«Για κινητικότητα μιλά, στην ακινησία στοχεύει. Κατοχυρώνει την ασφάλεια της εργασίας ουσιαστικά, αλλά χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία. Το πρώτο είναι θετικό, όμως χωρίς τη διαφάνεια και χωρίς την αξιοκρατία ξαναγυρίζουμε στον βάλτο της δημοσιοϋπαλληλίας που ξέρουμε μέχρι τώρα. Το νομοσχέδιο δεν έχει χρόνο εφαρμογής καταρχήν και γι’ αυτό να είναι εντελώς ψευδεπίγραφο και προσχεδιασμένο. Αν και μιλάει για κινητικότητα, στην ουσία πρόκειται για το αμετακίνητο των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο το κατοχυρώνει από το πρώτο άρθρο, μιας και μιλάει για εθελοντική διαδικασία μετατάξεων. Σε απλά ελληνικά, αν δεν θέλει κάποιος να φύγει από την υπηρεσία του, δεν φεύγει», τόνισε ο κ. Μπαργιώτας, βουλευτής Λάρισας με το Ποτάμι, κατά τη συζήτηση επί της αρχής του νομοσχεδίου για την Κινητικότητα στο Δημόσιο στην Ολομέλεια της Βουλής.
Αρχικά, τόνισε ότι η κινητικότητα είναι ένα εργαλείο που μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη λειτουργία του Δημοσίου, λέγοντας ότι «η δημιουργία ενός ενιαίου διαφανούς συστήματος που να αφορά την κινητικότητα ανάμεσα στις υπηρεσίες του δημοσίου είναι κάτι επιθυμητό και πρέπει να γίνει. Αν αναπτυχθεί σωστά και όπως πρέπει, είναι ένα σοβαρό εργαλείο βελτίωσης της λειτουργίας του δημοσίου, όχι μόνον για την κάλυψη των κενών, αλλά και για την αξιοποίηση δεξιοτήτων, για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των υπηρεσιών, για τον μετασχηματισμό των υπηρεσιών, όπου και όποτε χρειάζεται. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης οι συντεχνίες και ο παλαιοκομματισμός που κυριαρχούσε δεν το επέτρεψαν να γίνει και να αναπτυχθεί ως εργαλείο. Υπήρχε μια αταραξία και μια απαρχαιωμένη λογική για τον ρόλο του δημοσίου υπαλλήλου και του δημοσίου λειτουργού, η οποία ούτε σήμερα μπορεί να αποδώσει και για την ακρίβεια έχει γίνει ένα μεγάλο βαρίδι στον τρόπο και στο κόστος λειτουργίας του δημοσίου».
Επεσήμανε ότι για να λειτουργήσει η κινητικότητα στο Δημόσιο απαιτούνται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που δεν εισάγει το νομοσχέδιο, όπως ότι «θα πρέπει να υπάρχει ένα δομημένο σύστημα κινήτρων, εξατομίκευσης των αμοιβών, επιβράβευσης της εργασίας, της απόδοσης, με εμπλουτισμό των ικανοτήτων μέσω μιας διαρκούς διαδικασίας εκπαίδευσης και ενός συστήματος κινήτρων για τη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων και των αμοιβών. Αυτό πρέπει να γίνεται σε ένα περιβάλλον εργασιακής ασφάλειας, διαφάνειας και αξιοκρατίας, θα έλεγα εγώ. Δεν νοείται κινητικότητα υπό τη «Δαμόκλειο σπάθη» των απολύσεων, αλλά δεν υπάρχει κινητικότητα επίσης, χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία».
