27 Σεπτεμβρίου, 2016

«Υπερταμείο: αποτέλεσμα της διαχρονικής αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος»

Στην Ολομέλεια της Βουλής τοποθετήθηκε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ποταμιού, Σπύρος Δανέλλης, στο νομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα.

Ο βουλευτής Ηρακλείου τόνισε πως η κυβέρνηση αρνείται ακόμη και σήμερα να αναλάβει την κηδεμονία του Μνημονίου που υπέγραψε, με αποτέλεσμα να το εφαρμόζει αποσπασματικά και να πρέπει πάντα να φτάνουμε στο παρά πέντε των προθεσμιών, νομοθετώντας με επείγουσες ή κατεπείγουσες διαδικασίες, τα όσα έχουν συμφωνηθεί.

Στηλίτευσε την μόνιμη υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ προς τις ΔΕΚΟ, που αποτέλεσαν και αποτελούν πλυντήρια προσλήψεων ημετέρων με χρυσούς μισθούς, υπέρογκες μισθολογικές αυξήσεις και πλασματικά επιδόματα, ενώ από την άλλη με το νομοσχέδιο θεσμοθετεί υπέρογκες εισφορές για τους νέους επιστήμονες, τρέποντάς τους σε φυγή προς το εξωτερικό.
Σε σχέση με το Υπερταμείο υποστήριξε πως είναι αποτέλεσμα της διαχρονικής αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, το οποίο αναμφίβολα θα αποτελέσει άλλη μια δυσκίνητη γραφειοκρατική δομή, που θα έρθει να προστεθεί στο ήδη ανεξέλεγκτο γραφειοκρατικό χάος του ελληνικού δημοσίου.

«Το Υπερταμείο διαθέτει περισσότερα επίπεδα λήψης αποφάσεων απ’ ό,τι το ΤΑΙΠΕΔ και πάνω από όλα διαθέτει πολλαπλά και συγκρουόμενων συμφερόντων όργανα – τα οποία σημειωτέον διατηρούν το δικαίωμα της αρνησικυρίας».

Σε σχέση με την επικαιρότητα των ημερών δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Το ‘’βαρίδι’’ Καλογρίτσας έφυγε, το αποτύπωμά του όμως στις επιλογές σας έμεινε. Διαδικασίες big brother, έλεγχοι παρωδία, δανεικά βοσκοτόπια, σκανδαλώδης χειραγώγηση της Τράπεζας Αττικής. Και τώρα στο παιχνίδι μπαίνουν και λαγοί… Λαγοί με πετραχήλια».
Κλείνοντας, θύμισε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και Το Ποτάμι έχουν διαφωνήσει ριζικά με πολλές από τις επιλογές του Υπουργού Παιδείας, κ. Φίλη, ωστόσο στο ζήτημα του μαθήματος των θρησκευτικών θα πρέπει η θέση όλων να είναι ξεκάθαρη, παρά το γεγονός πως το Μαξίμου ανέκρουσε πρύμναν.

«Γιατί μπορεί κατά το Σύνταγμα η Ορθοδοξία να έχει ξεχωριστή θέση, όπως ξεχωριστή θέση έχει στην παράδοση και στην καθημερινότητα του λαού μας, όμως η αρμοδιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής ασκείται αποκλειστικά από την κυβέρνηση. Και το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων αποτελεί μέρος αυτής της αρμοδιότητας. […] Η Εκκλησία δεν έχει κανένα θεσμικό ρόλο στο πως θα διδαχθεί το μάθημα».

Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Βιώνουμε άλλη μια άχαρη διαδικασία νομοθέτησης προαπαιτουμένων.
Και είναι μια άχαρη διαδικασία γιατί αποκαλύπτει για πολλοστή φορά υποκρισία και την άρνησή μας να αντιληφθούμε την αναξιοπιστία, στην οποία έχουμε περιέλθει ως χώρα.
Αυτό συζητούμε σήμερα.

Το ότι δηλαδή η χώρα δεν είναι αξιόπιστη.
Μια ειδική περίπτωση, ανάμεσα στις κανονικές ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό βεβαίως δεν συνέβη εχθές.
Η αναξιοπιστία δεν δημιουργείται σε ενάμισι χρόνο.
Ωστόσο, κορυφώνεται.

Η αναξιοπιστία μας ως χώρα ξεκινάει από πολύ πριν.
Τότε που οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, διευρύνοντας την καταστροφή, αρνούμενες κάθε ουσιαστική μεταρρύθμιση, αρνούμενες κάθε συνεννόηση και κάθε κοινό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
Τότε που ανακάλυπταν success story, αόρατα για την πλειονότητα των πολιτών.

