Ομιλία Σπύρου Δανέλλη κατά τη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό 2019
Στην Ολομέλεια της Βουλής τοποθετήθηκε ο βουλευτής Ηρακλείου με το Ποτάμι, Σπύρος Δανέλλης, κατά την πρώτη ημέρα συζήτησης του Προϋπολογισμού του 2019, ως Ειδικός Εισηγητής.
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η διαδικασία διαμόρφωσης και εκτέλεσης του Π/Υ, διαχρονικά, αποτελεί την κρισιμότερη διάσταση της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Δυστυχώς, εμείς μέχρι και σήμερα την αντιμετωπίζουμε ως τεχνικό ζήτημα.
Όμως, το πεδίο της οικονομικής διαχείρισης όχι μόνο αποτελεί τον πυρήνα της κρατικής λειτουργίας, αλλά και συμπυκνώνει τις κρίσιμες αδυναμίες της.
Η διαφάνεια και λογοδοσία για τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και η κατανομή των πόρων μεταξύ προτεραιοτήτων, αλλά και μεταξύ παρουσών και μελλοντικών αναγκών, αποτελούν κύριο αντικείμενο δημοκρατικού ελέγχου, όπως εκφράζεται από τον ρόλο της Βουλής στη διαδικασία ψήφισης Π/Υ και απολογισμού.
Παρόλα αυτά, για χρόνια στην Ελλάδα αυτές οι δύο διαδικασίες λειτουργούσαν μόνο κατ’ επίφαση.
Έπρεπε να περάσουμε τη βάσανο των Μνημονίων, όπου η δημοσιονομική μεταρρύθμιση τέθηκε στην πρώτη γραμμή, αποτελώντας άμεση διαρθρωτική προτεραιότητα, προκειμένου οι δημοσιονομικοί θεσμοί να αντανακλούν την οικονομική πραγματικότητα και να είναι αποτελεσματικοί.
Το τελευταίο προ κρίσης διάστημα το έλλειμμα στην Ελλάδα ήταν δυσθεώρητο. Η ανεξέλεγκτη αυτή κατάσταση απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση, δεδομένης της αδυναμίας κεντρικού συντονισμού και παρακολούθησης, πόσο μάλλον εκτέλεσης του Π/Υ.
Έτσι απολύτως αναγκαία ήταν σε πρώτη φάση η αύξηση της φορολογίας και η περιστολή των δαπανών, πράγματα που δεν θα είχαν κανένα νόημα, δίχως την αναδιοργάνωση των φορολογικών και δημοσιονομικών μηχανισμών, όπως βέβαια και των αντίστοιχων διαδικασιών.
Βεβαίως, τα παραπάνω δεν έγιναν ούτε εύκολα, ούτε αναίμακτα. Δυστυχώς, όλη αυτή η πιεστική μεταρρυθμιστική ατζέντα ήταν δυστυχώς έξωθεν επιβεβλημένη, αντί να αποτελεί δική μας προτεραιότητα.
Χρησιμοποίησε ως βραχίονα ένα ήδη πολύ αδύναμο πολιτικό και διοικητικό βραχίονα, που επιβαρύνθηκε υπέρμετρα, τόσο ως εργαλείο για την προώθηση τεράστιου όγκου μεταρρυθμίσεων, όσο και ως αντικείμενο αυτών.
Πρέπει να αντιληφθούμε πως βασικός γενεσιουργός παράγοντας της κρίσης και της χρεοκοπίας αποτέλεσε η διαχρονική κομματική εκποίηση του κρατικού μηχανισμού. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, μίλησε εμφατικά για τη «διαρκή εκποίηση της χώρας».
Μια εκποίηση που ξεπέρασε πια τα όρια της οικονομικής αντοχής και έφτασε στα όρια της αυτοκαταστροφής, αναγκάζοντας τους πατριάρχες του πελατειασμού να βάλουν οι ίδιοι όρια στον εαυτό τους, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να υπάρξουν μελλοντικά.
