του Σταύρου Τσακυράκη Νομίζω ότι είναι ορθή η εκτίμηση πως το πολιτικό σκηνικό της χώρας εξακολουθεί να είναι το ίδιο ζοφερό με αυτό που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Παρά το γεγονός ότι με αφάνταστες θυσίες και αδικίες, επιτεύχθηκε μια δημοσιονομική ισορροπία και ο κίνδυνος μιας άμεσης χρεοκοπίας φαίνεται να απομακρύνθηκε προς το παρόν, η αίσθηση είναι ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο.
Νομίζω ότι είναι ορθή η εκτίμηση πως το πολιτικό σκηνικό της χώρας εξακολουθεί να είναι το ίδιο ζοφερό με αυτό που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Παρά το γεγονός ότι με αφάνταστες θυσίες και αδικίες, επιτεύχθηκε μια δημοσιονομική ισορροπία και ο κίνδυνος μιας άμεσης χρεοκοπίας φαίνεται να απομακρύνθηκε προς το παρόν, η αίσθηση είναι ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζουν την κρίση σαν μια επώδυνη μακρά παρένθεση που όπου νάναι τελειώνει και βαυκαλίζονται ότι μπορούν ανέξοδα να κάνουν ό,τι ακριβώς έκαναν και στο παρελθόν: να κτίζουν πελατειακές σχέσεις και να στηρίζονται σε αυτές, να διορίζουν και να διανέμουν προνόμια. Είναι απίστευτη η ένδεια που επιδεικνύει η συντηρητική παράταξη για την εξήγηση των αιτιών της δεινής κρίσης και ακόμη πιο απίστευτη η επιμονή της στις πρακτικές και τις πολιτικές που μας έφεραν στη κατάσταση που βρισκόμαστε. Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ έχει εγκαταλείψει τελείως το «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» και συμμετέχει ενεργά στη νομή της εξουσίας με τον παλιό γνώριμο τρόπο. Η στάση του καθιστά αναξιόπιστη την όποια πρότασή του για ανασυγκρότηση του μεσαίου χώρου, η οποία δικαιολογημένα εκλαμβάνεται από τους πολίτες σαν απλό εκλογικό τέχνασμα. Ο τελευταίος ανασχηματισμός συμβολίζει με τον πιο έκδηλο τρόπο τον αυτισμό των εταίρων προς κάθε αίτημα αλλαγής.
Με χίλια ζόρια και με τις πιέσεις των ξένων κρατηθήκαμε στην επιφάνεια αλλά με την αναβίωση απαράλλακτης της παλαιοκομματικής πρακτικής του παρελθόντος αυτή η κυβέρνηση μας οδηγεί σταθερά σε νέες περιπέτειες. Είναι μια απογοητευτική για τη χώρα κυβέρνηση που θα είχε προ πολλού καταρρεύσει αν δεν υπήρχε ο φόβος της αντιπολίτευσης. Όσο και να ακούγεται παράδοξο είναι η αντιπολίτευση με την πολιτική της που κρατά ζωντανή αυτή τη κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ παράβλεψε τις ιδιομορφίες της παθογένειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και είδε την κρίση ως ευκαιρία καταγγελίας της οικονομίας της αγοράς, της Ευρώπης και του Ευρώ. Κατά καιρούς παρουσίασε ως πρότυπα τη Βενεζουέλα ή την Αργεντινή ενώ υποδαύλισε την οργή των δοκιμαζόμενων πολιτών και συμπαρατάχθηκε σε κάθε συντεχνιακό αίτημα δίκαιο ή άδικο.
Η ειρωνεία είναι ότι όσο λιγότερο πιστεύει ο κόσμος τη ρητορεία της αντιπολίτευσης, όσο απομακρύνεται ο φόβος για τη δήθεν μεγάλη αλλαγή, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές. Με άλλα λόγια θα τις κερδίσει στο βαθμό που διαφαίνεται, αυτό που πρώτοι είδαν οι εργατοπατέρες που έσπευσαν στις τάξεις της: ότι τίποτα ουσιαστικά δεν θα αλλάξει εκτός φυσικά από την εναλλαγή των προσώπων στην εξουσία. Η μεγαλύτερη ουσιαστική μομφή προς την αντιπολίτευση είναι ότι με τις γενικόλογες καταγγελίες άφησε στο απυρόβλητο τις πρακτικές του παλαιοκομματικού συστήματος διακυβέρνησης και έτσι υπονόμευσε την απαίτηση για συγκεκριμένες ριζικές αλλαγές.
Ισχύει για την αντιπολίτευση το ίδιο που ισχύει για την κυβέρνηση: θα είχε προ πολλού αποδυναμωθεί αν δεν είχε απέναντί της μια πολύ κακή κυβέρνηση. Το ευτύχημα είναι ότι αρκετοί πολίτες αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο στο οποίο μας οδηγούν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν αυτοδυναμία είτε στο ένα είτε στο άλλο κόμμα. Ποια, όμως, πολιτική δύναμη μπορεί να συμπράξει με ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ για μια λογική διακυβέρνηση της χώρας; Τα κόμματα-τέρατα της κρίσης και το ΚΚΕ δεν είναι υποψήφιοι. Μένουν το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ που βρίσκεται σε κρίση και το ΠΟΤΑΜΙ. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ έχουν στη πλάτη τους το βάρος της αποτυχημένης συγκυβέρνησης και άρα δεν μπορούν πειστικά να προβάλουν ως τρίτος πόλος.