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στη διάταξη του νομοσχεδίου για την απαγόρευση, ουσιαστικά, της απασχόλησης στελεχών του ιδιωτικού τομέα στο Δημόσιο, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «αποκλείεται η πιθανότητα πρόσληψης εμπείρων στελεχών του ιδιωτικού τομέα στο Δημόσιο. Γιατί όποιος κάνει το λάθος να πάει σε θέσεις του Δημοσίου με αυτούς τους όρους, καταδικάζεται κι αυτός και το σόι του σε τρία χρόνια ανεργίας. Γιατί, προφανώς, δεν θα μπορεί να δουλεύει σε συναφές επάγγελμα. Κανείς εξειδικευμένος άνθρωπος δεν δουλεύει γενικώς στον ιδιωτικό τομέα. Αν αφήσει μια θέση στο Δημόσιο, θα ψάξει να βρει μια ανάλογη. Αυτό εδώ στην καθολικότητά του είναι προβληματικό. Μπορεί για κάποιες θέσεις του Δημοσίου να υπάρχει η ανάγκη, αλλά ως καθολική δέσμευση νομίζω ότι απλώς αποκλείει τους τους έμπειρους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα από θέσεις στο Δημόσιο, πράγμα το οποίο είναι κακό για το Δημόσιο, δεν είναι κακό για τους ιδιώτες στην παρούσα φάση που βρισκόμαστε».
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί η απομαγνητοφώνηση της ομιλίας:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΑΡΓΙΩΤΑΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Πριν να μπω στο θέμα της κινητικότητας ή μη κινητικότητας του δημοσίου, ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για την Κύπρο, μιας και πολύ φοβάμαι ότι ξαναγίνεται επίκαιρο ένα παλιό τραγούδι του 1979 του Σαββόπουλου που λέει: «το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει».
Χωρίς καμία διάθεση αντιπολίτευσης και χωρίς καμιά διάθεση να μπω σε αντιθέσεις, θέλω να πω ότι η Ελλάδα πρέπει να σταθεί πίσω από την Κύπρο και πίσω από την προσπάθεια του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας να κρατήσει ζωντανή τη διαπραγμάτευση, εκτός και αν έχουμε αλλάξει την πάγια εξωτερική πολιτική της χώρας σε σχέση με το Κυπριακό, που λέει ότι η Κύπρος, οι Κύπριοι, οι λαοί της Κύπρου, αν θέλετε, αποφασίζουν και η Ελλάδα συμπαραστέκεται. Αν δεν έχει αλλάξει, νομίζω ότι όλοι μας και πρώτα από όλα η Κυβέρνηση, πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια την υποστήριξη στην προσπάθεια που κάνει η επίσημη κυβέρνηση της Κύπρου να βρει μια λύση στο Κυπριακό.
Τα υπόλοιπα ενδεχομένως θα χρειαστεί να τα συζητήσουμε στην πορεία σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να αφήσουμε ούτε την κρίση ούτε τα προβλήματα ούτε ενδεχομένως αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, εντός και εκτός της κυβέρνησης, να σταθούν μπροστά σε αυτό καθήκον.
Για την κινητικότητα, λοιπόν, ή, όπως είπαμε, τη μη κινητικότητα η οποία είναι ένα θέμα που απασχολεί την Ελλάδα, τη χώρα μας και την Κυβέρνηση εδώ και πολλά χρόνια, θέλω να πω τα εξής: Καταρχήν, η δημιουργία ενός ενιαίου διαφανούς συστήματος που να αφορά την κινητικότητα ανάμεσα στις υπηρεσίες του δημοσίου είναι κάτι επιθυμητό. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Αν αναπτυχθεί σωστά και όπως πρέπει, είναι ένα σοβαρό εργαλείο βελτίωσης και λειτουργίας του δημοσίου, όχι μόνον για ήταν κάλυψη των κενών, αλλά και για την αξιοποίηση δεξιοτήτων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των υπηρεσιών, για τον μετασχηματισμό των υπηρεσιών, όπου και όποτε χρειάζεται. Είναι τεράστια μεταρρύθμιση του δημοσίου.
Ξέρουμε όλοι ότι αυτό ιστορικά στη διάρκεια της μεταπολίτευσης οι συντεχνίες και ο παλαιοκομματισμός που κυριαρχούσε δεν το επέτρεψαν. Δεν το επέτρεψαν να αναπτυχθεί ως εργαλείο. Υπήρχε μια αταραξία και μια απαρχαιωμένη λογική για τον ρόλο του δημοσίου υπαλλήλου και του δημοσίου λειτουργού, η οποία σήμερα ούτε μπορεί να αποδώσει, για την ακρίβεια έχει γίνει ένα μεγάλο βαρίδιο στον τρόπο και στο κόστος λειτουργίας του δημοσίου.
