20 Σεπτεμβρίου, 2014

Πολιτισμός ή politismos;

του Σωτήρη Γκορίτσα

Διάλεξα να μιλήσω για τον πολιτισμό όχι επειδή είμαι σκηνοθέτης, αλλά επειδή πιστεύω ότι εδώ και χρόνια ζούμε μια παρεξήγηση η οποία έχει σημαντικό μερίδιο στο σημερινό μας αδιέξοδο.

Μικρός όποτε άκουγα «Ελληνικός πολιτισμός» το μυαλό μου πήγαινε σε Μουσεία, αγάλματα, παράδοση, φορεσιές, χορούς και τραγούδια.
Νόμισα τότε ότι η προγονοπληξία ήταν συνυφασμένη με τη δικτατορία, την εθνικοφροσύνη και τη Δεξιά. Αργότερα κατάλαβα ότι και η Αριστερά κάτι αντίστοιχο πρεσβεύει. Με τους δικούς της πρωταγωνιστές στη θέση των άλλων.

Από τις σχολικές δηλ. γιορτές μέχρι τα φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, μάχες, θυσίες και ηρωισμοί, που εξαιτίας τους εμείς υπάρχουμε σήμερα, συνέθεταν το μυθικό πανόραμα του παρελθόντος από το οποίο η κάθε παράταξη διάλεγε να υπερασπιστεί αυτό που εξυπηρετούσε την τρέχουσα πολιτική της. Καουμπόηδες και Ινδιάνοι κι εσύ απλά διάλεγες στρατόπεδο.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τον πολιτισμό, κοινός τόπος και των δυο παρατάξεων η αποφυγή του παρόντος και η ενασχόληση με το παρελθόν. Η σύγχρονη Ελλάδα φάνταζε για κοινό και δημιουργούς μικρή και λίγη, κάτι σαν φτωχός απόγονος ενός ένδοξου παρελθόντος.

Από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, η λογοτεχνία, το θέατρο, η μουσική, ο κινηματογράφος, αν δεν ασχολιόταν με το παρελθόν και την ανάγνωσή του από την Αριστερά που είχε επικρατήσει στο πολιτιστικό τοπίο, ήταν καταδικασμένο στο περιθώριο.

Αυτή την εικόνα μας προβάλλαμε στον Δυτικό κόσμο και αυτός ευχαρίστως κατανάλωνε. Σε αντίθεση όμως με τις δικές τους κοινωνίες οι οποίες από νωρίς είχαν στρέψει τα μάτια τους στα σύγχρονα δικά τους προβλήματα. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έγιναν πρεσβευτές μας άνθρωποι σαν τον Σαββόπουλο, τον Άκη Πάνου ή τον Ρασούλη, για να περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα από τη μουσική.

Κάπως έτσι μπορώ να καταλάβω γιατί ο γιος μου και η νεότερη γενιά επιμένει να αγνοεί οτιδήποτε παράγεται στη χώρα, γνωρίζει καλύτερα το Βερολίνο και το Μπρονξ από το Περιστέρι, πολλοί νέοι τραγουδοποιοί για να εκφραστούν πρέπει να γράψουν σε αγγλικό στίχο και στους δέκα τίτλους πρόσφατων ελληνικών ταινιών οι οκτώ είναι στα αγγλικά.

Συνεχίζεται έτσι η παλιά επαρχιώτικη αντίληψη της Ψωροκώσταινας, του «υπανάπτυκτου», που περιμένει την αναγνώριση από τον «αναπτυγμένο». Δημιουργοί πρόθυμοι να την υπηρετήσουν βρέθηκαν και συνεχίζουν να βρίσκονται αρκετοί.

Μικρό το κακό εάν αφορούσε βέβαια μόνο τους δημιουργούς. Το πρόβλημα με αυτήν την αντίληψη που επικράτησε είναι ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας μας ταύτισε τον πολιτισμό με κάτι «υψηλό» και «ξένο». Δεν την αφορά. Αφορά αλλοδαπούς και τους λίγους γηγενείς υποψιασμένους. Προϊόν της είναι το οριστικό διαζύγιο πολιτισμού και ψυχαγωγίας -αγωγής δηλ. της ψυχής κατά τους προγόνους μας- που τόσο μας αρέσει να μνημονεύουμε. Έτσι φυσικό επακόλουθο είναι η ψυχαγωγία να αφεθεί στα χέρια διασκεδαστών, στην τηλεόρασης και στα νυχτερινά, κατά Βαγγέλη Γιαννόπουλο, «πολιτιστικά κέντρα», δηλαδή σκυλάδικα.