Το Ποτάμι είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να απευθυνθεί σε όσους πολίτες απορρίπτουν το δίλημμα ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ και να ζητήσει τη δύναμη για να εγγυηθεί μια διακυβέρνηση που δεν θα βάλει τη χώρα σε περιπέτειες και θα κρατήσει ανοικτή την προοπτική των μεταρρυθμίσεων. Βεβαίως, όπως πολλές φορές είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης, το Ποτάμι δεν δημιουργήθηκε για να διεκδικήσει ένα κομμάτι εξουσίας. Φιλοδοξεί να συμβάλει στις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα. Όμως δεν επιτρέπεται σε μια υπεύθυνη πολιτική δύναμη να αδιαφορεί για την δυνατότητα κυβερνητικής λύσης περιμένοντας να έρθει η ώρα για το δικό της πρόγραμμα. Άλλωστε η άρνηση σύμπραξης στις σημερινές περιστάσεις δεν θα σήμαινε παρά, μετά από αλλεπάλληλες εκλογές, αυτοδυναμία ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή μια λύση καταστροφική.
Πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε ότι παρόλο που είμαστε μια νέα πολιτική δύναμη, δεν θα καθίσουμε στην άκρη, καθαροί και αμόλυντοι, αλλά εφόσον έχουμε τη δυνατότητα θα συμβάλλουμε σε μια κυβερνητική λύση είτε πρώτο κόμμα έρθει η ΝΔ είτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μερικοί μας λένε: δεν μπορεί και με τους δύο, διαλέξτε. Η απάντηση είναι ότι και οι δύο είναι κακοί, δεν θα συνεργαστούμε επειδή με κάποιον συγγενεύουμε, αλλά γιατί θα αποτρέψουμε το χειρότερο που είναι να κυβερνήσουν μόνοι τους.
Δεν πρόκειται, όμως, να κάνουμε αυτά που κοροϊδεύουμε. Οι όροι της κυβερνητικής συνεργασίας θα είναι διαφανείς και θα ελέγχονται από τη κοινή γνώμη. Για την συνεργασία υπάρχουν δύο προφανείς κόκκινες γραμμές (για να χρησιμοποιήσω ένα όρο της μόδας), η μία προς τη ΝΔ, η άλλη προς το ΣΥΡΙΖΑ. Η κόκκινη γραμμή με τη ΝΔ είναι το πελατειακό κράτος. Δεν θα συνεργαστούμε αν δεν εξασφαλίσουμε αξιοκρατικούς διορισμούς στις θέσεις διοίκησης. Δεν θα υπάρξει κανένα 4-2-1 ή άλλη κατανομή αλλά θα επαναφέρουμε ανανεωμένο το open gov. Το Ποτάμι μπορεί να μην διορίσει κανένα δικό του στέλεχος αλλά θα είναι υπεύθυνο για κάθε διορισμό που θα γίνει. Η κόκκινη γραμμή με το ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανώς η Ευρώπη και το Ευρώ. Δεν είναι θέμα γενικής διακήρυξης αλλά εξασφάλισης ότι δεν θα γίνει καμία ενέργεια που μπορεί να διαταράξει τις σχέσεις μας με τους εταίρους και τη θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κόκκινες αυτές γραμμές πρέπει να εκφραστούν και από τα πρόσωπα της συγκυβέρνησης. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αν η ΝΔ βγει πρώτο κόμμα, δεν πρέπει να είναι δεδομένο ότι θα ηγηθεί της νέας κυβερνητικής συνεργασίας ο σημερινός Πρωθυπουργός που διακρίθηκε στον διορισμό ημετέρων και τη διανομή προνομίων. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ βγει πρώτο κόμμα το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών πρέπει να ανατεθεί σε πρόσωπο αναμφισβήτητου ευρωπαϊκού προσανατολισμού.
Οι κόκκινες γραμμές και τα πρόσωπα φυσικά δεν είναι αρκετά για να διαγράψουν μια κυβερνητική συνεργασία. Το Ποτάμι, αναλόγως και με τη δύναμή του, πρέπει να θέσει προτεραιότητες για συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, να τις διαπραγματευτεί και το κυριότερο να εφαρμόσει ό,τι συμφώνησε.
Δεν θα ήθελα να κλείσω μένοντας στις άμεσες προοπτικές συνεργασίας για την εξουσία. Το Ποτάμι, είπαμε, έχει τη μεγάλη φιλοδοξία να πείσει τους πολίτες ότι η κρίση είναι αφορμή για τη δημιουργία μιας δίκαιης, σύγχρονης και αποτελεσματικής κοινωνίας. Γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έργο δύσκολο που απαιτεί ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς: δικαιοσύνη, διοίκηση, παιδεία, υγεία, ασφάλιση. Με αυτό, όμως, το έργο πρέπει εν τέλει να αναμετρηθούμε και σε αυτό έχουμε ανάγκη από τη συμπαράταξη όλων των δυνάμεων που βλέπουν το αδιέξοδο του δικομματισμού. Οι δυνάμεις αυτές είναι υπαρκτές και ισχυρές. Το μέγα στοίχημα είναι να κατορθώσουμε χωρίς ιδεοληψίες και φανατισμούς να τις ενώσουμε σε μια μεγάλη παράταξη που θα αλλάξει τη κοινωνία μας.