Αυτού του τύπου την ακινησία και τον βάλτο τον αντικατέστησε η μνημονιακή κινητικότητα ή, αν θέλετε, η εισαγωγή της λογικής της κινητικότητας από την πίσω πόρτα και με πολύ λάθος λογική. Έτσι κατορθώθηκε να ταυτιστεί η έννοια της κινητικότητας στο δημόσιο με τις απολύσεις, μιας και η εισαγωγή της έννοιας εργασιακής εφεδρείας το 2011, αλλά και οι μετέπειτα νόμοι ουσιαστικά ταύτισαν την ανάγκη κινητικότητας με την ανάγκη μείωσης του αριθμού των υπαλλήλων και των απολύσεων. Δικαίως, λοιπόν, οι περισσότεροι Έλληνες και ειδικά οι δημόσιοι υπάλληλοι ταύτισαν την έννοια της κινητικότητας με τις απολύσεις.
Είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη των προηγούμενων κυβερνήσεων για αυτή ακριβώς την έννοια, για τη συκοφάντηση της έννοιας της κινητικότητας, μιας και τελικά ούτε δημοσιονομική προσαρμογή κατόρθωσαν να κάνουν με τις εντελώς άστοχες κινήσεις τις οποίες επέλεξαν ούτε θεσμική μεταρρύθμιση επέβαλαν, μιας και στην έννοια της κινητικότητας εντάχθηκαν μόνον αυτοί που ήταν να απολυθούν ή να βγουν στην εργασιακή εφεδρεία.
Το μόνο που κατόρθωσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις σε σχέση με αυτήν τη μεταρρύθμιση είναι να πυροβολήσουν τα πόδια τους. Όλοι θυμόμαστε ότι η νυν Κυβέρνηση και τότε αντιπολίτευση είχε ένα προνομιακό πεδίο πολιτικής παρέμβασης, όχι μόνο στις καθαρίστριες, που κατασκήνωσαν εδώ απέναντι όντας απολυμένες, αλλά και σε πολλούς άλλους κλάδους, που θίχτηκαν πραγματικά από την άκαιρη λειτουργία αυτής της λογικής.
Για να λειτουργήσει -αυτό που έλεγα προηγουμένως- η κινητικότητα, μια πραγματική κινητικότητα λένε οι ειδικοί, πρέπει να είναι ένα δομημένο σύστημα κινήτρων, εξατομίκευσης των αμοιβών, επιβράβευσης της εργασίας, της απόδοσης, εμπλουτισμό των ικανοτήτων, μιας διαρκούς διαδικασίας εκπαίδευσης, ενός συστήματος κινήτρων για τη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων των αμοιβών κ.λπ.
Αυτό πρέπει να γίνεται σε ένα περιβάλλον εργασιακής ασφάλειας, διαφάνειας και αξιοκρατίας, θα έλεγα εγώ. Δεν νοείται κινητικότητα υπό τη δαμόκλεια σπάθη των απολύσεων, αλλά δεν υπάρχει κινητικότητα επίσης, χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία.
Βέβαια, για να τα λέμε όλα στην ελληνική πραγματικότητα, τέτοια εργαλεία κινδυνεύουν και πάρα πολύ εύκολα μπορούν να μετατραπούν -και έχει γίνει στο παρελθόν- από εργαλεία διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, να γίνουν εργαλεία ρουσφετολογίας και παρεμβάσεων, εργαλεία χειραγώγησης ουσιαστικά, όχι μόνο υπαλλήλων, αλλά και ολόκληρων υπηρεσιών και ελέγχων τους. Έχει γίνει στο παρελθόν και πολύ φοβάμαι ότι γίνεται και με αυτό το νομοσχέδιο, το οποίο έχει θετικά στοιχεία.