Το διαζύγιο πολιτισμού και ψυχαγωγίας γέννησε τα βλακώδη για διάκριση «ποιοτικού» και «εμπορικού», τη λέξη «κουλτούρα» συνώνυμη της απόλυτης βαρεμάρας και του ακατανόητου «πειραματισμού», έως και την κωμική έκφραση «πνευματικός άνθρωπος».

Σήμερα, θα πει κάποιος, η χώρα έχει να λύσει πολύ σοβαρότερα προβλήματα από τον πολιτισμό της. Εδώ όμως υπάρχει το εξής θέμα:

Η εφαρμογή κάθε λύσης, άσχετα αν προτείνεται από Έλληνες ή Ευρωπαίους, σκοντάφτει στο ίδιο πάντα πράγμα, στην ίδια επωδό:
Την έλλειψη παιδείας.

Λέγοντας παιδεία θεωρούμε το σχολείο και το Πανεπιστήμιο και κάπου εκεί αρχίζει μια ακόμα συζήτηση για τη «μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της χώρας» που όλο ετοιμάζεται και ποτέ δεν υλοποιείται.

Εγώ πήγα σε ιδιωτικό σχολείο. Από τα θεωρούμενα μάλιστα καλά. Η ελάχιστη όμως σχέση μου, παράδειγμα με το Θρησκευτικό αίσθημα, δεν προήλθε από τον καθηγητή Θρησκευτικών εκείνον που πάλευε να μας μάθει τη διαφορά εικονολατρίας και εικονομαχίας ή τους λόγους του σχίσματος. Ήλθε από τον συγχωρεμένο Ματθαίο Μουντέ που αντί για μάθημα Θρησκευτικών μάς πήγε στο Μοναστηράκι, στο Ποπ Ηλέβεν για όσους το θυμούνται, σε ταβέρνες στην Πλάκα, στην παραλία της Ουρανούπολης και που αντί για εκκλησιαστική μουσική μας έφερε στην τάξη να ακούσουμε το Γούντστοκ που μόλις είχε κυκλοφορήσει και αφού το ακούσαμε να συζητήσουμε για την ύπαρξη ή όχι Θεού. Μπορεί να μην μου εμφύσησε κανένα θρησκευτικό αίσθημα, με έπεισε όμως ότι και η θρησκεία κάποιο λόγο μπορεί να έχει σχετικά με τα άγρια εκείνα ερωτήματα της εφηβείας μου.

Φοβάμαι, λοιπόν, ότι για πολλά χρόνια ακόμα η σχολική εκπαίδευση μικρό μάλλον ρόλο θα συνεχίσει να παίζει στην παιδεία της κοινωνίας μας. Και όπως δεν μπόρεσε να εξηγήσει στο παρελθόν πχ. το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ, έτσι και σήμερα δεν μπορεί να εξηγήσει τα φαινόμενα Σύριζα, «ψεκασμένων» και Χρυσής Αυγής, ούτε και την ξεφτίλα τού να αναθέτουμε την εκπροσώπησή μας σε μοντέλα, ηθοποιούς, αθλητές και τηλεπερσόνες.

Πριν όμως αφορίσουμε, καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε γιατί έγινε αυτό; Ποιοί ήταν οι διασκεδαστές μας, οι ψυχ«αγωγοί» μας, οι δικοί μας άνθρωποι που μας κράτησαν συντροφιά στα δύσκολα όταν ο επίσημος πολιτισμός ασχολιόταν με το πώς θα επιστρέψουν τα Μάρμαρα και πότε θα ανοίγουν και θα κλείνουν τα Μουσεία;

Ξέρω ότι δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος ούτε είναι εδώ ο χώρος για να γίνει αυτή η συζήτηση. Γι’ αυτό θα συνοψίσω σε μερικά «Διά ταύτα». Αυτό νομίζω πρέπει να αφορά ένα πολιτικό κίνημα που φιλοδοξεί να ανατρέψει όσα μας κατάντησαν σε αυτό που είμαστε σήμερα.

