Εισήγηση της Κατερίνας Μάρκου, βουλευτή Β' Θεσσαλονίκης με το Ποτάμι, επί του σχεδίου νόμου για τις βοσκήσιμες γαίες.
Έλλειψη οράματος για μία συνολική πολιτική διαχείρισης των βοσκήσιμων γαιών στο πλαίσιο ενός σχεδίου ενίσχυσης της βιώσιμης κτηνοτροφικής δραστηριότητας καταλόγισε στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης η βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του Ποταμιού, Κατερίνα Μάρκου, μιλώντας ως ειδική αγορήτρια επί του σχεδίου νόμου «Βοσκήσιμες γαίες Ελλάδας και άλλες διατάξεις» στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου.
Η κ. Μάρκου τόνισε ότι βασική στόχευση πρέπει να είναι η αειφόρος διαχείριση ενός πολύτιμου φυσικού πόρου, και αναφέρθηκε στη διαχρονική αδυναμία του ελληνικού κράτους να θέσει όρους και κανόνες στη δραστηριότητα αυτή, ώστε να χρησιμεύει η βόσκηση ως ένα εργαλείο για τον κτηνοτρόφο, χωρίς παράλληλα να δημιουργούνται ανεπιθύμητες συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον.
Αντιθέτως, το κύριο μέλημα που διατρέχει το νομοσχέδιο είναι η επιλεξιμότητα στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ και μάλιστα με ορίζοντα την καταβολή των ενισχύσεων μέσα στο Δεκέμβριο.
«Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία των επιδοτήσεων για τη χρηματοδότηση και στήριξη του κτηνοτροφικού τομέα, το νομοσχέδιο αυτό είναι πρωτίστως μια ευκαιρία να δούμε τον τομέα της κτηνοτροφίας ως έναν κλάδο της οικονομίας που έχει ακόμα σημαντικό απραγματοποίητο δυναμικό» ανέφερε η κ. Μάρκου, ζητώντας τη δημιουργία ενός εθνικού σχεδίου για τη βιώσιμη κτηνοτροφική δραστηριότητα Αλλιώς, γυρνάμε στις εποχές του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», επεσήμανε.
Η κ. Μάρκου διατύπωσε και συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση του σχετικού πλαισίου, όπως την μακροχρόνια απόδοση των βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους με υποχρεώσεις διατήρησης και προστασίας, το διαχωρισμό των βοσκήσιμων εκτάσεων σε ζώνες, την προτεραιότητα στη βόσκηση σε εκμεταλλεύσεις που εκτρέφουν ελληνικές παραδοσιακές φυλές, την εισαγωγή δημόσιας διαβούλευσης και διαδικασίας ενστάσεων στα διαχειριστικά σχέδια αλλά και τη διασφάλιση ότι η απόδοση βοσκήσιμης γαίας θα συνδέεται με την πραγματική παρουσία και βόσκηση της περιοχής.
Με αφορμή τις σημερινές κινητοποιήσεις των αγροτών η κ. Μάρκου τόνισε ότι είναι ξεκάθαρα στο χέρι της κυβέρνησης να φροντίσει ότι οι ρυθμίσεις, αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης της συγκυβέρνησης, δεν θα είναι άδικες και οριζόντιες και θα λαμβάνουν πρόνοια για τους πραγματικούς αγρότες. «Τα όψιμα κροκοδίλεια δάκρυα είναι κοροϊδία προς τον αγροτικό κόσμο» επεσήμανε.
Τέλος, έκανε ένα σύντομο σχόλιο για το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, τονίζοντας ότι οι ξένοι πιστωτές επένδυσαν τελικώς 9 δις αλλά στην ουσία τους χαρίζονται όλα τα κεφάλαια που διέθεταν οι τράπεζες πριν την ανακεφαλαιοποίηση ενώ τα 40 δις που επένδυσε το ΤΧΣ το 2013 δεν πρόκειται τελικά να αποδώσουν τίποτα στο Δημόσιο, άρα οι φορολογούμενοι έχασαν τα χρήματά τους μαζί με τους μετόχους, μικρούς και μεγάλους, των τραπεζών.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Σήμερα συζητάμε ένα νομοσχέδιο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ενώ σύσσωμος ο αγροτικός κόσμος διαδηλώνει έξω από τη Βουλή για τα επώδυνα μέτρα που πρόκειται να λάβει η κυβέρνηση.