Η αντίληψη του ενιαίου τρόπου δημοσίευσης ανακοίνωσης των κενών τρεις φορές το χρόνο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως είναι και η υποχρεωτική δημοσίευση των κενών, όπως είναι και η θεωρητική δυστυχώς ολοκλήρωση των οργανογραμμάτων, των κλαδολογίων και της αξιολόγησης. Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι ωραίο πράγμα να ακούει κανείς από αυτήν την Κυβέρνηση για αξιολόγηση, ατομική και συλλογική, μια και στα προηγούμενα χρόνια κάθε άλλο παρά σύμφωνη με κάτι τέτοιο ήταν.
Επίσης, η ψηφιακή πλατφόρμα, τα ψηφιακά οργανογράμματα, η ολοκλήρωση σε μια ενιαία πλατφόρμα, είναι ένα θέμα πολύ σημαντικό και πολύ θετικό. Το πρόβλημα είναι, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι εισάγεται πρόχειρα στο γόνατο και ουσιαστικά αφήνεται στις καλένδες των προεδρικών διαταγμάτων, όπως αφέθηκε για πολλές φορές στο παρελθόν και πολύ φοβάμαι και τώρα η πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική ολοκλήρωση του συστήματος ψηφιακής διαχείρισης εγγράφων.
Θυμίζω -για να μην αναφερθώ ξανά σε αυτό-, ότι νομοθετήθηκε το 2011 υπό την αίρεση ΚΥΑ και προεδρικών διαταγμάτων, νομοθετήθηκε ξανά δέκα έξι μήνες πριν από τον κ. Κατρούγκαλο, υπό την αίρεση μιας ΚΥΑ που δεν εκδόθηκε ποτέ, νομοθετείται σήμερα ξανά και ενώ θα έπρεπε να είναι ένα λεπτομερές, όπως είπα και χθες, αναλυτικό νομοσχέδιο που να περιλαμβάνει και να προβλέπει ό,τι χρειάζεται για να λειτουργήσει επιτέλους και να μεταβούμε στη καινούρια εποχή που είναι αναγκαίο, ουσιαστικά πάλι πολύ φοβάμαι ότι θα βαλτώσει με τον τρόπο που βάλτωσε και τις προηγούμενες δύο φορές.
Κατά τα άλλα, το νομοσχέδιο είναι κλασσικό ΣΥΡΙΖΑ. Άλλα λέει, άλλα κάνει. Για κινητικότητα μιλάει, στην ακινησία στοχεύει. Κατοχύρωση της ασφάλειας της εργασίας ουσιαστικά, αλλά χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία. Το πρώτο είναι θετικό, έτσι; Να τα λέμε. Όμως χωρίς τη διαφάνεια και χωρίς την αξιοκρατία ξαναγυρίζουμε στον βάλτο της δημοσιοϋπαλληλίας που ξέρουμε μέχρι τώρα και την ξέρουμε όλοι. Δεν έχει χρόνο εφαρμογής καταρχήν και ενδεχομένως γι’ αυτό να είναι εντελώς ψευδεπίγραφο και προσχεδιασμένο.
Προϋποθέτει ότι πρέπει να ολοκληρωθεί μια σειρά προϋποθέσεις στο δημόσιο, όπως καινούρια χρονοδιάγραμμα, κλαδολόγια, περιγράμματα εργασιών, περίγραμμα εργασιακής θέσης και το ψηφιακό οργανόγραμμα του άρθρου 16 που λέγαμε προηγουμένως, όταν και αν εκδοθούν οι ΚΥΑ και προχωρήσουμε, πράγμα που σημαίνει ότι θα εφαρμοστεί όταν και αν όλα αυτά γίνουν. Οι περισσότερες υπηρεσίες, χωρίς χρονοδιαγράμματα, χωρίς κυρώσεις, χωρίς αυστηρό οδικό χάρτη δεν πρόκειται να μπουν ποτέ ή θα αργήσουν πάρα πολύ να μπουν.
