Ομιλία του Γιώργου Μαυρωτά στην Ολομέλεια της Βουλής για το σ/ν του ΥΠΠΕΘ "Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου σε θέματα Εκπαίδευσης"
Με την παρατήρηση ότι το παρόν νομοσχέδιο για τους σχολικούς διευθυντές ήρθε ως επείγον για να διορθώσει βιαστικά τα προηγούμενα λάθη του αντισυνταγματικού νόμου Μπαλτά-Κουράκη, ξεκίνησε την ομιλία του στην Ολομέλεια ο Γραμματέας Κοινοβουλευτικού Έργου και βουλευτής Αττικής με το Ποτάμι, Γιώργος Μαυρωτάς. Τόνισε ότι με αυτές τις διαδικασίες αδικείται το κομβικό ζήτημα της βελτίωσης της εκπαίδευσης στη χώρα μας, στο πλαίσιο της οποία εντάσσεται και η επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης.
Σχετικά με τα κριτήρια βαθμολόγησης στην επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης, τόνισε ότι όλη η υπόθεση είναι οι συντελεστές βαρύτητας που δίνονται στα κριτήρια και η μεταξύ τους σχέση, καθώς σημασία έχει να αποφασίσουμε τι διευθυντές θέλουμε, διεκπεραιωτές ή εμπνευστές. Για το κριτήριο της προϋπηρεσίας, πρότεινε να σπάσει το ταμπού της αξιολόγησης, χωρίς ακρότητες και αφορισμούς, καθώς υπάρχει η διεθνής εμπειρία αλλά και η κοινωνική συναίνεση. Επεσήμανε ακόμη ότι υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης της μοριοδότησης της διδακτικής υπηρεσίας, γιατί είναι αδικία να αλλάζεις τους κανόνες του παιχνιδιού στο ημίχρονο. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές αν αναγνωρίζεται και η προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα.
Συνεχίζοντας, επεσήμανε ότι σε ότι αφορά τους τίτλους σπουδών θα πρέπει να μοριοδοτείται επιπλέον η συνάφεια με το αντικείμενο της Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης ενώ δεν θα πρέπει η καχυποψία που υπάρχει για το περιεχόμενο ορισμένων πτυχίων να τα ισοπεδώνει όλα. Επίσης η μοριοδότηση της επιμόρφωσης είναι πολύ χαμηλή και αποτελεί αντικίνητρο, υπονομεύοντας τη σύγχρονη τάση για δια βίου εκπαίδευση. Παράλληλα υπερθεμάτισε για τις ψηφιακές δεξιότητες, ότι δεν είναι πολυτέλεια σήμερα, αλλά αδήριτη αναγκαιότητα και θα πρέπει ανάλογα να αξιολογούνται.
Εστιάζοντας στην τροπολογία που κατέθεσε το Ποτάμι σχετικά με την αναγκαιότητα οι διευθυντές να δηλώνουν τις σχολικές μονάδες αφού ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και γνωστοποιηθεί η βαθμολογία, τόνισε ότι έτσι δεν θα υπάρχει η δυνατότητα «μαγειρέματος» της συνέντευξης, και είναι πολύ θετικό που ο Υπουργός δήλωσε ότι την υιοθετεί.
Ο κ. Μαυρωτάς προχώρησε την ομιλία του επαναφέροντας το ζήτημα των αποσπάσεων των εκπαιδευτικών σε γραφεία κομμάτων, Υπουργεία κλπ, ερώτηση την οποία έχει καταθέσει το Ποτάμι από τις 08/09/2016 χωρίς να έχει λάβει ακόμη απάντηση.
Για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, σχολίασε ότι το θέμα δεν είναι μόνο να καλυφθούν τα κενά αλλά η ποιότητα της εκπαίδευσης, αλλιώς τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων θα είναι αμφίβολα.
