9 Φεβρουαρίου, 2015

Στο Ποτάμι πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις

Είναι πρώτη φορά που το Ποτάμι – το νέο κίνημα που εκφράζει το Κέντρο των Αλλαγών – παίρνει τον λόγο στην Βουλή. Φτιάξαμε το Ποτάμι για να αλλάξουμε τη χώρα χωρίς να τη γκρεμίσουμε. Επειδή πιστεύουμε πως η χώρα μας, για να πάει μπροστά, χρειάζεται να κάνει βαθιές και ουσιαστικές τομές. Τόσα χρόνια ακούγαμε όλες τις πλευρές να αναλώνονται σε ρητορικές κορώνες και σε ανέξοδες αναμετρήσεις με ανεμόμυλους. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν: Διατήρηση παλιών δομών. Διαιώνιση του πελατειακού κράτους. Συντήρηση. Ενας αυτοτροφοδοτούμενος κατήφορος που άρχιζε από έλλειψη αυτοπεποίθησης και οδηγούσε σε προσκόλληση στο χτες και εμπέδωνε μόνιμη φοβία για το αύριο. Το Ελληνικό τέλμα.

Κάποιοι θα περίμεναν μια κυβέρνηση της αριστεράς να βάλει τέλος σε όλα αυτά. Και ίσως ελπίζαμε πως η πρώτη ομιλία του Ποταμιού θα μπορούσε να κάνει εποικοδομητική κριτική σε κάποιες προτάσεις για ρηξικέλευθες αλλαγές. Να λέγαμε, για παράδειγμα(κυρίως όσοι και όσες από μας προερχόμαστε από την αριστερά), «όχι τόσο γρήγορα» - αλλά από μέσα μας να καμαρώνουμε και λίγο.

Όμως, αυτή η κυβέρνηση αριστεράς και άκρας δεξιάς δεν φαίνεται να κάνει τίποτα τέτοιο. Από τη μια απλώς ακούσαμε επαναλήψεις προεκλογικών γενικοτήτων που συνοψίζονται στο «ας πάμε πίσω στο 2009». Από την άλλη δεν ακούσαμε για τις ριζικές τομές που κάποιοι αφελείς θα περιμέναμε.

Ας ξεκινήσουμε από το τι είπε ο Πρωθυπουργός: Καρμπόν προεκλογικής περιπτωσιολογίας, χωρίς το πώς, πότε και τι συγκεκριμένα. Και αναρωτιόμαστε: προς τι η επανάληψη;

Είναι επειδή δεν γνωρίζει ακριβώς τι θα κάνει; Επειδή δεν θέλει να δεσμευθεί; Επειδή δεν τα έχει κοστολογήσει;
Με άλλα λόγια, υπόσχεται να αλλάξει πολλά χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά τίποτα: να κρατήσει τις ισορροπίες, να μη δυσαρεστήσει τις συντεχνίες, κρατώντας ταυτόχρονα μια «δημιουργική αμφισημία».

Και τώρα στην ουσία: τι ΔΕΝ είπε ο Πρωθυπουργός. Πού είναι η απλή αναλογική, πού η αναθεώρηση του Συντάγματος, πού ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας; Που πήγε το Σύμφωνο Συμβίωσης; Δεν ακούσαμε τίποτα για την οικονομία πέρα από το κλασικό ευχολόγιο για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Ο Πρωθυπουργός δεν είπε τίποτα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.

Για να είμαι συγκεκριμένη θα εστιάσω στη μεγάλη απούσα κοινωνική μεταρρύθμιση: στο Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που δεν προβλέπει αξιοπρεπή βοήθεια σε αυτούς που έχουν αποδεδειγμένη μεγάλη ανάγκη- τροφή, στέγη, περίθαλψη, παιδεία. Ότι γίνεται το κάνει η οικογένεια μόνη της. Θα μπορούσε, όπως αλλού, να την βοηθά η πολιτεία με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Δεν το έκανε. Δεν το κάνει. Δυστυχώς, από ότι φαίνεται, δεν θα το κάνει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε συχνά για την επείγουσα ανάγκη κοινωνικών πρωτοβουλιών για την κρίση. Όμως, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης αλλά και οι επιλογές της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που ακούσαμε χτες, λένε άλλα πράγματα για όσους ξέρουν να τις διαβάζουν. Τα μέτρα έκτακτης ανάγκης γυρνάνε την πλάτη τους στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Έτσι αντί να υιοθετήσουν μια ριζική τομή στο κοινωνικό κράτος, επιλέγουν ξανά την συντήρηση και την διατήρηση των σημερινών δομών. Το κάνουν, παρά το γεγονός ότι το εγγυημένο εισόδημα ήταν μόνιμη επωδός της αριστερής κριτικής στην κοινωνική πολιτική.