Ούτε αυτή η διαδικασία ήταν πολιτικά, αλλά και οικονομικά όπως και αξιακά από πλευράς των πολιτών, αναίμακτη.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι γνωστό πως απαιτούν αλλαγή νοοτροπίας τόσο σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών, όσο και σε επίπεδο διοικητικών στελεχών.
Αλλαγή νοοτροπίας, που δυστυχώς, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει, ωστόσο συντελέστηκε ως ένα βαθμό λόγω περιοριστικού, ελεγχόμενου, συνεκτικού πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης, εν μέσω περιορισμένων πόρων.
Έγινε αρκετή προσπάθεια, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πελατειακές και συντεχνιακές πιέσεις και να εξορθολογιστούν οι πολιτικές προτεραιότητες.
Αυτή ήταν η καλή πλευρά. Η κακή; Ο ακόμη σκληρότερος ανταγωνισμός για πόρους, μεταξύ των συντεχνιών και των πατρώνων τους, μέσα στο νέο περιοριστικό πλαίσιο.
Και κάπως έτσι ερχόμαστε στο σήμερα. Το προεκλογικό κλίμα που καλλιεργείται εδώ και καιρό δημιουργεί αυταπάτες, χαλάρωση και τελικά τον κίνδυνο μιας μεγάλης ζημιάς.
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός, πως παρότι τεχνικά βγήκαμε από τα Μνημόνια, ουσιαστικά είμαστε ακόμη εκτός αγορών.
Στα τελευταία μέτρα μιας μακράς και επώδυνης διαδρομής που άρχισε πριν από 8 χρόνια, είναι πραγματικά άδικο για την κοινωνία κυρίως, το προεκλογικό κλίμα να αποδιοργανώσει τις απαιτούμενες προσπάθειες.
Και προσοχή!
Για την συντήρηση του παρατεταμένου προεκλογικού κλίματος δεν είναι μικρές οι ευθύνες της αντιπολίτευσης, που «έβλεπε» εκλογές κάθε λίγο και λιγάκι, ενώ ένα μέρος της ζητούσε εκλογές ακόμη και λίγο πριν ολοκληρωθεί και τυπικά το 3ο Μνημόνιο!
Από την άλλη, και η κυβέρνηση, έχει τις ευθύνες της, δεδομένου ότι πέφτει συνεχώς στην παγίδα των εύκολων υποσχέσεων, ξεχνώντας πως δεν υπάρχει εύκολη συνταγή, όταν εξακολουθείς να έχεις τόσο μεγάλο δημόσιο χρέος, και ισχυρές δεσμεύσεις έναντι των δανειστών σου.
Άλλο πράγμα είναι η υποχρέωσή μας να στηρίξουμε τους πολλαπλά πληγέντες τα χρόνια της κρίσης μικροεισοδηματίες, χαμηλοσυνταξιούχους και λοιπές οικονομικά ευπαθείς ομάδες, κι άλλο να αποδυθούμε σε μια κούρσα παροχών.
Γιατί ο πειρασμός σε προεκλογικές περιόδους είναι μεγάλος και βέβαια είναι διαχρονικός. Κι εδώ τον πειρασμό δεν τον νιώθει μόνο η κυβέρνηση, αλλά και η αξιωματική, ιδίως, αντιπολίτευση.