  • Το πρώτο είναι ότι όπως κάθε «Εθνικό σχέδιο» έτσι κι αυτό του «Πολιτισμού», πριν «εξαχθεί», πρέπει πρώτα να ριζώσει εθνικά. Να αναρωτηθούμε αν έχουμε και ποιο είναι το σύγχρονο πολιτιστικό μας στίγμα. Θα βοηθούσε αν παραδειγματιζόμασταν από άλλες μικρότερες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες, από τη Δανία μέχρι τη Ρουμανία και απ’ το Ιράν μέχρι την Κορέα, και τον τρόπο που κατάφεραν να έχουν δικό τους διακριτό πολιτιστικό στίγμα στη διεθνή κοινότητα. Το Υπουργείο Πολιτισμού, αυτό θα πρέπει να έχει σαν στόχο του, το δύσκολο έργο της σύνδεσης του σύγχρονου πολιτιστικού προϊόντος πρώτα πρώτα με την ελληνική κοινωνία.
  • Το δεύτερο είναι ότι η ταυτότητα του σύγχρονου Έλληνα στο παγκοσμιοποιημένο πια τοπίο, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι το ντροπιαστικό για μένα «Κληρονόμος ένδοξου παρελθόντος». Ένδοξο ή μη το παρελθόν μας –που πράγματι σε αυτό έχουν στραμμένο το βλέμμα τους οι ξένοι, μιας και αγνοούν το όποιο σύγχρονο «παρόν»– είναι υπόθεση κυρίως του Τουρισμού, της δικής του βιομηχανίας και του αντίστοιχου Υπουργείου του.
  • Το τρίτο είναι ότι προϋπόθεση γι’ αυτά είναι η ύπαρξη σοβαρού και αξιόπιστου σύγχρονου πολιτιστικού προϊόντος, εθνική δηλαδή παραγωγή.
    Είναι απαραίτητο το θεσμικό πλαίσιο που θα βοηθάει και δεν θα εμποδίζει, όπως συμβαίνει σήμερα την παραγωγή, με την αναξιοκρατία, «συνδικαλιστές» στα κέντρα λήψης αποφάσεων, διαχρονική ασυλία δημιουργών και τη σταθερή απουσία οποιουδήποτε κανόνα αξιολόγησης στο τι παράγουν.

Η ενίσχυση της σχετικής με τη σύγχρονη Ελλάδα παραγωγής και το θεσμικό πλαίσιο που θα διευκολύνει τη συνάντησή της με την κοινωνία είναι οι δυο πρώτες και επείγουσες για εμένα προϋποθέσεις. Μόνο τότε θα υπάρξει κάποτε διάλογος πολιτισμού και κοινωνίας και όχι τα σημερινά «πυροτεχνήματα» που κάθε τόσο λάμπουν, συνήθως στο εξωτερικό, και μετά εμείς εδώ, λίγο από βαρεμάρα, λίγο από υποχρέωση και λίγο για να νιώσουμε κοσμοπολίτες, χειροκροτούμε.

Δεν μιλάω για κάτι ακατόρθωτο. Ούτε χρειάζεται άπειρο χρόνο ή χρήματα. Πριν λίγα χρόνια φτάσαμε πολύ κοντά σε κάτι τέτοιο όταν όσοι κάνουμε ταινίες μαζευτήκαμε με το όνομα «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» και δημιουργήσαμε έναν νόμο που φιλοδοξούσε να απαλλάξει τον κινηματογράφο μας από παθογένειες που είχαν εγκατασταθεί μετά τη μεταπολίτευση.

Υπήρχε βέβαια τότε ένας Υπουργός αποφασισμένος να στηρίξει αυτούς που δημιουργούν και όχι όλους εκείνους που περιστρέφονται με το αζημίωτο γύρω από τη δημιουργία. Αποφασισμένος επίσης να συγκρουστεί με επετηρίδες, συνδικαλιστές, παρατρεχάμενους, βουλευτές του κόμματός του, ως και τον ίδιο τον αρχηγό του που, ως συνήθως, οπισθοχώρησε μόλις είδε τα σκούρα και την αντίδραση των ίδιων των βουλευτών του.

