Ομιλία Γιώργου Μαυρωτά κατά τη συζήτηση από την επίσκεψη Moscovici
Ο Γραμματέας Κοινοβουλευτικού Έργου και βουλευτής Αττικής με το Ποτάμι, Γιώργος Μαυρωτάς, τοποθετήθηκε στη κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών της Βουλής, όπου παραβρέθηκε ο Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδιος για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις, τη φορολογία και τα τελωνεία, κ. Pierre Moscovici, με θέμα συζήτησης τα σχέδια για το μέλλον της Ευρώπης και την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Ο κ. Μαυρωτάς τόνισε ότι η συνεργασία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η μόνη απάντηση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και πως λύση δεν είναι η στροφή στα εθνικά κράτη, αλλά σε οικονομίες κλίμακας, για αυτό και χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη.
Στη συνέχεια, στάθηκε στη βιώσιμη ανάπτυξη ως το απαραίτητο πλαίσιο για την εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, συμπληρώνοντας ότι η Ευρώπη στοχεύει σε μια οικονομία έντασης γνώσης, που η εκπαίδευση και η έρευνα θα έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Όπως τόνισε, αυτό είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας.
Ο βουλευτής του Ποταμιού έθιξε και το θέμα της διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής, καθώς όπως σημείωσε η εισοδηματική ανισότητα δημιουργεί κοινωνική ανισότητα και αυτή με τη σειρά της δημιουργεί δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, τους εθνικούς αλλά και τους διακρατικούς, όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς την κατεύθυνση αυτή επεσήμανε την ανάγκη χρήσης δεικτών εισοδηματικής ανισότητας ως κριτήρια για την επιλογή πολιτικών. Ανέδειξε επίσης τη σημασία της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών απέναντι στη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή και στη σημασία του συντονισμού των ευρωπαϊκών και διεθνών προσπαθειών κατά των «μαύρων» εισοδημάτων.
Κλείνοντας την ομιλία του, αναφέρθηκε στη ρήση των Αρχαίων Ελλήνων «Μέτρον άριστον», σχολιάζοντας ότι η αρμονία είναι αυτή που κάνει τις κοινωνίες πετυχημένες και αυτό είναι που πρέπει η Ε.Ε. να έχει ως πυξίδα στις αποφάσεις της.
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Κ. Επίτροπε, κύριοι βουλευτές και ευρωβουλευτές, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το μεγαλύτερο πολιτικό project του περασμένου αιώνα. Αναπτύχθηκε, μεγάλωσε και τώρα έχει έρθει η ώρα να προσαρμοσθεί στα σημερινά δεδομένα.
Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί ανησυχία και ανασφάλεια στον Ευρωπαίο πολίτη. Είναι σαν την κλιματική μεταβολή: Δεν μπορείς να την ανακόψεις άμεσα τελείως, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις να την ελέγξεις και να προσαρμοστείς. Οι παγκοσμιοποιημενες υπερεθνικές αγορές, δεν μπορούν να ελεγχθούν ή ρυθμιστούν από εθνικές κυβερνήσεις.
Το μόνο εφικτό υποκατάστατο είναι η περιφερειακή συνεργασία όπως επιχειρείται με σχήματα όπως η Ε.Ε. Η απάντηση λοιπόν σε αυτές τις προκλήσεις δεν είναι στροφή στα εθνικά κράτη αλλά οικονομίες κλίμακας για την αντιμετώπιση τους. Η απάντηση λοιπόν δεν μπορεί παρά να είναι περισσότερη Ευρώπη.
Αναπόφευκτα κάθε κράτος – μέλος παραχωρεί μέρος της εθνικής κυριαρχίας, όπως σε μια ομάδα ένας παίκτης παραχωρεί κομμάτι της αυτονομίας του για να ενταχθεί στο σύστημα της ομάδας. Δεν κάνει ότι θέλεις ή ότι τον συμφέρει, αλλά βλέπει τη διάκρισή του μέσα από τη διάκριση της ομάδας. (Ειδικά αν είσαι ένα παίκτης – αλλαγή, που προσπαθείς να γίνεις βασικός).