Ας μην ξεχνάμε που οδήγησαν οι «σκληρές» επαναδιαπραγματεύσεις του 2012, όπως και του 2015, οι οποίες όπως παρατήρησε σε έκθεσή του και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οδήγησαν σε «εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αναγκάζοντας την Ελλάδα να συμπιέσει τις δαπάνες για επενδύσεις και να προβεί σε δυσανάλογες αυξήσεις στους ήδη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές»…
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Παρότι αυτά ισχύουν ακόμη στο ακέραιο, είμαστε μπροστά σε μία νέα πραγματικότητα. Το πρόγραμμα τελείωσε. Η Ελλάδα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να λαμβάνει αποφάσεις για το μέλλον της. Έχουμε όμως συνεκτικό και ολοκληρωμένο σχέδιο;
Σχέδιο μεταρρυθμίσεων, το οποίο δεν θα επιβληθεί στην Ελλάδα από τους Θεσμούς, αλλά θα είναι συνέπεια ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και πολιτών;
Είναι σε θέση το πολιτικό σύστημα να διαβεβαιώσει τους επενδυτές ότι δεν θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη, ότι θα συνεχίσουμε να ανοίγουμε την οικονομία μας, ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να καταστούμε πιο ελκυστικοί;
Και όταν μιλάω για σχέδιο, γιατί δεν το κάνουμε όπως η Φινλανδία; Μια μικρή σκανδιναβική χώρα, που κέρδισε την ανεξαρτησία της μόλις το 1917 και από την απόλυτη φτώχια φιγουράρει σχεδόν σε όλες τις λίστες με πιο επιτυχημένα κράτη του κόσμου.
Μια μικρή χώρα που κατάφερε να γίνει κράτος-μοντέλο με αξιοζήλευτες επιδόσεις στην οικονομία, με αξιέπαινο κοινωνικό κράτος, με πρότυπη περίθαλψη και δίκαιο συνταξιοδοτικό σύστημα. Που επένδυσε η Φινλανδία;
Στην εκπαίδευσή της, που έγινε παγκόσμιο πρότυπο. Και πως το έκανε; Βασίστηκε στην αύξηση της παραγωγικότητας με βάση τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, με συνεχείς διαρθρωτικές αλλαγές, όπως και επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Για να δημιουργήσεις όμως δομές τέτοιου είδους, πέραν της αναγκαίας πολιτικής συναίνεσης, απαιτούνται πόροι. Πόροι που θα προέρχονται από ένα δίκαιο, σταθερό και ανταποδοτικό φορολογικό σύστημα. Για άλλη μια χρονιά, στην εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Πιθανόν, να έχουμε συμβιβαστεί πλέον. Ενδεικτικά: αν και το 2018 η Ελλάδα κατέγραψε ρεκόρ τουρισμού με 1,5 εκατ. περισσότερους τουρίστες σε σχέση με το επίσης εξαιρετικό 2017, η τεράστια αυτή αύξηση και τα οφέλη στην τουριστική και όχι μόνο οικονομία δεν απεικονίζονται στα φορολογικά έσοδα.
Άρα, μεγάλο μέρος της βιομηχανίας αυτής – κι όχι μόνο - φοροδιαφεύγει. Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά θα πω το ίδιο: Η οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση φόρων έχει ελάχιστη σημασία για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αφού τελικά αυτό δεν τους πληρώνει, ενώ το βάρος το σηκώνουν κατά κανόνα οι ίδιοι και οι ίδιοι φορολογούμενοι.
Και όμως, η πάταξη της φοροδιαφυγής θα έπρεπε να συνιστά προτεραιότητα και προϋπόθεση για την επιτυχία κάθε φορολογικής μεταρρύθμισης, οποιασδήποτε κυβέρνησης.
Και βέβαια φορολογική μεταρρύθμιση δεν είναι η τεράστια επιβάρυνση της περιόδου 2009-2017, όπου ο ανώτατος οριακός συντελεστής στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξήθηκε από το 40% στο 55%, που είναι ο τέταρτος υψηλότερος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη Σουηδία, Πορτογαλία και τη Δανία.
Ούτε είναι φορολογική μεταρρύθμιση η αύξηση της έμμεσης και άδικης φορολογίας, με τον ΦΠΑ να εκτοξεύεται από το 19% στο 24%, με νέους φόρους στην θέρμανση, στο πετρέλαιο κίνησης, στον καφέ, στην τηλεφωνία, στο ίντερνετ και… στο κρασί.