Συνεχίζοντας κάλεσε τον κ. Γαβρόγλου να δώσει διευκρινίσεις σε ζητήματα που ανέκυψαν στον νόμο για το συμπληρωματικό μνημόνιο και έγκαιρα υπέδειξε το Ποτάμι, σχετικά με τις αμοιβές από ερευνητικά προγράμματα και το επίδομα διδακτορικού σε μέλη ΕΔΙΠ και ΕΕΠ. Τόνισε επίσης ότι τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΣΕΙ) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο με τα Πανεπιστήμια.
Για το θέμα του Τεμένους υποστήριξε με έμφαση ότι αποτελεί ένα θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το οποίο η χώρα μας είναι ήδη εκτεθειμένη και το Ποτάμι στα θέματα των δικαιωμάτων δεν κάνει εκπτώσεις ούτε μικροπολιτικά παιχνίδια.
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Το παρόν νομοσχέδιο ήρθε με τη διαδικασία του επείγοντος λόγω του ότι κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος «Μπαλτά-Κουράκη» για τη επιλογή στελεχών εκπαίδευσης. Έρχεται να διορθώσει βιαστικά, δηλαδή, ένα προηγούμενο λάθος. «Νομοθεσία με τη μέθοδο δοκιμής και σφάλματος». Χρήσιμη ως μαθηματική μέθοδος, όχι όμως ως νομοθετική. Και αυτό αδικεί το κομβικό αυτό ζήτημα για τη βελτίωση της εκπαίδευσης της χώρας μας, δηλαδή της επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης, της επιλογής των ηγετών.
Κανονικά θα έπρεπε να το συζητήσουμε, να συμφωνήσουμε, να διαφωνήσουμε για δύο ή και περισσότερους μήνες και όχι για δύο μέρες. Εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση, κύριε Υπουργέ, που έκανα και στην Επιτροπή, δείτε μήπως στον τίτλο χρειάζεται να βάλουμε και το «και άλλες διατάξεις», γιατί μέσα στο νομοσχέδιο δεν αναφέρονται μόνο θέματα εκπαίδευσης, υπάρχει και πέμπτο το άρθρο με το ισλαμικό τέμενος.
Ας ξεκινήσουμε από το άρθρο 1. Αφορά στην επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης. Υπάρχουν τρία βασικά κριτήρια που βαθμολογούνται: Η επιστημονική επάρκεια, με τους διάφορους τίτλους που έχει ο καθένας δηλαδή, η εμπειρία, η προϋπηρεσία, η επετηρίδα και τέλος η προσωπικότητα, η οποία ουσιαστικά αξιολογείται με τη συνέντευξη.
Ενώ παλαιότερα ο νόμος έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην επιστημονική επάρκεια, μετά στην προσωπικότητα και στο τέλος στην προϋπηρεσία, τώρα αλλάζουν τα πράγματα. Βασικότερο ρόλο παίζει η προϋπηρεσία, μετά τα επιστημονικά προσόντα και στο τέλος η προσωπικότητα.
Όλη η υπόθεση σε μια τέτοια κατάσταση αξιολόγησης στελεχών εκπαίδευσης είναι τι συντελεστές βαρύτητας θα δώσουμε σε αυτά τα τρία κριτήρια, ποια θα είναι δηλαδή η μεταξύ τους σχέση και αυτό εκφράζεται με τη μοριοδότηση. Θέλουμε δηλαδή τα τέσσερα χρόνια προϋπηρεσίας να ισοδυναμούν με ένα διδακτορικό; Τέσσερα μόρια τα ένα, τέσσερα μόρια και το άλλο. Αυτό θα πρέπει να το συζητήσουμε και να το συμφωνήσουμε.
