30 Σεπτεμβρίου, 2014

Η θέση του Ποταμιού στο σημερινό πολιτικό τοπίο

Χάρηκα ιδιαίτερα που διάβασα σε κυριακάτικη εφημερίδα την τοποθέτηση του Σταύρου Θεοδωράκη, ότι το Ποτάμι είναι, όπως είπε, «κεντρώο κίνημα.» Όπως και εκείνος, όπως κι όλοι μας, αυτό το ήξερα. Το ένοιωθα από την αρχή, το πίστευα, το έβλεπα. Το κουβέντιαζα με άλλους φίλους, άλλους με μεγαλύτερη εμπλοκή στο Ποτάμι, άλλους στην Επιτροπή Διαλόγου, αλλά και άλλους, πιο έξω, ψηφοφόρους ή απλώς φίλους, ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτό που θέλει να κάνει το Ποτάμι. Το νοιώθαμε, το πιστεύαμε, το βλέπαμε.

Το κουβέντιαζα με άλλους φίλους, άλλους με μεγαλύτερη εμπλοκή στο Ποτάμι, άλλους στην Επιτροπή Διαλόγου, αλλά και άλλους, πιο έξω, ψηφοφόρους ή απλώς φίλους, ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτό που θέλει να κάνει το Ποτάμι. Το νοιώθαμε, το πιστεύαμε, το βλέπαμε. Αλλά έχει μεγάλη σημασία να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους. Και τώρα ειπώθηκε: η θέση του Ποταμιού είναι στο κέντρο.

Η έννοια του κέντρου μπορεί να οριστεί με δυο τρόπους.

Ο πρώτος είναι ο αρνητικός: κέντρο είναι το μη άκρο. Αυτός ο τρόπος, πρέπει να πω, μου αρέσει. Προσωπικά ίσως και να μου αρκούσε. Στο κάτω κάτω της γραφής, όλες οι καταστροφές στις κοινωνίες—αρκεί μια ματιά στην ιστορία του εικοστού αιώνα—από τα άκρα έρχονται. Όπως και τα άκρα είναι που πάνε σήμερα να οδηγήσουν τον τόπο σε δρόμους καταστροφής, άκρα που αυτο-τοποθετούνται μεν διαφορετικά στο πολιτικό φάσμα, αλλά που τα ενώνει η κοινή διάλεκτος του λαϊκισμού. Αυτή είναι η διάλεκτος που αποκόβει τα λόγια από την πραγματικότητα. Που απευθύνεται μόνο στο ακατέργαστο συναίσθημα, το όνειρο και τη φαντασία, γιατί είναι τελείως ανίκανη να εκφράσει λογικό νόημα. Τάζει γιατί δεν μπορεί να πράξει.

Θυμάμαι τη μάνα μου, που μου έλεγε συχνά μια ιστορία:
Ρώτησε κάποιος μια καμήλα, τι προτιμάει, την ανηφόρα ή την κατηφόρα. Κι η καμήλα απάντησε: «Γιατί παιδάκι μου; Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;»

Το κέντρο, λοιπόν, στην πολιτική είναι ο ίσιος δρόμος. Ο ίσιος δρόμος, αντί την ατέλειωτη ανηφόρα όπου μας έχουν βάλει οι κυβερνώντες από την έναρξη της Κρίσης, μια ανηφόρα με σκαλοπάτια φτιαγμένα από στεγνή αριθμητική, που πληρώνονται, ένα ένα, ολοένα και περισσότερο, από τους παραγωγικούς πολίτες. Ο ίσιος δρόμος, αντί την κατηφόρα αυτών που υπόσχονται να μας γυρίσουν, τάχα, σε εποχές αλόγιστης κρατικής σπατάλης—αντί την κατηφόρα αυτή, που βρίσκεται στην άκρη της γκρεμός.
Το Ποτάμι διαλέγει τον ίσιο δρόμο. Αυτόν που παίρνοντάς τον πρέπει να παραδεχτούμε τα προβλήματά μας και να προχωρήσουμε λύνοντάς τα. Στην πράξη, όχι στα λόγια. Λύνοντας τα προβλήματα, κι όχι συσσωρεύοντάς τα, κι άλλα, κι άλλα, στην πλάτη του πολίτη, ούτε διαγράφοντάς τα στο όνομα μιας ανέφικτης ουτοπίας, μιας φαντασίωσης που θέλουν κάποιοι να την πουλήσουν στο κόσμο ως, τάχα, πραγματικότητα.