Δεν πρόκειται να παριστάνω τη διαμαρτυρόμενη όπως συνηθίζεται. Η συμφωνία, το αποτέλεσμα δηλαδή της καλής ή κακής διαπραγμάτευσης που έκανε η συγκυβέρνηση Σύριζα – ΑΝΕΛ, έχει ψηφιστεί από όλους μας σχεδόν εδώ μέσα και περιέχει μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν αν θέλουμε η χώρα μας να πάρει την αναγκαία χρηματοδότηση και να αποφύγει το γκρεμό. Είναι, επίσης, ξεκάθαρα στο χέρι της κυβέρνησης να φροντίσει ότι οι ρυθμίσεις που θα γίνουν δεν θα είναι άδικες και οριζόντιες αλλά θα λαμβάνουν πρόνοια για τους πραγματικούς αγρότες και κτηνοτρόφους. Από εκεί και πέρα, τα όψιμα κροκοδίλεια δάκρυα είναι κοροϊδία προς τον αγροτικό κόσμο.
Περνώ στα ζητήματα του νομοσχεδίου. Η εφαρμογή μίας πολιτικής διαχείρισης των εκτάσεων που μπορούν να βοσκηθούν είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Πρώτον, για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας ως παραγωγικού κλάδου της οικονομίας: όπως σωστά σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, η βόσκηση συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, όπως και στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων με ιδιαίτερα γνωρίσματα που προκύπτουν από την τροφή των ζώων, σύμφωνα και με τις διεθνείς τάσεις που έχουν διαμορφωθεί στη ζήτηση των ζωικών προϊόντων.
Δεύτερον, για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στις περιοχές όπου εφαρμόζεται λελογισμένα και με σχέδιο. Είναι πλέον αποδεκτή και επιστημονικά αποδεδειγμένη η συμβολή της βόσκησης στην διατήρηση και προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων, την προστασία ειδών και ενδιαιτημάτων άλλα και στην προστασία από τις πυρκαγιές, μέσω της απομάκρυνσης της ξηρής βιομάζας.
Τρίτον, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής: Οι βοσκότοποι αποτελούν μία από τις 3 Περιφέρειες της νέας ΚΑΠ, ενώ η σύνδεση των ζώων με βοσκότοπο αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της Βασικής Ενίσχυσης για τους κτηνοτρόφους.
Αυτές οι τρεις ωφέλειες ή στόχοι δεν είναι επιθυμητό να προωθούνται ο ένας σε βάρος του άλλου: Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε όλη τη χώρα σε βοσκήσιμη έκταση για να παίρνουμε τις επιδοτήσεις, δεν μπορούμε να καταργήσουμε εντελώς τη βοσκή για να προστατεύσουμε το φυσικό περιβάλλον.
Βασική στόχευση πρέπει να είναι η αειφόρος διαχείριση ενός πολύτιμου φυσικού πόρου, ίσως του μεγαλύτερου ανανεώσιμου φυσικού πόρου που διαθέτει η χώρα μας.
Δυστυχώς, όσο παραδοσιακή είναι η βόσκηση, άλλο τόσο «παραδοσιακή» είναι και η αδυναμία του ελληνικού κράτους να θέσει όρους και κανόνες στη δραστηριότητα αυτή ώστε να χρησιμεύει η βόσκηση ως ένα εργαλείο για τον κτηνοτρόφο χωρίς παράλληλα να δημιουργούνται ανεπιθύμητες συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον.
Το πρώτο και βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε που επιτρέπεται η βόσκηση. Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των βοσκήσιμων γαιών στη χώρα μας, ούτε έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε πώς προσδιορίζονται αυτές.
Η ερμηνεία που δίνει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης διαφέρει από αυτή του Υπουργείου Περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να μην έχουμε ακόμα και σήμερα σαφή εικόνα για την έκταση των βοσκοτόπων. Διαφορετικές προσεγγίσεις οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Ο ορισμός που δίνεται στο άρθρο 1 αφορά τις βοσκήσιμες γαίες. Την ίδια στιγμή, παραμένουν σε ισχύ διατάξεις και νομοθεσία που μιλάει για βοσκοτόπους, όπως άλλωστε και η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μετά μας λέτε ότι ο προορισμός των γαιών δεν μεταβάλλεται από τον ορισμό. Στη συνέχεια, στο άρθρο 2, καταγράφετε - λέτε - τις βοσκήσιμες γαίες αλλά η καταγραφή δεν επηρεάζει την αποτύπωση, προστασία και διαχείριση. Στο άρθρο 8, ξαναορίζετε τις βοσκήσιμες γαίες αλλά με τρόπο αποφατικό, μας λέτε ποιες εκτάσεις εξαιρούνται.