Θα πρέπει επίσης να αποφασίσουμε τι διευθυντές θέλουμε στα σχολεία μας και όχι ποιοι είναι πιο κοντά στα αφτιά της εξουσίας. Έτσι θα πρέπει να καθορίσουμε τα κριτήρια. Θέλουμε δηλαδή διευθυντές διεκπεραιωτές ή διευθυντές εμπνευστές της σχολικής κοινότητας;
Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Σε ό,τι αφορά την προϋπηρεσία, μετράμε ουσιαστικά μόνο τα χρόνια στην τάξη, ανεξάρτητα αν κάποιος είναι φιλότιμος και δίνει και την ψυχή του μέσα στην τάξη και αν κάποιος είναι αδιάφορος και βλέπει το ρολόι του πότε θα περάσει η ώρα. Αν υπηρετούν δεκαπέντε χρόνια, παίρνουν τα ίδια μόρια και ο αδιάφορος μάλιστα πιο ξεκούραστα. Μπορεί, όμως, ο αδιάφορος να γίνει καλός διευθυντής; Όχι. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι πρέπει να σπάσουμε το ταμπού της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Χωρίς ακρότητες και αφορισμούς δεν είναι ανάγκη να ξαναανακαλύψουμε τον τροχό. Υπάρχει η διεθνής εμπειρία και σήμερα και η κοινωνική συναίνεση. Το θέλει η κοινωνία, το θέλουν οι φιλότιμοι εκπαιδευτικοί. Οι μόνοι που δεν το θέλουν ίσως είναι οι συνδικαλιστές.
Το κριτήριο της μοριοδότησης της διδακτικής υπηρεσίας, που είναι το δεύτερο, θα πρέπει να ουσιαστικά να αναθεωρηθεί, γιατί υπάρχει μια αδικία στο να αλλάζεις τους κανόνες στη μέση του παιχνιδιού, στο ημίχρονο. Δηλαδή άνθρωποι που ήξεραν ότι μετράει ως διδακτική υπηρεσία η θητεία τους σε διάφορες θέσεις και πήραν την απόφασή τους με γνώμονα αυτό -όπως οι σχολικοί σύμβουλοι, οι πάρεδροι, εργαζόμενοι σε κέντρα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και άλλους φορείς- ή θα πρέπει να τους δοθεί λοιπόν μια μεταβατική περίοδος ή με κάποιον τρόπο να υπάρχει και εδώ ένας συντελεστής μοριοδότησης. Ας μην είναι δηλαδή ίδια τα μόρια με κάποια θητεία στην τάξη, αλλά να μην πετιούνται και στον κάλαθο των αχρήστων αυτά τα χρόνια.
Επίσης, όσοι διδάσκουν σε πανεπιστήμια με το Προεδρικό Διάταγμα 407, που γίνεται κατόπιν απόφασης τμήματος, και όχι αυτοί που είναι απλώς αποσπασμένοι στα πανεπιστήμια, θα πρέπει να τους αναγνωριστεί πραγματικά η προϋπηρεσία. Και όχι βέβαια με το αστείο ένα μόριο μάξιμουμ για όσα χρόνια έχεις διδάξει. Πάντα μένω στη διδακτική υπηρεσία.
Τέλος, είναι ασαφές αν το παρόν νομοσχέδιο αναφέρεται σε προϋπηρεσία και στον ιδιωτικό τομέα για τη μοριοδότηση ή μήπως αυτό θα έπρεπε να μπει ρητά.
Ένα άλλο κομμάτι έχει να κάνει με τα επιστημονικά προσόντα. Υπάρχει μια, όχι αδικαιολόγητη, καχυποψία απέναντι στους μεταπτυχιακούς τίτλους, κάποιοι μπορεί να είναι απλώς χαρτιά, χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Όμως, έτσι όπως το κάνουμε, μαζί με τα χλωρά καίγονται και τα ξερά. Αυτό που χρειάζεται είναι αυστηρός έλεγχος, μπορεί να τον κάνει το ΔΟΑΤΑΠ, και όχι επειδή δεν μπορούμε να ελέγξουμε κάτι, να το καταργούμε. Απαξιώνεται έτσι η προσπάθεια του κάθε εκπαιδευτικού για επιμόρφωση και βελτίωση. Πετάμε μαζί με τα απόνερα του μπάνιου και το παιδί.
Όπως επίσης θα πρέπει να τονιστεί και το θέμα της συνάφειας των τίτλων σε σχέση με τον ρόλο που καλείται να παίξει ο διευθυντής. Οι τίτλοι που έχουν συνάφεια με το αντικείμενο της οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης θα πρέπει να μοριοδοτούνται και να μοριοδοτούνται περισσότερο από άσχετους με την οργάνωση και τη διοίκηση τίτλους.