Η έννοια του ίσιου δρόμου μας οδηγεί και στο θετικό ορισμό του κέντρου: το κέντρο ως σύνθεση. Το κέντρο ως συνδυασμός των καλύτερων διαθέσιμων επιλογών, που ξεκινά από την αποδοχή της πραγματικότητας.

Πρώτα κοιτάμε γύρω μας. Εξετάζουμε με καθαρή ματιά το τι συμβαίνει. Κατόπιν εντοπίζουμε τα προβλήματα—τα πραγματικά προβλήματα, όχι αυτά που διαλέγουν να μας μας εμφανίσουν οι παλαιοκομματικοί δημαγωγοί ή οι νεόκοποι λαϊκιστές. Κι αφού τα εντοπίσουμε, διαλέγουμε τους τρόπους να προχωρήσουμε με γνώμονα αλήθειες που μπορεί να προέρχονται από εδώ ή από εκεί στο υπαρκτό ιδεολογικό φάσμα, ή και έξω από αυτό, σε καινούργιες ιδέες, που έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία στο εξωτερικό, στον ελεύθερο, δημοκρατικό κόσμο, ή που τις γεννά η δημιουργική σκέψη των πολιτών. Μια τέτοια ματιά του κέντρου αδιαφορεί για την παραπλανητική έννοια του «πρόσημου,» που την επικαλούνται τελευταία διάφοροι για να βαφτίζουν ως τάχα προοδευτικές τις αποτυχημένες ιδέες τους. Μας νοιάζει το πρόβλημα και μας νοιάζει η λύση. Χωρίς πρόσημο.
Η αλήθεια, που οδηγεί στην καθαρή ματιά στη διάγνωση, και στη σύνθεση στην επιλογή της θεραπείας, είναι αυτά που χρειαζόμαστε σήμερα για να κάνουμε τον τόπο καλύτερο. Αυτά όλα που συνιστούν ένα σύγχρονο, τολμηρό, ενίοτε ριζοσπαστικό κέντρο.

Βέβαια, σε εποχή που το δημόσιο λόγο τον κατακλύζει ο λαϊκισμός, η εύκολη ρητορεία, οι κραυγές, οι κατηγορίες, οι ακρότητες κι οι κούφιες υποσχέσεις, ο λόγος του κέντρου κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στην οχλαγωγή. Για τούτο σκέφτομαι μια λύση που τη δανείζομαι από τον μεγάλο ιστορικό Basil Liddel-Hart, και συγκεκριμένα ένα βιβλίο που έγραψε στο τέλος της ζωής του, με τίτλο «Στρατηγική». Σε αυτό, παρουσιάζει τα συμπεράσματα που έβγαλε για το θέμα ύστερα από μια ζωή αφιερωμένη στην ιστορική μελέτη των πολέμων. Το βιβλίο καταλήγει με αυτά τα λόγια:

«Αν έπρεπε, τελειώνοντας, να προσπαθήσω να εκφράσω με μόνο μια λέξη το νόημα της στρατηγικής, θα έλεγα τη λέξη ‘συγκέντρωση’. Και αν μου επιτρέπατε μια ολόκληρη φράση, θα έλεγα ‘συγκέντρωση όλων σου των δυνάμεων στο πιο αδύναμο σημείο του εχθρού.’»

Η πολιτική είναι σε κάποιο βαθμό πόλεμος. Δεν είναι πάντα πόλεμος, κι αλίμονο αν είναι μόνο πόλεμος. Αλλά σε μια περίοδο είτε προεκλογική, είτε με κάποια έννοια προ-προεκλογική, όπως η τωρινή, η στρατηγική σκέψη είναι απαραίτητο εργαλείο, γιατί πολλά συστατικά της πραγματικότητας έχουν τα χαρακτηριστικά της μάχης: μάχης λόγων, μάχης ρητορικής, μάχης συνθημάτων, μάχης συμβόλων, μάχης επιχειρημάτων.

Εστω ξεχνώντας τη σκληρή λέξη «εχθρός», του Liddel-Hart, το γεγονός παραμένει ότι στο παρόν πολιτικό τοπίο το Ποτάμι έχει να αντιμετωπίσει, και αντιμετωπίζει καθημερινά, κυρίως αντιπάλους. Με αυτούς αντιπαλεύει καθημερινά στο πεδίο της κοινής γνώμης. Αυτό είναι το πεδίο των τωρινών και των ερχόμενων πολιτικών μαχών. Και σε αυτό είναι που πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις στο πιο αδύναμο σημείο των άλλων.