Η αναξιοπιστία ήρθε τότε που κάποιοι υπόσχονταν πως θα έσκιζαν τα μνημόνια στο Ζάππειο ή θα τα καταργούσαν με «ένα άρθρο – ένα νόμο» στο Σύνταγμα.

Αλλά και όταν υποτίθεται πως συμφωνούσαν με τους εταίρους, αλλά αμέσως μετά από κάθε Συμφωνία τους αντιμετώπιζαν ως κουτόφραγκους.
Αρνούμενοι να θίξουν τον πελατειασμό και τις συντεχνίες.
Και μετά ακολούθησε η διαπραγμάτευση – παρωδία, με «τα πουκάμισα έξω».

Και κάπως έτσι, οι Θεσμοί, το πήραν απόφαση πως είμαστε μια ειδική περίπτωση μέσα στην Ευρωζώνη.

Μια περίπτωση που απαιτεί διαρκή και ενδελεχή επιτήρηση.
Και πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;

Το Πρόγραμμα που υπογράψατε – και του οποίου εξακολουθείτε να μην αναλαμβάνεται την κηδεμονία – εφαρμόζεται αποσπασματικά και πρέπει πάντα να φτάνουμε στο παρά πέντε των προθεσμιών, για να νομοθετούμε νύχτα και με επείγουσες ή κατεπείγουσες διαδικασίες, τα συμπεφωνημένα.

Στην πραγματικότητα, αρνείστε ακόμη να αποχωριστείτε το πεπαλαιωμένο, το μη βιώσιμο μοντέλο της κρατικοδίαιτης οικονομίας και του σφιχτού εναγκαλισμού, με τις κατά περίπτωση συντεχνίες.
Οι ΔΕΚΟ για παράδειγμα.

Διαχρονικά πλυντήρια προσλήψεων ημετέρων με χρυσούς μισθούς, υπέρογκες μισθολογικές αυξήσεις και πλασματικά επιδόματα.

Μόνο για το 2009 το Υπουργείο Οικονομικών υπολόγισε πως το κόστος μισθοδοσίας τους ξεπερνούσε το 1 δισ. 168 εκατομμύρια ευρώ.
Άκουσα εχθές τον κ. Τσακαλώτο - και δεν πίστευα στα αφτιά μου – να εξωραΐζει την βαθειά απαξιωτική, μνημονιακή υποχρέωση του Υπερταμείου, λέγοντας ότι στις ΔΕΚΟ που υπάγονται σε αυτό, θα πάψει το φαινόμενο των πελατειακών διορισμών των «δικών μας παιδιών».
Και τα άλλα παιδιά;

Τα παιδιά των υπολοίπων Ελλήνων;
Νέοι επιστήμονες, των οποίων οι εισφορές εκτοξεύονται με το παρόν Ν/Σ;

Αυτό είναι το κίνητρο που δίνετε για να μείνουν στη χώρα;
Αυτό είναι το κίνητρο που δίνετε για να επιστρέψουν στην χώρα;
Είναι στα αλήθεια εξευτελιστικό, αλλά έτσι είναι.

Αν εμείς δεν είμαστε άξιοι να ταχτοποιήσουμε τα του οίκου μας, έρχεται η στιγμή που κάποιος τρίτος αναλαμβάνει να το κάνει και όχι βεβαίως με τον επιθυμητό για εμάς τρόπο.

Παρακολουθήσαμε και εχθές στις επιτροπές, μια παρέλαση φορέων.
Συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ ως επί το πλείστον, που συνέβαλαν τα μάλα στη χρεοκοπία τόσο του χώρου τους, όσο και της χώρας.

Γιατί για παράδειγμα μια ΔΕΚΟ, όπως η ΕΥΔΑΠ, μια εταιρεία μονοπωλιακή βρίσκει ακόμη και σήμερα να της περισσεύουν τεράστια ποσά για διαφήμιση και μάλιστα πολλές φορές σε περιθωριακά έντυπα, με διαδικασίες που θυμίζουν φτηνό αστυνομικό μυθιστόρημα;
Ή για παράδειγμα οι γνωστές, συνεχιζόμενες απεργίες στον ΟΑΣΘ, άλλης μιας μονοπωλιακής, επιδοτούμενης εταιρείας, που ταλαιπωρούν και αναγκάζουν τους Θεσσαλονικείς να χρησιμοποιούν μόνο ταξί ή ιδιωτικό μέσο μετακίνησης, παρότι υπό κανονικές συνθήκες το 72% των πολιτών της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιεί το λεωφορείο για τις καθημερινές του μετακινήσεις.