Δεν πρέπει να μοριοδοτείται το ίδιο ένα διδακτορικό στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης με ένα διδακτορικό, για παράδειγμα, στη γεωλογία ή στην αστροφυσική για τη συγκεκριμένη δουλειά που το θέλουμε, δηλαδή για επιλογή στελεχών εκπαίδευσης, διευθυντών εκπαίδευσης. Ας παίρνει, για παράδειγμα, έξι μόρια ο σχετικός τίτλος και τρία μόρια ο μη σχετικός.
Επιμορφώσεις. Και βέβαια δεν θα πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε εκπτώσεις στα προσόντα των διαφόρων εκπαιδευτικών. Επιμένετε στο ανώτατο όριο στην ύπαρξη πιστοποιητικών επιμόρφωσης μέχρι μία μονάδα το ανώτερο, ενώ στον παλαιότερο νόμο αθροίζονταν όσα είχε κανείς ανά κατηγορία επιμόρφωσης.
Και εδώ πέρα αυτό που χρειάζεται είναι ο έλεγχος ποιότητας, να δούμε δηλαδή εάν οι επιμορφώσεις έχουν πραγματικό περιεχόμενο, γιατί αλλιώς άμα τις υποβαθμίζουμε, ουσιαστικά είναι ένα αντικίνητρο στην επιμόρφωση των στελεχών και υπονομεύεται έτσι η σύγχρονη τάση που υπάρχει για διά βίου εκπαίδευση.
Πάμε στη ξένη γλώσσα και στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Εμείς προτείνουμε να υπάρχει διαφοροποίηση ανά επίπεδο γλωσσομάθειας, όπως υπήρχε στον παλαιότερο νόμο, όπως υπάρχει και στο ΑΣΕΠ. Το Υπουργείο στο θέμα των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών επιλέγει να τηρήσει σε ισχύ την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του ν. 4327/2017 βάσει της οποίας οι επιμορφωμένοι σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών α΄ επιπέδου, που είναι η βασική χρήση υπολογιστή, παίρνουν μισό μόριο, ενώ αποκλείονται βάσει νόμου οι πληροφορικοί από την μοριοδότηση αυτή.
Όμως, ο διευθυντής του σχολείου του εικοστού πρώτου αιώνα πρέπει να έχει ψηφιακές δεξιότητες. Δεν λέω μόνο να στέλνει email ή να μπορεί να μπαίνει στο διαδίκτυο, αλλά να χειρίζεται το my school, να έχει λόγο στη δημιουργία και την λειτουργία της ιστοσελίδας του σχολείου. Οι ψηφιακές δεξιότητες δεν είναι, λοιπόν, πολυτέλεια σήμερα, αλλά είναι μια αδήριτη αναγκαιότητα.
Πάμε στα θέματα της συνέντευξης, για τα οποία έχουμε ακούσει αρκετά. Η συνέντευξη δεν είναι κακό πράγμα, αρκεί να έχει μια αξιοπιστία και αντικειμενικότητα. Πρέπει να είναι δομημένη και μαγνητοφωνημένη, όπως σε όλο το Δημόσιο με βάση τον ν. 4369/2016 για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας.
Επίσης, στο θέμα του συμβουλίου της επιλογής των στελεχών θα πρέπει να δούμε το θέμα των αιρετών. Οι αιρετοί τελικά μήπως θα πρέπει να έχουν τον ρόλο του τοποτηρητή των διαδικασιών ώστε να μην αδικείται κανένας και όχι να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες; Πρέπει να το ανοίξουμε και αυτό το ζήτημα.