Το πιο αδύναμο σημείο όλων ανεξαιρέτως των σημαντικών παικτών στο σημερινό πολιτικό παιχνίδι, όλων δηλαδή των αντιπάλων του Ποταμιού, είναι η τεράστια ευθύνη τους στη δημιουργία των προβλημάτων του τόπου, καθώς και η πλήρης αδυναμία τους να τα λύσουν.

Πρέπει να θυμόμαστε καλά στο δημόσιο λόγο μας ότι την ευθύνη της καταστροφής την έχουν όλοι τους. Από τη μια τα κόμματα που κυβέρνησαν, μετατρέποντας για κάποιες δεκαετίες την άσκηση της κρατικής εξουσίας σε αλισβερίσι («δώσε μου την ψήφο σου, πάρε το ρουσφέτι μου») και οδηγώντας τη χώρα στην Κρίση. Αλλά εξ ίσου φταίνε τα δυο κόμματα της αριστεράς, μοναδική ουσιαστική αντιπολίτευση μέχρι την Κρίση. Γιατί αυτά, αντί να λένε στον κόσμο την αλήθεια, οδηγούσαν τους κυβερνώντες ολοένα και πιο γρήγορα στην καταστροφή. Η μόνιμη θέση της αριστεράς ως την Κρίση ήταν ότι στο πάρτι παροχών των κυβερνώντων έπρεπε να πέφτουν μονίμως κι άλλα λεφτά. Λεφτά υπήρχαν. Το ότι ήταν δανεικά, δεν έμοιαζε να απασχολεί διόλου κανέναν. Η αριστερά έχει κι αυτή τεράστια ευθύνη στη δημιουργία της Κρίσης. Μας έσπρωξε κι αυτή προς τα εκεί, και με τη δημαγωγία των συνθημάτων της, αλλά και με αυτό που βάφτιζαν «αγώνες», που ήταν συνήθως η οργανωμένη πίεση συμφερόντων, κρατικοδίαιτων ολιγαρχών ή κρατικοδίαιτων συντεχνιών, που πληρώνονταν από το κράτος με τον κόπο των παραγωγικών πολιτών.

Στο Ποτάμι πρέπει επίσης να θυμόμαστε καλά, κάθε μέρα, ότι τώρα που έφτασε ο κόμπος στο χτένι, οι δυο αντίπαλες πλευρές είναι εξ ίσου αδύναμες να λύσουν το πρόβλημα—με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά, αλλά εξ ίσου. Οι κυβερνώντες έχουν μόνιμο χαβά τους τις οριζόντιες περικοπές και την ακόμη μεγαλύτερη φορολόγηση των νομοταγών πολιτών, που μονίμως πληρώνουν τη νύφη. Οι αντιπολιτευόμενοι έχουν επιλέξει την εύκολη, συνήθη λύση: να τάζουν παραδείσους, που όμως όταν έρθει η ώρα να τους πραγματοποιήσουν—πράγμα από τη φύση του αδύνατο—θα μας πάνε επικίνδυνα κοντά στην κόλαση.

Το Ποτάμι είναι κάτι αλλιώτικο. Στο Ποτάμι οι άνθρωποι δε σκέφτονται πολιτικές καριέρες, γιατί έχουν άλλες δουλειές. Στο Ποτάμι βρίσκονται άνθρωποι που ξέρουν να δουλεύουν και να παράγουν ως ελεύθεροι, αυτόνομοι πολίτες, όχι ως παράσιτα του κρατικού προϋπολογισμού. Στο Ποτάμι βρίσκονται άνθρωποι που ξέρουν ότι ο μόνος δρόμος μπροστά για τον τόπο είναι η δημιουργία. Το μόνο πολιτικό πρόγραμμα ανόρθωσης περνά από την απελευθέρωση της δημιουργικότητας του πολίτη, και την αξιοκρατία στο δημόσιο, για να μπορεί το κράτος να προσφέρει στον πολίτη, και όχι μόνο να παίρνει. Αντίθετα, οι αντίπαλοι προσφέρουν σήμερα μόνο ολοένα και περισσότερη κρατική δυναστεία, οι κυβερνώντες στην πράξη, οι αντιπολιτευόμενοι προς το παρόν μόνο στα λόγια.

Το Ποτάμι πρέπει να επιτεθεί λοιπόν, ειρηνικά αλλά δυναμικά και έντονα, ξεκάθαρα. Να επιτεθεί με συνεχή παρουσία στο δημόσιο λόγο, με επιχειρήματα, με γνώση, με λογική, με καθαρότητα, δηλαδή με όλες του τις δυνάμεις, εναντίον του πιο αδύναμου σημείου των αντιπάλων: της ανικανότητα τους, αυτής που μας έφερε ως εδώ, κι αυτής που δε μπορεί να μας πάει παραπέρα.