Όπως έλεγα και προηγουμένως, αν και μιλάει για κινητικότητα, στην ουσία πρόκειται για το αμετακίνητο των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο το κατοχυρώνει από το πρώτο άρθρο, μια και μιλάει για εθελοντική διαδικασία μετατάξεων. Σε απλά ελληνικά, αν δεν θέλει κάποιος να φύγει από την υπηρεσία του, δεν φεύγει. Τελεία και παύλα. Μακάρι να είναι υπεράριθμος, μακάρι η υπηρεσία του να κλείνει, μακάρι να μην χρειάζεται εκεί και να χρειάζεται απέναντι.
Σε απλά ελληνικά, αν μια εφορία έχει είκοσι δύο οικονομολόγους και η απέναντι δύο -πολλές φορές στεγάζονται και στα ίδια κτήρια-, αν δεν υπάρχει κανείς εθελοντής, η μία θα παραμείνει με είκοσι δύο και η άλλη με δύο. Δεν έχει καμία σημασία. Η λειτουργικότητα δεν εισάγεται σαν έννοια εδώ. Μπορεί με άλλους τρόπους να παρέμβει κανείς. Αυτό εδώ όμως δεν προβλέπει κίνητρα, δεν προβλέπει μεταρρύθμιση του δημοσίου, προβλέπει μόνο τη διευκόλυνση των υπαλλήλων, οι οποίοι αν δεν θέλουν να φύγουν, δεν φεύγουν. Και στο αμέσως επόμενο, είναι ότι αν θέλουν να φύγουν, πάλι φεύγουν. Δηλαδή, οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενδεχομένως δεν είναι κακό, αλλά υπό κάποιους πόρους που δεν υπάρχουν σε αυτό το νομοσχέδιο, αν δεν θέλουν να φύγουν από την υπηρεσία τους δεν φεύγουν. Αν θέλουν να φύγουν, το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να βρουν μια θέση, στην οποία να τους θέλουν. Η παλαιά υπηρεσία στην οποία υπηρετούν δεν έχει κανένα δικαίωμα να τους σταματήσει, εκτός από συγκεκριμένες οριακές περιπτώσεις που αφορούν τους ΟΤΑ, που σωστά μπαίνουν περιορισμοί. Για όλους τους άλλους δεν υπάρχει κανένας.
Μπορεί να είναι πολύτιμος, μπορεί να είναι ο μόνος που ξέρει μια δουλειά, μπορεί να τον χρειάζεται η υπηρεσία του, δεν έχει καμμιά σημασία. Αν οι τρεις της τριμελούς επιτροπής στην καινούργια υπηρεσία υποδοχής είναι φίλοι του, θα πάει στην καινούργια υπηρεσία υποδοχής και μάλιστα χωρίς κανένα κριτήριο κι αν έχει τους φίλους του εκεί που πρέπει, υπερκεράζοντας ενδεχομένως και ανθρώπους που έχουν ενδεχομένως και περισσότερα προσόντα.
Γιατί διαφάνεια και αξιοκρατία δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει κανένα σύστημα μοριοδότησης, δεν προβλέπεται καμμιά συγκεκριμένη μετρήσιμη μέθοδος αξιολόγησης η οποία να λέει «μεταξύ των δύο θα πάρω τον άλφα, γιατί έχει περισσότερα προσόντα από τον βήτα». Συνεκτίμηση προσόντων είναι μια παλιά ιστορία στο Δημόσιο. Δεν την εφηύρε ο ΣΥΡΙΖΑ. Όλα τα νομοσχέδια και όλες οι προβλέψεις προκηρύξεων θέσεων που ήθελαν να διευκολύνουν την πρόσληψη ημετέρων είναι διατυπωμένες ακριβώς, εφιαλτικά με τον ίδιο τρόπο. Αναφέρουν ένα κατεβατό προσόντων χωρίς να υπάρχει σκάλα, κλίμακα αξιολόγησης και μπαίνει και μια συνέντευξη από πίσω, στην οποία, επίσης, δεν υπάρχει καμμιά πρόβλεψη για το πώς γίνεται.