Ένα άλλο θέμα που μας απασχόλησε στις Επιτροπές και το ακούσαμε από πολλούς φορείς είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης των σχολικών μονάδων, δηλαδή των προτιμήσεων των υποψήφιων διευθυντών. Το ακούσαμε και από τους φορείς, καταθέσαμε και εμείς σχετική τροπολογία. Οι υποψήφιοι διευθυντές να δηλώνουν σχολεία αφού ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και ξέρουν τη βαθμολογία τους, δηλαδή μετά τη συνέντευξη, όπως δηλαδή γίνεται και στις πανελλαδικές εξετάσεις, πρώτα βλέπουν τη βαθμολογία τους οι μαθητές και μετά δηλώνουν σχολές, έτσι ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα «μαγειρέματος» της συνέντευξης.
Χαίρομαι που το ακούω, κύριε Υπουργέ. Μάλιστα, είχα σημειώσει εδώ πέρα ότι νόμιζα πως θα το δείτε θετικά. Ήδη, το είδατε θετικά.
Πάμε στο άρθρο 3. Εδώ στη μεγάλη λίστα με τις υπηρεσίες που διατηρούν τις γενικές ή ειδικές διατάξεις αποσπάσεων μεταθέσεων του προσωπικού κατ’ εξαίρεσιν του ενιαίου συστήματος κινητικότητας προστίθενται και άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και υπηρεσίες ΟΑΕΔ. Θα θέλαμε λίγο παραπάνω να μας αιτιολογήσετε γιατί γίνεται αυτό, γιατί δεν είναι πλήρως κατανοητό.
Επίσης, θα θέλαμε να μας απαντήσετε διακαώς σε μια ερώτηση που έχουμε κάνει από τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν Υπουργός ήταν ο κ. Φίλης για το πόσοι είναι οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί σε κόμματα, Υπουργεία και σε άλλους φορείς. Δεν νομίζουμε ότι αυτό είναι κρατικό μυστικό για να μην μας το αποκαλύπτετε.
Πάμε τώρα στην παράγραφο 2 του άρθρου 3, που αφορά την ειδική αγωγή. Η συγκεκριμένη διάταξη θεωρούμε ότι είναι αρκετά σαφής, όπως θα αναφέρανε και οι φορείς και προβληματίζει το γεγονός ότι σε περιπτώσεις που υφίστανται ανάγκες ειδικής αγωγής τότε δύναται να τοποθετούνται εκπαιδευτικοί άλλων ειδικοτήτων της ίδιας διεύθυνσης. Το θέμα δεν είναι μόνο να καλυφθούν τα κενά στην ειδική αγωγή, αλλά και η ποιότητα της εκπαίδευσης, αλλιώς τα αποτελέσματα θα είναι αμφίβολα.
Το άρθρο 4 αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση. Είναι ένα κομβικό θέμα η επαγγελματική εκπαίδευση, στο οποίο η χώρα μας θα πρέπει να μετεξελιχθεί και να το αναβαθμίσει.
Κάθε βήμα, λοιπόν, πρέπει να είναι μελετημένο καλά. Η διατύπωση της διάταξης, έτσι όπως είναι, θεωρούμε ότι είναι ασαφής για το ποιοι εκπαιδευτικοί θα χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα στις δραστηριότητες που αναφέρονται, μαθητεία κλπ. Δεν είμαστε, όμως, αρνητικοί στην προσπάθεια αυτή που γίνεται για την αναβάθμιση όσο γίνεται της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης.
Τέλος, θα ήθελα από τον Υπουργό να δώσει στην ομιλία του κάποιες διευκρινήσεις παραπάνω για το θέμα που έχει προκύψει με τους ΕΔΙΠ και τους ΕΕΠ, ώστε να αποσαφηνιστεί, γιατί υπάρχει μια ανησυχία για το αν δικαιούνται την αμοιβή από ερευνητικά προγράμματα και το επίδομα διδακτορικού.
Επίσης, το πλαίσιο των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Σχολή Ικάρων, Δοκίμων, Ευελπίδων κλπ θα πρέπει και αυτό, κατά τη γνώμη μας, να εναρμονιστεί με το πλαίσιο των πανεπιστημίων, κάτι που έχει τον αντίκτυπό του σε αυτό που ψηφίσαμε την περασμένη εβδομάδα.