Όλο αυτό το «γαϊτανάκι» ρυθμίσεων, προφανώς για να μην φανεί ότι επιχειρείτε να αποχαρακτηρίσετε δασικές εκτάσεις ή να θίξετε δικαιώματα, καταλήγει να περιπλέκει το ζήτημα που υποτίθεται ότι προσπαθεί να λύσει.
Δεν αναφέρεστε καθόλου, επίσης, στο μείζον θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των βοσκήσιμων γαιών, ιδίως όσον αφορά τις εκκλησιαστικές γαίες: πολλές περιοχές παραμένουν αμφισβητούμενες, δημιουργώντας δυσκολίες στους κτηνοτρόφους. Κάνουμε μία συζήτηση χωρίς να έχει ολοκληρωθεί το κτηματολόγιο που θα προσδιορίσει και τις χρήσεις γης ανά Περιφέρεια.
Απλά, στο άρθρο 2, το Υπουργείο φτιάχνει μια βάση δεδομένων η οποία “καταγράφει για τις ανάγκες εφαρμογής εθνικών και ενωσιακών προγραμμάτων” και πετάει το μπαλάκι στις Περιφέρειες να βρει η καθεμία τις βοσκήσιμες εκτάσεις της, που ανήκουν και να τις διαχειριστεί.
Την ίδια στιγμή, είναι σημαντικές και πρέπει να ακουστούν οι αντιρρήσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων σχετικά με την προστασία κυρίως των δασών. Δεν μπορείτε να κρύβεστε πίσω από ασαφείς διατυπώσεις για να αποφύγετε σήμερα τις συγκρούσεις και να δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα μεθαύριο όταν θα έρθουν να εφαρμοστούν τα όσα ορίζει το νομοσχέδιο.
Τον ορισμό ή καταγραφή των βοσκοτόπων ακολουθεί, φυσικά, η διαχείριση, δηλαδή η διαρκής παρακολούθηση, η κατάταξη με βάση τη βοσκοϊκανότητα και τη βοσκοφόρτωση της κάθε περιοχής, η παροχή κατευθύνσεων στους κτηνοτρόφους για επιλογή ζώων με βάση τη βλάστηση της περιοχής, η βελτίωση των υποδομών κ.α.
Εδώ η βασικότερη αλλαγή από το προηγούμενο καθεστώς που εισάγετε είναι η μεταφορά της προσόδου από τη μίσθωση των βοσκοτόπων από τους δήμους στις Περιφέρειες. Θα πρέπει να μας διευκρινίσετε τους λόγους και τις δυσλειτουργίες που διαπιστώσατε και σας οδήγησαν σε αυτή την κίνηση.
Επιπλέον, αποκλείετε εντελώς τις κτηνοτροφικές οργανώσεις που είχαν ένα ρόλο στην εκπόνηση των σχεδίων διαχείρισης. Για ποιο λόγο;
Η κατανομή αρμοδιοτήτων που κάνετε μεταξύ Περιφερειών, Περιφερειακών Ενοτήτων, Δήμων και Αποκεντρωμένης είναι τελείως ασαφής, όπως ασαφής παραμένει και η σχέση των διαχειριστικών σχεδίων τόσο μεταξύ τους όσο και με τα υπόλοιπα σχέδια και ειδικά καθεστώτα που ισχύουν σε μία περιοχή. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από τη Μακεδονία: Στο Εθνικό Πάρκο Κορώνειας – Βόλβης, υπάρχει το διαχειριστικό σχέδιο της προστατευόμενης περιοχής, το σχέδιο διαχείρισης υδατικών πόρων και λεκανών απορροής, και φυσικά κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες σε αναμονή και ούτω καθεξής. Με ποιόν τρόπο θα ισορροπήσουν όλα αυτά;
Το θέμα, φυσικά, δεν είναι απλά να μεταφέρουμε αρμοδιότητες από τον ένα στον άλλο αλλά να δούμε με ποιόν τρόπο θα βελτιώσουμε ουσιαστικά τη διαδικασία παραχώρησης για βόσκηση.