Βέβαια, οφείλω να πιστώσω ότι μόλις εχθές αυτός ο τόσο άδικος και ανορθολογικός φόρος, που κατέστρεφε έναν ποιοτικό και εξωστρεφή κλάδο της ελληνικής παραγωγής, ευτυχώς, καταργήθηκε εξολοκλήρου…
Και σε αυτό πλαίσιο, της στρεβλής και μη κοινωνικά αποδεκτής μεταρρύθμισης, φοβάμαι πως κινούμαστε και στο ασφαλιστικό.
Γιατί οποιοσδήποτε σχετικός νόμος ήρθε μέχρι σήμερα ήταν αποτέλεσμα της διαχρονικής συναλλαγής του πολιτικού συστήματος με τους εκάστοτε πελάτες του, με μόνιμο θύμα τις επόμενες γενιές.
Δηλαδή τους νέους ανθρώπους, που πολλά χρόνια τώρα δοκιμάζονται από την κακοπληρωμένη εργασία, τις χαλαρές εργασιακές σχέσεις, τη μετανάστευση ή ακόμη χειρότερα από την ανεργία, που γιγαντώθηκε αυτά τα τελευταία 8 χρόνια.
Αλλά ας μην ξεχνάμε πως πίσω στα μέσα περίπου της «χρυσής» δεκαετίας του 2000, πολύς λόγος γίνονταν για τη γενιά των 750 ευρώ, όταν η μέση σύνταξη ήταν τουλάχιστον 1500 ευρώ.
Καταλαβαίνουμε έστω τώρα την λογιστική αντίφαση; Σήμερα η γενιά των 750 ευρώ είναι μακρινό όνειρο.
Οι μισθοί των νέων, κι όχι μόνο, έχουν κατρακυλήσει ακόμη περισσότερο. Η ανεργία κυμαίνεται στο 18,6%, ενώ η μέση σύνταξη ανέρχεται σε κάτι παραπάνω από 700 ευρώ.
Τα νούμερα είναι αποκαρδιωτικά. Και η εξίσωση εξακολουθεί να μην βγαίνει. Επιπλέον, το εκλογικό 2019 θα είναι μία βαριά χρονιά από πλευράς υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους, καθώς θα πρέπει να αποπληρωθούν ή να αναχρηματοδοτηθούν υποχρεώσεις που υπερβαίνουν τα 13,5 δισ. Ευρώ!
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των υποχρεώσεων αφορά σε τρεις κυρίως δανειστές: την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και θεσμικούς που έχουν στα χέρια τους ελληνικά ομόλογα.
Η συνδυασμένη πίεση που ασκούν αφενός η κρίση με την Ιταλία και το ευρώ και αφετέρου οι επιφυλάξεις που εξακολουθούν να αποτυπώνονται στις χαμηλές διαβαθμίσεις του ελληνικού χρέους από τους οίκους αξιολόγησης, κρατούν σε σημαντική απόσταση τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων από τα αντίστοιχα ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά, δυσχεραίνοντας έτσι την πρόσβαση της Χώρας στις αγορές.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Για να μην λέμε αύριο πως το μόνο σχέδιο που είχε η χώρα ήταν το Μνημόνιο, για να σχεδιάσουμε την μετά-το-Μνημόνιο εποχή χρειάζεται να αποκατασταθεί πνεύμα εθνικής συνεννόησης.
Απαιτείται μια νέα σύγχρονη διάγνωση και μια εγχώριας ιδιοκτησίας πολιτική, η οποία δεν μπορεί ούτε να μας έρθει από έξω, αλλά ούτε και να υπάρξει στην πράξη, εάν δεν την ενστερνιστούμε εμείς οι ίδιοι, τόσο η οικονομία, όσο και η κοινωνία.
Τα κομματικά σπαθιά ας μπουν στα θηκάρια τους, για να αποτοξικοποιηθεί τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και η κοινωνία.
Μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος για το ποια είναι η οικονομία μας, πως μπορεί να βελτιωθεί και πως μπορεί να πατήσει στα πόδια της, προκειμένου να επανέλθουμε στην κανονικότητα.
Ευχαριστώ.