Σε αυτό πρέπει να αντιτάξουμε όλες μας τις δυνάμεις.
Από τη μια, αυτό πρέπει να γίνει με τη συνεχή δυναμική παρουσία του Σταύρου Θεοδωράκη στη δημόσια αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών. Ο ίδιος, ως ο μόνος αρχηγός πολιτικού κόμματος που δεν είναι επαγγελματίας πολιτικός, είναι από τη φύση του και από τη θέση του ο καλύτερος εκπρόσωπος των πολιτών αυτή τη στιγμή. Όπως κάθε πολίτης που ζει έξω από τη γυάλα της επαγγελματικής πολιτικής, ξέρει τι θα πει να βάζεις ένσημα, να πληρώνεις φόρους, να παίρνεις ρίσκα. Να επιμένεις, να αγωνίζεσαι, άλλοτε να χάνεις κι άλλοτε να νικάς, χωρίς να έχεις το κράτος-πατερούλη, το κράτος-χρηματοδότη, συνέχεια να σε σώζει από την πραγματικότητα. Μόνο ένας τέτοιος πολιτικός αρχηγός μπορεί αυτή τη στιγμή να αντιμάχεται με καθαρή ματιά στα μεγάλα θέματα, στα θέματα που καίνε τον τόπο. Ένας πολιτικός αρχηγός που εκπροσωπεί τους πολίτες, γιατί είναι ένας από αυτούς.

Από την άλλη, είναι εξ ίσου σημαντικό να εμφανίζονται συνεχώς περισσότεροι από τους εξαίρετους ανθρώπους του Ποταμιού. Όλοι τους έχουν αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά: ξέρουν τι ζει ο πολίτης μέσα στην κρίση, ο πολίτης που θέλει να λυθούν τα προβλήματα για να κάνει τη ζωή του καλύτερη, για να δώσει καλύτερο μέλλον στα παιδιά του. Και έχουν δώσει, και συνεχίζουν να δίνουν, τους αγώνες τους γι’ αυτό. Στην πράξη. Στη ζωή. Ως πολίτες. Όποια και όποιος λοιπόν από τα στελέχη του Ποταμιού έχει επιπλέον και το χάρισμα του λόγου, πρέπει καθημερινά να επικοινωνεί τις θέσεις του προς τα έξω.

Παραδέχομαι ότι είμαι λίγο κυνικός για τους πολιτικούς, αλλά φοβάμαι ότι με δικαιολογεί η πραγματικότητα: οι άνθρωποι αυτοί νοιάζονται κυρίως για τις καριέρες τους, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Δεν είναι μυστικό. Όλοι το ξέρουμε. Και οι περισσότεροι τους δεν έχουν πρόβλημα και να το παραδεχτούν σε ιδιωτικές συνομιλίες. Αριστεροί και δεξιοί, παλιοί και καινούργιοι, χειρότεροι και καλύτεροι, έχουν ως κύριο μέλημα να συνεχίσουν να είναι πολιτικοί. Αυτό με κάποιο τρόπο είναι συνηθισμένο στις δημοκρατίες. Αλλά όχι όταν το τίμημα είναι η καταστροφή του τόπου. Κι εδώ έχουμε φτάσει σήμερα.

Παρά όμως τον κυνισμό μου για τους πολιτικούς, παραμένω αθεράπευτα αισιόδοξος και θετικός για ένα κίνημα πολιτών, ένα κίνημα του κέντρου. Δηλαδή για το Ποτάμι. Για το Ποτάμι και τους ανθρώπους του, που νοιάζονται πάνω από όλα για τον τόπο. Γιατί ζουν εδώ, ως πολίτες. Και θέλουν να συνεχίσουν να ζουν εδώ, όπως εδώ ζω κι εγώ με την οικογένειά μου. Και θέλω να συνεχίσω. Εδώ στην Ελλάδα. Εδώ στην Ευρώπη. Εδώ στον αναπτυγμένο, δημοκρατικό, δυτικό κόσμο.

Τη δύναμη στο Ποτάμι τη δίνει η ταυτότητά του. Αυτή είναι που πρέπει να γίνει σε όλα τα επίπεδα το μεγαλύτερο στρατηγικό εργαλείο. Η ταυτότητα, μεταφρασμένη σε ρεαλιστικό λόγο, σε ελπίδα και, κάποια στιγμή, σε πράξη.

Σχετικά