12 Μαρτίου, 2018

Τα κενά κτήρια και η Αθήνα της εγκατάλειψης

Ερώτηση προς τους Υπουργούς Περιβάλλοντος & Ενέργειας και Εσωτερικών

Μία από τις σημαντικότατες συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας είναι η συνεχώς αυξανόμενη εγκατάλειψη των ακινήτων στο κέντρο της πρωτεύουσας, είτε αυτά αφορούν κατοικία, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια οι κάτοικοί του μετακομίζουν στα προάστια, είτε –και κυρίως– αφορούν επαγγελματική δραστηριότητα. Υπάρχει τεράστιο ποσοστό χώρων, που προορίζονταν για επαγγελματική στέγη αλλά και κτηρίων που είναι εξ ολοκλήρου κενά, ενώ το φαινόμενο της αποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και του μόνιμου πληθυσμού από το κέντρο της πόλης ολοένα και αυξάνεται, συντελώντας στην συνεχή υποβάθμιση μιας Αθήνας, που πόρρω απέχει από το να ανταποκρίνεται στον ρόλο μιας ευρωπαϊκής μητρόπολης. Ο βουλευτής Β΄ Αθηνών με το Ποτάμι, Γρηγόρης Ψαριανός, αναφερόμενος και σε στοιχεία έρευνας που πρόσφατα πραγματοποίησε ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις, θέτει με ερώτησή του στη Βουλή το πολεοδομικό, οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αυτό πρόβλημα των κενών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων του κέντρου της πόλης, ζητώντας από τα αρμόδια Yπουργεία απαντήσεις για το θέμα.

Ολόκληρο το κείμενο της ερώτησης, έχει ως εξής:

Προς τους Υπουργούς: 1. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, 2. Εσωτερικών

Θέμα: «Τεράστιο το πρόβλημα των κενών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων της Αθήνας»

Στην πρωτεύουσα της χώρας, τα τελευταία χρόνια, βοηθούσης της οικονομικής κρίσης και της σύνοδης υποβάθμισης της καθημερινότητας της πόλης, παρατηρείται το φαινόμενο της εγκατάλειψης του κέντρου ως τόπου κατοικίας από σημαντικό ποσοστό των μονίμων κατοίκων, όπως επίσης και το φαινόμενο της συρρίκνωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων και κατά συνέπεια της υποβάθμισης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Σαν αποτέλεσμα, βλέπουμε να αυξάνονται συνεχώς τα εγκαταλειμμένα κτήρια που βρίσκονται στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία και της σχετικής έρευνας που έγινε από τον οργανισμό έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις, πάνω από το 30% των γραφείων που βρίσκονται στο κέντρο της πρωτεύουσας παραμένουν κενά, ενώ το 20% του μόνιμου πληθυσμού έχει αποχωρήσει από το κέντρο της πόλης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας, από τα οποία μας γνωστοποιείται ότι το 60% των κτηρίων του κέντρου είναι κατασκευασμένα πριν από το 1960. Από αυτά, πάνω από το 85% χρήζουν παρεμβάσεων αποκατάστασης, εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της λειτουργικότητας και της ενεργειακής τους απόδοσης. Η κατάσταση επιβαρύνεται από το εκτεταμένο φαινόμενο της πολυιδιοκτησίας των κτηρίων που επιδεινώνεται όταν πρόκειται για μεγάλα κτήρια ενώ, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, έχει υπολογιστεί το μέσο κόστος αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού του 70% περίπου των κτηρίων του κέντρου της Αθήνας σε πάνω από 400 €/τ.μ.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, από στοιχεία ευρωπαϊκών εταιρειών που ασχολούνται με τα ακίνητα και σε ότι αφορά μονάχα τα κτήρια σύγχρονων προδιαγραφών, τα οποία στην Αθήνα έτσι κι αλλιώς αποτελούν μικρό ποσοστό του συνόλου της κτηριακής της υποδομής, το ποσοστό των κενών αγγίζει το 16%, που είναι κατά πολύ υψηλότερο από όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όταν αντιστοίχως έχει υπολογιστεί στο 2,8% για το Βερολίνο, 6% για το Σίτι του Λονδίνου, 6,3% για το Παρίσι, 9% για τις Βρυξέλλες. Όσον αφορά δε τα παλαιά κτήρια, όταν στην Αθήνα εγκαταλείπονται, στις πόλεις της δυτικής Ευρώπης έχουν στην πλειοψηφία τους εκσυγχρονιστεί και επαναχρησιμοποιούνται.

Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι από καταγραφές και αυτοψίες των κτηρίων της ευρύτερης περιοχής της πλατείας Ομονοίας που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 2013 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το ποσοστό των κενών γραφείων, κάθε κατηγορίας, ξεπερνούσε το 30%. Στο 20% των κτηρίων οι κενές ιδιοκτησίες ανέρχονταν σε ποσοστό τουλάχιστον 50%, ενώ εξ ολοκλήρου κενά ήταν το 18% των κτηρίων. Η πρόσφατη μετατροπή κάποιων κτηρίων γραφείων σε ξενοδοχεία αποτελεί μεν μια θετική εξέλιξη, η οποία όμως δεν αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα, καθώς τέσσερα χρόνια μετά, τα ποσοστά εγκατάλειψης παραμένουν τα ίδια.

Δεδομένου ότι το φαινόμενο των κενών κτηρίων έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση και παρακμή της πόλης, την απαξίωση των περιουσιών καθώς και την ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ανασφάλειας στον πληθυσμό που ζει ή απλά χρησιμοποιεί το κέντρο της πρωτεύουσας.

Δεδομένου ότι η εγκατάλειψη κτηρίων επιδεινώνει περιβαλλοντικά προβλήματα στην πόλη, συχνά ευνοεί την δημιουργία τόπων παραβατικών δράσεων ενώ πολλάκις καταλήγουν να γίνονται χώροι μόλυνσης και να θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.

Δεδομένου ότι ο κίνδυνος συνέχισης του φαινομένου αποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και της κατοικίας θα επιφέρει περαιτέρω υποβάθμιση.

Δεδομένου ότι το μέγεθος του προβλήματος ξεπερνάει τις δυνατότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μόνο από τον μηχανισμό οποιασδήποτε δημοτικής αρχής.

Δεδομένου ότι ο ρόλος των ευρωπαϊκών μητροπόλεων οφείλει να διευρύνεται συνεχώς στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης κάτι που θα έπρεπε να αφορά και την πρωτεύουσα της δικής μας χώρας.

Ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί:

1. Αναγνωρίζετε ότι το ζήτημα των κενών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων του κέντρου της Αθήνας είναι πρόβλημα πολεοδομικό, οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό και υπάρχει άμεση ανάγκη αντιμετώπισής του;

2. Σκοπεύετε να προχωρήσετε στην αναθεώρηση του πολεοδομικού σχεδίου της πόλης;

3. Γιατί παραμένει ανενεργό από το 2014 το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας;

4. Υπάρχει κάποιο σχέδιο στοχευμένων πολεοδομικών παρεμβάσεων, αστικής αναγέννησης για την προσέλκυση υγειών δραστηριοτήτων; Υπάρχει συντονισμός ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς στην κατεύθυνση αυτή;

5. Σκοπεύετε να εισηγηθείτε το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο που θα καθιστά δυνατές παρεμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό και την επανάχρηση κτηρίων με καθεστώς πολύ-ιδιοκτησίας;

6. Υπάρχει κάποιο σχέδιο για χρηματοδότηση μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων ή άλλων πηγών για ενίσχυση, κινητοποίηση και χρηματοδότηση σχημάτων ΣΔΙΤ ώστε να υπάρξει ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα για τον εκσυγχρονισμό και την επανάχρηση των κτηρίων;

Ο ερωτών βουλευτής
Γρηγόρης Ψαριανός – Β’ Αθηνών