Στην επεξεργασία προτάσεων για αυτό πρωτοστάτησε, ήδη από την δεκαετία του 1990 η ανανεωτική Αριστερά και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Τότε το εγγυημένο εισόδημα γινόταν αντιληπτό ως καίρια ριζοσπαστική τομή που θα άλλαζε την όψη της κοινωνικής πολιτικής Μια πρωτοβουλία που έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στην Ευρώπη.

Εκεί που η οικογένεια αναγκαζόταν μόνη της να δώσει την μάχη της ακραίας φτώχειας, θα ερχόταν η κοινωνία να την βοηθήσει με τρόπο συντεταγμένο. Από τότε, το εφήρμοσαν με επιτυχία σχεδόν παντού – δείτε την Πορτογαλία και την Κύπρο. Εδώ αντισταθήκαμε. Και τελικά η κρίση ήρθε και μας βρήκε όπως ήμαστε πάντα- με το παλιό κοινωνικό κράτος να τα φορτώνει σχεδόν όλα στην οικογένεια και στις γυναίκες.

Αλλά και από το ξεκίνημα της κρίσης, γίνεται ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να μην γίνει τίποτε.
Η ανάγκη για κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας επισημάνθηκε από το πρώτο Μνημόνιο – μια ‘ξενόφερτη’ υποχρέωση του Σεπτεμβρίου του 2010, που αγνοήθηκε.

Με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μετέτρεψε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σε ασήμαντη προεκλογική υπόσχεση: Άλλο ένα επίδομα, σε πιλοτική βάση, μόλις σε 13 Δήμους. Άλλη μια εγγυημένη σταγόνα νερό στην άμμο.

Τώρα έρχεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και παρά την κοινωνική της ρητορεία, δίνει στο εγγυημένο εισόδημα, δια της αποσιώπησης, την χαριστική βολή. Η Κυβέρνηση είχε μια ευκαιρία να κάνει κάτι ουσιαστικό και μόνιμο. Να αποκαταστήσει την έλλειψη αυτού του θεσμού που εξακολουθεί να μας διακρίνει από την Ευρώπη. Επέλεξε, δυστυχώς, τον δρόμο της αναπαλαίωσης, ταυτιζόμενη με τον παλιό συντηρητισμό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Όμως, η Ελλάδα χρειάζεται κοινωνική πολιτική. Πραγματική κοινωνική πολιτική και όχι κουρελού αποσπασματικών πελατειακών διασφαλίσεων. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα προκειμένου να καλύψει 400 χιλιάδες οικογένειες θα κοστίσει περίπου 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση. Το κόστος αυτό δεν είναι αμελητέο. Το όφελος, όμως, σε αξιοπιστία και δικαιοσύνη για τους πιο άτυχους συμπολίτες μας είναι πολύ μεγαλύτερο.

Εμείς στο Ποτάμι πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις που θα μας ξεκολλήσουν από το τέλμα. Δεν τις βλέπουμε σαν πολυτέλεια για εποχές αφθονίας. Αντιθέτως, ορθά σχεδιασμένες, είναι μοχλός εξόδου από την κρίση.

Οι γενναίες μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που θα μας ξεκολλήσουν από το τέλμα. Όπως στην κοινωνική πολιτική, υπάρχουν αλλαγές που προάγουν και την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο λόγος που δεν προτείνονται είναι επειδή ξεβολεύουν κάποιους και θίγουν παγιωμένες καταστάσεις.

Το Ποτάμι δεν θα αφήσει τη σιωπή αυτής της αμήχανης κυβέρνησης Αριστεράς-άκρας Δεξιάς να θάψει την ελπίδα των μεταρρυθμίσεων. Για εμάς η Ευρώπη είναι το σπίτι μας. Δεν είναι για εμάς ο ρόλος του προβληματικού εταίρου που περιχαρακώνεται στη γειτονιά του στα Βαλκάνια.

Ευχαριστώ.

* Η ομιλία της βουλευτή του Ποταμιού Αντιγόνης Λυμπεράκη, στη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων του Πρωθυπουργού