Και μια και μιλάμε σήμερα για εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης αυτά δεν μπορούμε να τα δούμε παρά μόνο μέσα από το πρίσμα της ανάπτυξης. Της βιώσιμης ανάπτυξης όπου οικονομία, περιβάλλον και κοινωνία αποτελούν τα τρία κριτήρια, τους 3 πυλώνες.
Η Ευρώπη στοχεύει σε μια οικονομία έντασης γνώσης, όπου η εκπαίδευση και η έρευνα θα παίζουν τον πρώτο ρόλο. Η εκπαίδευση θα εξασφαλίζει και την κοινωνική κινητικότητα. Η έρευνα και η διασύνδεσή της με την παραγωγή θα είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ευρώπης. Αλλά είναι και της Ελλάδας.
Στο θέμα της εμβάθυνσης της οικονομικής ένωσης πρέπει να δούμε επίσης το θέμα της φορολογίας με βάση την οποία γίνεται η ανακατανομή του εισοδήματος ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Οι ενιαίοι συντελεστές φορολόγησης είναι ένα βήμα σύγκλισης (το λέω με λίγο ιδιοτέλεια γιατί έχουμε ίσως τους ψηλότερους). Για να είναι βιώσιμο το Ευρωπαϊκό μοντέλο, ένα μεγάλο ζητούμενο είναι η αντιστροφή του φαινομένου διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων… που είναι μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας. Μια βόμβα που απειλεί την κοινωνική συνοχή, την οικονομική ανάπτυξη αλλά επιτρέψτε μου να πω και την ίδια τη δημοκρατία. Η αλυσίδα είναι γνωστή: Η εισοδηματική ανισότητα δημιουργεί κοινωνική ανισότητα κι αυτή με τη σειρά της δημιουργεί δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, τους εθνικούς αλλά και τους διακρατικούς όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση……με αποτέλεσμα ο λαϊκισμός, η ξενοφοβία, ο εξτρεμισμός να βρίσκουν γόνιμο έδαφος.
Ειδικά σε περιπτώσεις κρίσης όπου αν η μείωση του εισοδήματος συνοδευθεί και από ανισοκατανομή του, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό. Η ανισοκατανομή του εισοδήματος δεν είναι πλέον κάτι ασαφές και αόριστο. Σήμερα έχουμε εργαλεία να το μετρήσουμε όπως είναι ο δείκτης Gini και ο δείκτης S80/S20. Όπως λοιπόν είμαστε εξοικειωμένοι με όρους όπως Α.Ε.Π., κατά κεφαλή Α.Ε.Π., ρυθμός ανάπτυξης κλπ, … πρέπει να εξοικειωθούμε και με αυτούς τους δείκτες ανισοκατανομής του εισοδήματος και να τους χρησιμοποιούμε ως κριτήρια… όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε την πορεία μιας χώρας και να πάρουμε πολιτικές αποφάσεις.
Ένα από τα βασικότερα μέτρα καταπολέμησης των εισοδηματικών ανισοτήτων είναι οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου απέναντι στην φοροδιαφυγή και στην φοροαποφυγή. Η συντονισμένη ευρωπαϊκή και διεθνής προσπάθεια και συνεργασία για την εξάλειψη των καταφυγίων για αφανή, «μαύρα» εισοδήματα. Τα αφανή εισοδήματα κάνουν ακόμα πιο άνιση την κατανομή πλούτου. Δεν μπορεί κάποιοι να έχουν τα χρέη μέσα στη χώρα και τα κέρδη έξω καλά κρυμμένα. Σε μια ελεύθερη οικονομία το κίνητρο του κέρδους πάντα θα υπάρχει, είναι άλλωστε η κινητήριος δύναμη. Αυτό που δεν είναι θεμιτό είναι η απληστία, η αισχροκέρδεια.
Εκεί είναι το πρόβλημα εκεί είναι που διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ξεκινάνε τα προβλήματα. «Μέτρον άριστον» έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Και αυτό ακριβώς το μέτρο, η αρμονία είναι που κάνει τις κοινωνίες πετυχημένες και αυτό είναι που πρέπει να έχει ως πυξίδα και η Ε.Ε. στις αποφάσεις της.