Για παράδειγμα, το κοινόχρηστο σύστημα διαχείρισης του βοσκοτόπου, με ζώα από διαφορετικές εκμεταλλεύσεις να βόσκουν στην ίδια περιοχή, σε συνδυασμό με την αλλαγή το βοσκοτόπου κάθε χρόνο ή κάθε τρία χρόνια, λειτουργεί ως αντικίνητρο για τον κτηνοτρόφο να επενδύσει στην περιοχή του, να φτιάξει κάποια έργα, να φροντίσει για την υπερβόσκηση. Να λειτουργήσει, δηλαδή, ως θεματοφύλακας μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Προτείνεται, λοιπόν, η μακροχρόνια απόδοση των βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους με υποχρεώσεις διατήρησης και προστασίας που θα ενισχύσει και τη νομαδική κτηνοτροφία και ο διαχωρισμός των βοσκήσιμων εκτάσεων (ώστε να ξέρει ο κάθε κτηνοτρόφος ποιό είναι το κομμάτι του).
Επίσης, με γνώμωνα τη διατήρηση και ενίσχυση των ελληνικών παραδοσιακών φυλών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, θα θέλαμε να δείτε αν μπορεί να δοθεί προτεραιότητα στις σχετικές εκμεταλλεύσεις όσον αφορά τη βόσκηση.
Άλλο σημείο που χρήζει βελτιώσεων είναι η διαδικασία εκπόνησης των διαχειριστικών σχεδίων. Θα μπορούσε να εισαχθεί ρητά απαίτηση για δημόσια διαβούλευση επί των σχεδίων ή έστω μια διαδικασία ενστάσεων ώστε να υπάρχει και ο απαραίτητος κοινωνικός έλεγχος. Να θυμίσω πως ανάλογη διαδικασία ισχύει για όλα τα διαχειριστικά σχέδια.
Επιπλέον, το νομοσχέδιο δεν διασφαλίζει καθόλου την προοπτική ένταξης νέων κτηνοτρόφων στα δικαιώματα ή και διεύρυνσης των υφιστάμενων εκμεταλλεύσεων με νέα ζώα. Τι θα γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Πώς θα προσθέσουμε μια αναπτυξιακή διάσταση στο νομοσχέδιο;
Τέλος, πρέπει και μέσα από το παρόν νομοσχέδιο να διασφαλιστεί ότι η απόδοση βοσκήσιμης γαίας θα συνδέεται με την πραγματική παρουσία και βόσκηση της περιοχής. Όχι να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα παράδοξα, που κι εσείς έχετε αναφέρει στο παρελθόν, να μπορεί ένας βοσκός από τα Τρίκαλα να δηλώνει βοσκότοπο στις Σέρρες!
Δυστυχώς, το κύριο μέλημα που διατρέχει το νομοσχέδιο είναι η επιλεξιμότητα στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ και μάλιστα με ορίζοντα την καταβολή των ενισχύσεων μέσα στο Δεκέμβριο! Αυτό φαίνεται σε διάφορα σημεία στο νομοσχέδιο, όπως στην προθεσμία για την ολοκλήρωση των σχεδίων διαχείρισης, στην αναφορά στις ενεργοποιήσεις δικαιωμάτων και στη δημιουργία της Βάσης Δεδομένων αποκλειστικά για την εφαρμογή προγραμμάτων.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία των επιδοτήσεων για τη χρηματοδότηση και στήριξη του κτηνοτροφικού τομέα, ενόψει και των σημαντικών προστίμων που έχουν επιβληθεί στη χώρα μας από τα ευρωπαϊκά όργανα για το λόγο αυτό, δεν είναι δυνατόν το όραμα του Υπουργείου να εξαντλείται στην επιλεξιμότητα!
Το νομοσχέδιο αυτό είναι πρωτίστως μια ευκαιρία να δούμε τον τομέα της κτηνοτροφίας ως έναν κλάδο της οικονομίας που έχει ακόμα σημαντικό απραγματοποίητο δυναμικό.