Είπα και προχθές και η τελευταία εταιρεία πρόσληψης στελεχών σε ιδιωτικές εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μπορεί να προμηθεύσει σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται, να του εφαρμόσει συγκεκριμένα εργαλεία αξιολόγησης προσόντων, είτε σε προφορικές συνεντεύξεις είτε από βιογραφικά. Όποιος θέλει, δηλαδή, να κάνει ένα αξιολογικό πλαίσιο, μπορεί να το κάνει εύκολα, να το αγοράσει κυριολεκτικά με πέντε δραχμές από τον ιδιωτικό τομέα και το εφαρμόσει. Δεν χρειάζεται καν να βάλει κάποιον να «σπάσει» το κεφάλι του να το δημιουργήσει. Απλώς κανείς δεν θέλει ούτε ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο.
Χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο φανταζόμαστε το πώς θα λειτουργήσει το «συστηματάκι» αυτό είναι ότι δεν υπάρχει διαδικασία ενστάσεων. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κάνει ένσταση στο αποτέλεσμα της κρίσης του. Δεν έχει πού να αποταθεί. Μόνο στα δικαστήρια, φαντάζομαι, και αυτό θα δημιουργήσει ακόμα μια ενδιαφέρουσα σειρά δικαστικών προσφυγών η οποία θα εκκρεμεί.
Λίγο πολύ την ίδια λογική εισάγει και η Κεντρική Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία υποτίθεται θα αξιολογεί, θα βάζει στη σειρά τα αιτήματα. Μάλιστα άκουσα και το πρωτοφανές «Δεν έχει κανένα συγκεκριμένο τρόπο αξιολόγησης κριτηρίων ή περιορισμών». Άκουσα και χθες και το πολύ ενδιαφέρον ότι επειδή, λέει, είναι Επιτροπή Αξιολόγησης υπεράνω υποψίας –δεν θυμάμαι τη διατύπωση τη χθεσινή- και ανεξάρτητη από την κυβερνητική μηχανή, δεν χρειάζεται κριτήρια. Αυτό είναι ενδιαφέρον. Δηλαδή οι Επιτροπές Αρίστων, οι οποίες αποφασίζουν πέραν κριτηρίων είναι μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή, μπορούμε να τη συζητήσουμε, αλλά δεν ισχύει στη δημοκρατία μας. Στη δημοκρατία μας, θεωρητικά τουλάχιστον, ισχύουν κανονισμοί.
Αφήστε που η Επιτροπή δεν είναι ανεξάρτητη, για τον απλούστατο λόγο ότι προβλέπει δύο μέλη από το ΑΣΕΠ, ένα από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και τέσσερα διορισμένα από την αρμόδια Υπουργό, επιλεγμένα δηλαδή από υπηρεσιακά στελέχη, τα οποία είναι κομματικά στελέχη στο ελληνικό Δημόσιο, πάντα ήταν και εξακολουθούν να είναι. Άρα, λοιπόν, το πλαίσιο είναι πολύ συγκεκριμένο.
Ένα σχόλιο μόνο για το δεύτερο κεφάλαιο, που είναι επίσης τυπικό ΣΥΡΙΖΑ. Κάναμε τον μισό νόμο πριν από τρεις μήνες, τον ξεχάσαμε τον άλλο μισό και τον φέρνουμε με καθυστέρηση. Έχουμε δει κι άλλα παραδείγματα σπονδυλωτής νομοθέτησης σε αυτό το Κοινοβούλιο τον τελευταίο καιρό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν αυτή η διαδικασία, η «οδύσσεια» της μετατροπής των θέσεων των καθαριστριών στα νοσοκομεία από θέσεις ιδιωτικού δικαίου σε θέσεις όπως είναι σήμερα. Χρειάστηκαν επτά ή οκτώ τροπολογίες για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που να μην είναι αντισυνταγματικό, να είναι λειτουργικό. Κάθε τρεις και λίγο κολλούσαν οι έρμες οι καθαρίστριες, έμεναν απλήρωτες, δεν μπορούσαν να πάρουν άδεια, γιατί κάποιος είχε μια πάρα πολύ ωραία ιδέα, την πέταξε ως χειροβομβίδα και μετά μαζεύαμε τα θραύσματα. Ή κάτι ανάλογο γίνεται και εδώ.