Τα τελευταία πέντε λεπτά επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο άρθρο 5 για το ισλαμικό Τέμενος. Παραδίδεται μάλλον τον άλλο μήνα και πρέπει να υπάρχει ένα διοικητικό συμβούλιο που θα το παραλάβει.
Σε σχέση με το ν. 3512/2006 της κ. Γιαννάκου, έναν προοδευτικό –ειλικρινά- για την εποχή του νόμο, γίνονται κάποιες αλλαγές στη στελέχωση. Κάποιες από τις αλλαγές αυτές υπαγορεύονται από τις συνθήκες, όπως η αλλαγή του οργανογράμματος του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ενώ κάποιες άλλες είναι επιλογές της Κυβέρνησης, όπως η αλλαγή στα δύο μέλη που προτείνει ο Δήμος Αθηναίων και αυτά που προτείνουν οι μουσουλμανικές κοινότητες.
Επίσης, θα θέλαμε -και το αναφέραμε στις Επιτροπές- το Προεδρικό Διάταγμα που αφορά τον Οργανισμό λειτουργίας του ισλαμικού Τεμένους να βγει σε δημόσια διαβούλευση, ώστε να μεγιστοποιηθεί ο κοινωνικός διάλογος πάνω στο θέμα.
Το θέμα του τεμένους είναι ένα θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για το οποίο η χώρα μας είναι ήδη εκτεθειμένη. Αν φτάσει μέχρι τη Βουλή και κολλήσει, τότε το μήνυμα που περνάει είναι ότι η ελληνική Πολιτεία αρνείται βασικά δικαιώματα. Γι’ αυτό, όπως είπα εμφατικά ως Εισηγητής και στις Επιτροπές, θα το υπερψηφίσουμε χωρίς ενδοιασμούς. Στα θέματα των δικαιωμάτων δεν κάνουμε εκπτώσεις ούτε παιχνίδια.
Όμως, υπάρχει ένα θέμα. Όταν συνεργάζεσαι, πόσο μάλλον όταν συγκυβερνάς με κάποιον, δεν είναι ανάγκη να συμφωνείς σε όλα. Πρέπει να συμφωνείς στα βασικά και να κρατάς τις διαφοροποιήσεις σου για τα θέματα θεωρητικά ήσσονος σημασίας.
Είναι για εσάς της Κυβέρνησης, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήσσονος σημασίας; Ποια είναι τα σημαντικότερα θέματα με τα οποία συμφωνείτε με τους ΑΝΕΛ και συγκυβερνάτε, έτσι ώστε να το ξεπεράσετε αυτό; Η εξουσία είναι η συγκολλητική ουσία; Ο πόλεμος κατά της διαπλοκής; Της διαπλοκής των άλλων, βέβαια, γιατί έχουν αρχίσει να αναδύονται φαινόμενα διαπλοκής και στις μέρες σας.
Εδώ οφείλετε μια μεγάλη «συγγνώμη» στο Ποτάμι, που από τότε που ήρθε στο προσκήνιο το κατασυκοφαντήσατε, το λασπολογήσατε, μαζί με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα τρολ σας. Γιατί ήταν το μόνο που δεν είχε σκελετούς στη ντουλάπα. Το είπατε «κόμμα του Μπόμπολα», «κόμμα της διαπλοκής», «κόμμα των καναλαρχών». Τι έχετε να πείτε τώρα, όταν αυτά για τα οποία μας συκοφαντούσατε τα βλέπουμε στην αυλή σας;
Στο θέμα του Τεμένους θα μπορούσαμε να υποκύψουμε στον πειρασμό να δημιουργήσουμε μια μίνι κυβερνητική κρίση, χωρίς να μας νοιάζει αν θα εκτεθούμε ως χώρα. Δεν το κάνουμε, όπως δεν το κάναμε και σε άλλες περιπτώσεις. Ποτέ δεν φορέσαμε την κομματική φανέλα πάνω από την εθνική. Ποτέ δεν βάλαμε τα κόμματα πάνω από τα δικαιώματα. Γι’ αυτό είμαστε άλλωστε Το Ποτάμι.