός αυτό.
Η μια, η απαισιόδοξη, είναι πως το Brexit αποτελεί μια απροσδιορίστου κόστους πληγή, μια μεγάλη ήττα στην εποποιία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η άλλη, στην οποία οφείλουμε όλοι να επιμείνουμε, μιλάει για τη μετατροπή της κρίσης αυτής, σε ευκαιρία.
Η Ευρώπη δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα της αδράνειας και της εσωστρέφειας.
Και σε αυτό το πλαίσιο, είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο το σημαντικό βήμα, που ανέλαβαν οι ευρωπαίοι ηγέτες τον προηγούμενο Σεπτέμβριο στη διάσκεψη κορυφής στην Μπρατισλάβα, για την ενίσχυση της προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., με την ανάπτυξη της πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια.
Επιπλέον, είναι ελπιδοφόρο πως στη γραμμή αυτή συμπλέει πλήρως και η Γερμανία, που παραδοσιακά δεν ήθελε να εμπλακεί στις διαδικασίες αμυντικής ολοκλήρωσης, μεταστρεφόμενη σχεδόν κατά 180 μοίρες στο κρίσιμο ζήτημα δημιουργίας αυτόνομου ευρωπαϊκού στρατού.
Όλες αυτές οι εξελίξεις φαίνεται να βάζουν τέλος στα αδιέξοδα διλλήματα, που ταλάνισαν την Ένωση εδώ και δεκαετίες για το αν πρέπει να αναπτύξει αυτόνομη αμυντική πολιτική ή αν θα παραμείνει αποκλειστικά κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ.
Γιατί είναι πλέον προφανές πως τα καθαρά ηθικά κριτήρια και η παραδοσιακή «ήπιας μορφής» (soft power) προσέγγιση που ακολουθούσε η Ε.Ε., δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουμε την «σκληρή» πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Η μετάβαση από μια θα έλεγα ιδεαλιστική προσέγγιση των ζητημάτων ασφαλείας, σε μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, βασισμένη ωστόσο στο βασικό αξιακό σύστημα ιδεών της Ε.Ε. είναι πλέον αδήριτη ανάγκη.
Η χώρα μας, σε κάθε περίπτωση έχει συμφέρον να πιέσει με κάθε τρόπο, ώστε το μεγαλεπήβολο εγχείρημα ενός κοινού Ευρωπαϊκού στρατού, να πραγματοποιηθεί.
Αλλά μόνο τα παραπάνω δεν αρκούν.
Γιατί είναι κοινός τόπος, πως χωρίς ισχυρές, εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι δύσκολο οποιαδήποτε χώρα να ασκήσει επιτυχημένη εξωτερική πολιτική και να υποστηρίξει τα εθνικά της συμφέροντα, εξασφαλίζοντας παράλληλα συνθήκες ασφάλειας για την ευημερία του λαού της.
Αυτό, προφανώς, ισχύει στο μέγιστο βαθμό για μια χώρα με ιδιαίτερες ιστορικές, γεωγραφικές και γεωπολιτικές συνθήκες, όπως η Ελλάδα.
Η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι προς την ουσιαστική και ρεαλιστική αναδιάρθρωση της δομής και οργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων, με την κατάργηση ή και την σύμπτυξη περιττών Μονάδων, Υπηρεσιών, διαδικασιών κ.λ.π., προκειμένου να βελτιωθεί η συνολική επιχειρησιακή ετοιμότητα και αποτελεσματικότητά τους.
Ο στόχος είναι η δημιουργία ΕΔ, ικανών να εξασφαλίζουν τα εθνικά μας συμφέροντα, αποβάλλοντας μαξιμαλιστικές και παρωχημένες νοοτροπίες, που δυστυχώς εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες στο χώρο.
Και δεν πρέπει να ξεχνούμε πως σήμερα, το οξυμένο δημογραφικό πρόβλημα σε συνδυασμό με τη δυσμενή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, επηρεάζουν ιδιαιτέρως αρνητικά την πληρότητα, την επάρκεια και την καταλληλόλητα της στελέχωσης των μονάδων στην υφιστάμενη δομή των ΕΔ.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, είναι φανερό πως το πολιτικό σύστημα της χώρας πρέπει να αναζητήσει τρόπους συνεννόησης, αφήνοντας κατά μέρους τις προπέτειες, τους αφορισμούς και τους άσκοπους διαξιφισμούς, ιδίως σε ότι αφορά τα θέματα Άμυνας και Εξωτερικής πολιτικής.
Θα θυμίσω για μια ακόμη φορά, πως Το Ποτάμι έχει προτείνει τη δημιουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και προς τούτο μάλιστα έχει καταθέσει και σχετική πρόταση νόμου, της οποίας η συζήτηση στη Βουλή, δυστυχώς, εκκρεμεί ακόμη.
Γιατί εμείς πιστεύουμε ότι, ιδιαίτερα, σε αυτήν τη συγκυρία της απόλυτης αβεβαιότητας και των διαρκών, διεθνών απροσδιόριστων ανακατατάξεων, το εν λόγω Συμβούλιο είναι ένα εργαλείο, που θα μπορεί να επικουρεί την εκάστοτε Κυβέρνηση στα πολύ δύσκολα και κρίσιμα ζητήματα χάραξης εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως για το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων που ανέφερα παραπάνω, η λύση δεν είναι άλλη από «την περισσότερη Ευρώπη».
Ειδάλλως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, τόσο η Ένωση όσο και η χώρα μας, να βυθιστούν σε μια μακρά, αργόσυρτη διαδικασία υποβάθμισης και φθοράς.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κυριαρχήσει η αυταπάτη της επιστροφής στην «ασφάλεια» του έθνους - κράτους ή να αφεθούμε στα σχέδια που απεργάζονται κάποιοι, για μια «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων», που δεν είναι παρά ο ευφημισμός μιας κατακερματισμένης Ευρώπης, με αμελητέο βάρος και κύρος σε πλανητικό επίπεδο.
Για να μην συμβούν αυτά θα πρέπει να υπερβούμε την διανοητική αδράνεια, αλλά και την έλλειψη θέλησης και οραματικού σχεδίου, που ταλανίζει μεγάλη μερίδα των ηγεσιών της Ένωσης.
Σε διαφορετική περίπτωση, η Ευρώπη ας ετοιμαστεί να γίνει πεδίο και λεία του ανταγωνισμού των τριών μεγάλων δυνάμεων, δηλαδή των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας, αλλά και άλλων ισχυρών περιφερειακών παικτών όπως η Τουρκία, που διατηρούν μεγάλες φιλοδοξίες και δυνατότητες, εκμεταλλευόμενοι τις δικές μας αδυναμίες.