Η κτηνοτροφία εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μόλις το 30% της συνολικής αγροτικής παραγωγής, ο αριθμός των ζώων που εκτρέφονται έχει μειωθεί δραματικά τις προηγούμενες δεκαετίες με αποτέλεσμα να μειώνεται και η επάρκεια της χώρας μας σε ζωικά προϊόντα. Μέσα σε μία τετραετία, από το 2007 ως το 2010, το σύνολο του εργατικού δυναμικού στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκε κατά 27%. Αυτή η πορεία μπορεί και πρέπει να αντιστραφεί.
Η πολιτική για τα βοσκοτόπια πρέπει να εντάσσεται σε ένα γενικότερο εθνικό σχέδιο για την βιώσιμη κτηνοτροφική δραστηριότητα. Ένα σχέδιο που θα παρέχει κατευθύνσεις στους κτηνοτρόφους για το είδος της εκμετάλλευσης και των ζώων, ένα σχέδιο που θα προωθεί, για παράδειγμα, την καλλιέργεια ψυχανθών για τη διατροφή των ζώων, ένα σχέδιο που θα φροντίζει για την ανάπαυση των βοσκοτόπων, που θα αγγίζει, όμως, και τα θέματα της κτηνοτροφικής εκπαίδευσης, της παροχής επιστημονικής συνδρομής στον κτηνοτρόφο αλλά και της καλύτερης οργάνωσης της παραγωγής. Αλλιώς, γυρνάμε στις εποχές του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Θέλω, λοιπόν, να σας ρωτήσω ποια είναι τελικά η πρόθεσή σας, το σχέδιό σας για τους βοσκοτόπους, όπως αποτυπώνεται και στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Είναι απλά να κάνουμε ένα χάρτη με τις εκτάσεις, να τις μοιράζουμε γενικά στους κτηνοτρόφους ίσα ίσα για τις επιδοτήσεις και έχει ο θεός; Μετά από 10 μήνες χωρίς νομοθετικό έργο, αυτή είναι η φιλοδοξία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης;
Ή υπάρχει μια εθνική στρατηγική ή σχέδιο για τα βοσκοτόπια; Μία στρατηγική που θα συνδέει όλα αυτά τα προσωρινά και οριστικά διαχειριστικά σχέδια βόσκησης ανά την Επικράτεια και που θα παρέχει κατευθύνσεις για την ενεργή προστασία, ανανέωση και διαχείριση των βοσκοτόπων που είναι, ας μην το ξεχνάμε, ο μεγαλύτερος φυσικός πόρος αυτή τη στιγμή, πάνω από το 10% της Επικράτειας.
Συνολικά, η ανάγκη που έρχεται να καλύψει το νομοσχέδιο είναι επιτακτική και παρούσα, όμως η παρέμβαση που επιχειρείται είναι περιορισμένη ως προς το εύρος της και αναντίστοιχη με τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Ήδη σας έκανα κάποιες προτάσεις που σας καλώ να λάβετε υπόψιν σας και θα έχουμε την ευκαιρία τις επόμενες ημέρες να δούμε με εποικοδομητική διάθεση το νομοσχέδιο.
Θα ήθελα να κάνω μια τελευταία κουβέντα και έχει σχέση με τα καινούργια νέα που μαθαίνουμε. Δηλαδή ότι ο λογαριασμός, ουσιαστικά, που θα έρθει δεν είναι τόσος για τους αγρότες και για το κρασί, χωρίς να θέλω να τα υποβαθμίσω. Όμως, η χειρότερη στιγμή του μνημονίου είναι και αφορά τις τράπεζες και την ανακεφαλαιοποίηση. Οι ξένοι πιστωτές επένδυσαν, τελικά, 9 δις ευρώ αλλά στην ουσία τα οφέλη τους είναι διπλάσια, αφού στην ουσία τους χαρίζονται 18 δις κεφάλαια που διαθέτουν οι τράπεζες πριν την ανακεφαλαιοποίηση. Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα το οποίο είναι χειρότερο. Τα 40 δις ευρώ που επένδυσε το ΤΧΣ το 2013, δηλαδή τα λεφτά των φορολογουμένων έχουν κάνει «φτερά και χάθηκαν». Δε θα επιστραφεί τίποτα στους φορολογούμενους ή σχεδόν τίποτα.
Προς το παρόν, επιφυλασσόμαστε επί της αρχής.