Είναι ενδεικτικό ότι παρά το ότι ο νόμος –λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε– έμεινε σχεδόν ανεφάρμοστος, ακόμα και σήμερα σύσσωμο το κατεστημένο που ξεβολεύτηκε επιστρέφει σε όλα τα κέντρα πολιτιστικής εξουσίας και προσπαθεί να τον κηρύξει αντισυνταγματικό, ασκεί διώξεις και κάθε είδους πίεση ώστε εκτός από ουσιαστικά να ακυρώσει το νόμο και τυπικά. Ξέρουν πόσο σημαντικό είναι ένα θεσμικό πλαίσιο που τους ακυρώνει.

Δεν θέλω να αναφερθώ στο αυτονόητο ότι για την έναρξη της όποιας σχετικής συζήτησης, είναι απαραίτητο να μην ξαναϋπάρξει υπουργός τύπου Τζαβάρα ή Παναγιωτόπουλου και το Υπουργείο Πολιτισμού να πάψει να αντιμετωπίζεται σαν την παιδική χαρά όπου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στέλνουμε να παίξει με τα κουβαδάκια του ο εκάστοτε πικραμένος του ανασχηματισμού.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβαση θέλω να πω ότι σίγουρα προηγούνται άλλα, πολύ πιο επείγοντα θέματα από τον πολιτισμό. Μίλησα όμως γι’ αυτόν, γιατί όπως θα έχετε δει οι λύσεις που χρειάζονται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας –πρέπει να ξανασυστηθεί και με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους– όλες σκοντάφτουν και φοβάμαι ότι θα συνεχίσουν να σκοντάφτουν πάντα σε ένα: Στην έλλειψη κοινωνικής συναίνεσης.
Κι αυτήν, όπως πιθανά έχετε δει, δεν την έχουν καταφέρει ούτε οι πολιτικοί, ούτε οι καθηγητές, ούτε οι αρθρογράφοι, πολύ δε περισσότερο οι τεχνοκράτες.

Γι’ αυτό και πέφτει αναγκαστικά μεγάλο βάρος στους ανθρώπους του πολιτισμού και την παιδεία που αυτός μπορεί να δημιουργήσει εάν κάποτε πάψει να έχει στραμμένο το βλέμμα στο ένδοξο παρελθόν και τολμήσει να βουτήξει στα ταραγμένα νερά του σήμερα.

---------------------------

ΥΓ. Αν έχω λίγα δευτερόλεπτα θα ήθελα να πω δυο μόνο κουβέντες για ένα προσωπικό ερώτημα που όμως νομίζω ότι προβληματίζει και άλλους στην «Επιτροπή διαλόγου» του ΠΟΤΑΜΙΟΥ.
Η νοοτροπία του βαθέως ΠΑΣΟΚ έχει πλέον κάνει μετάσταση και στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια στιγμή στην κοινωνία ωριμάζουν όλο και περισσότερο οι συνθήκες για να σαρωθεί το πολιτικό σκηνικό που χρεοκόπησε τη χώρα.

Πρέπει να σπάσει ο πιο αδύναμος κρίκος ώστε να επιταχυνθούν αυτές οι εξελίξεις. Αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ έχει στεγάσει τις πλέον ισχυρές δυνάμεις του παρασιτισμού.

Ενόψει λοιπόν εκλογών, εάν το ΠΟΤΑΜΙ θεωρήσει ότι μπορεί να συνδιαλεχτεί με κοπάδια δημαγωγών που δεν ξέρουν να παράγουν αλλά μόνο να διεκδικούν, να διορίζουν, να υπόσχονται αέρα ή να μοιράζουν ανύπαρκτα λεφτά για να παίρνουν ψήφους, αυτός θα είναι ο βασικός λόγος για τους ανθρώπους της κοινωνίας που έχουν κάποια στοιχειώδη σοβαρότητα να συνεχίσουν να μην θέλουν να εμπλακούν στην πολιτική.

Μακάρι το ΠΟΤΑΜΙ να τους διαψεύσει και να τους πείσει ότι αξίζει τον κόπο να προσέλθουν.

διαβάστε επίσης