Εδώ το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι -και νομίζω ότι δεν είναι και πολύ τυχαίο- απαγορεύεται, ουσιαστικά αποκλείεται, η πιθανότητα πρόσληψης εμπείρων στελεχών του ιδιωτικού τομέα στο Δημόσιο. Γιατί όποιος κάνει το λάθος να πάει σε θέσεις του Δημοσίου με αυτούς τους όρους, καταδικάζεται κι αυτός και το σόι του σε τρία χρόνια ανεργίας. Γιατί, προφανώς, δεν θα μπορεί να δουλεύει σε συναφές επάγγελμα. Κανείς εξειδικευμένος άνθρωπος δεν δουλεύει γενικώς στον ιδιωτικό τομέα. Αν αφήσει μια θέση στο Δημόσιο, θα ψάξει να βρει μια ανάλογη. Αυτό εδώ στην καθολικότητά του είναι προβληματικό. Μπορεί για κάποιες θέσεις του Δημοσίου να υπάρχει η ανάγκη, αλλά ως καθολική δέσμευση νομίζω ότι απλώς αποκλείει τους εργαζόμενους, τους έμπειρους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα από θέσεις στο Δημόσιο, πράγμα το οποίο είναι κακό για το Δημόσιο, δεν είναι κακό για τους ιδιώτες στην παρούσα φάση που βρισκόμαστε.
Για το άρθρο της διαχείρισης εγγράφων είπα ήδη ότι είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα, το οποίο έπρεπε να είναι πολύ πιο αναλυτικό, πολύ πιο υποχρεωτικό.
Έχει το θετικότατο ότι έχει deadlines, έχει ημερομηνίες λήξης της δυνατότητας να μην εφαρμόζεται. Θα το ψηφίσουμε αυτό. Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ μακριά η 31η Δεκεμβρίου του 2018, αλλά κυρίως είναι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται.
Επίσης, θα ήθελε πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση –και έχω πολλές επιφυλάξεις- ο τρόπος με τον οποίο περνάει στην ανάπτυξη μιας καινούργιας πλατφόρμας ενιαίας για όλο το Δημόσιο. Ακούγεται ως τεράστια μπίζνα την οποία θα κάνει κάποιος χωρίς να περάσει από τη Βουλή, γιατί προβλέπεται προεδρικό διάταγμα για να γίνει αυτού του τύπου το στήσιμο, και αγορά software και ανάπτυξη και τεχνική και υποστήριξη, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη γνώση της Βουλής.
Αυτό το άρθρο –το επαναλαμβάνω και κλείνω μ’ αυτό- πρέπει να γίνει νομοσχέδιο και να έλθει στη Βουλή με λεπτομέρεια και σαφήνεια. Είναι πολύ σημαντικό. Είναι μια πραγματικά σημαντική μεταρρύθμιση η οποία κάποια στιγμή πρέπει, επιτέλους, να ολοκληρωθεί σωστά, γιατί, αν δεν ολοκληρωθεί σωστά, θα τη βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας, όπως έχουμε βρει πάρα πολλές δουλειές πληροφορικής που επειδή έγιναν «δουλειές», δεν βρήκαν ποτέ λειτουργία στο Δημόσιο.
Για τους ιχθυολόγους νομίζω ότι έχουμε κλείσει το θέμα. Είδα τη νομοτεχνική βελτίωση. Για τις τροπολογίες θα μου επιτρέψετε να επιφυλαχθώ για αύριο, μιας και χρειάζεται να τις δούμε λίγο παραπάνω.
Το νομοσχέδιο είναι στην πραγματικότητα ένα ευχολόγιο και είπα γιατί. Δεν έχει οδικό χάρτη και χρόνους εφαρμογής. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι η Κυβέρνηση θέλει πραγματικά να εφαρμόσει αυτό το πράγμα. Πολύ φοβάμαι ότι ακόμα και αν φτάσει κάποια στιγμή να εφαρμοστεί, έχουν μπει οι ασφαλιστικές δικλίδες που το μετατρέπουν σε ακόμα ένα νομοσχέδιο που επιτρέπει τον «πελατειασμό» και την κομματοκρατία στο Δημόσιο αντί να την πολεμά.
Σας ευχαριστώ.