Ο ΟΑΣΘ είναι ένας οργανισμός «Ιανός».
Ιδιωτικός όποτε τον συμφέρει (κέρδη, κλειστό επάγγελμα) και κρατικός επίσης όποτε τον συμφέρει (ζημίες, κρατική επιδότηση, πολιτικός εναγκαλισμός με κόμματα).

Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι σε αυτές τις κρατικές επιδοτήσεις συνεισφέρουν φορολογούμενοι πολίτες, κάτοικοι ορεινών, νησιωτικών, απομακρυσμένων και μειονεκτικών περιοχών που σε πολλές περιπτώσεις δεν απολαμβάνουν οι ίδιοι καν τα στοιχειώδη μέσα μαζικής μεταφοράς.

Αναγνωρίζουμε λοιπόν σήμερα, πως απαιτείται άλλη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.

Θα τις διορθώσει το Υπερταμείο;

Πολύ αμφιβάλω.

Έμπειροι παρατηρητές υποστηρίζουν πως το Υπερταμείο είναι άλλη μια δυσκίνητη γραφειοκρατική δομή, που θα έρθει να προστεθεί στο ήδη ανεξέλεγκτο γραφειοκρατικό χάος του ελληνικού δημοσίου.

Το Υπερταμείο διαθέτει περισσότερα επίπεδα λήψης αποφάσεων απ’ ό,τι το ΤΑΙΠΕΔ και πάνω από όλα διαθέτει πολλαπλά και συγκρουόμενων συμφερόντων όργανα – τα οποία σημειωτέον διατηρούν το δικαίωμα της αρνησικυρίας.

Και δεν υπάρχει καλύτερη συνταγή για να περιέλθει ένα πολύπλοκο project σε τέλμα.

Οφείλουμε βέβαια να αναγνωρίσουμε πως όλα αυτά σας δίνουν ιδέες.
Συγκεκριμένα, η στενή εποπτεία των Θεσμών σας εμπνέει στρεβλές ιδέες.

Τις τελευταίες ημέρες ξαφνικά προέκυψε θέμα τοποθέτησης κυβερνητικών επιτρόπων με την μορφή Διοικητικών Γραμματέων στους Δήμους.

Το μακρύ χέρι της κυβέρνησης, δηλαδή, επιχειρεί να «απλωθεί» και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Αν όντως σας ενδιαφέρει μια σοβαρή μεταρρύθμιση στην Αυτοδιοίκηση, που έχει ομολογουμένως να αντιμετωπίσει πάρα πολλά προβλήματα, προχωρήστε σε έναν ολοκληρωμένο και ανοιχτό δημόσιο θεσμικό διάλογο.

Δηλώστε τώρα κατηγορηματικά ότι η «φαεινή ιδέα» των επιτρόπων δεν ισχύει.

Και μην νομίζετε πως είμαστε αρνητές των πάντων.
Δεν κάνουμε αντανακλαστική αντιπολίτευση.
Στο θέμα για παράδειγμα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας είμαστε θετικοί.

Και ας είμαστε επιφυλακτικοί, καθώς γνωρίζουμε τη μόνιμη αμφιθυμία της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, τις επενδύσεις και την έννοια του επιχειρείν γενικότερα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Το «βαρίδι» Καλογρίτσας έφυγε.

Το αποτύπωμά του όμως στις επιλογές σας έμεινε.
Διαδικασίες big brother, έλεγχοι παρωδία, δανεικά βοσκοτόπια, σκανδαλώδης χειραγώγηση της Τράπεζας Αττικής.
Και τώρα στο παιχνίδι μπαίνουν και λαγοί…
Λαγοί με πετραχήλια.

Το χρειαζόσασταν τόσο πολύ, όλο αυτό;
Πώς θα μιλάτε τώρα για την διαπλοκή των άλλων;
Και για τα όντως αμαρτωλά τρίγωνα;
Κακό πράγμα η αλαζονεία της υπεροχής.

Γιατί είπαμε πως το ηθικό πλεονέκτημα δεν αποτελεί σφραγίδα δωρεάς.
Με τον Υπουργό Παιδείας κ. Φίλη, που συνεχίζει το έργο του προκατόχου του κ. Μπαλτά, αντιμεταρρυθμίζοντας με γοργούς ρυθμούς ό,τι επιχειρήθηκε με το ν. Διαμαντοπούλου, και για να είμαστε πιο ακριβείς, με ό,τι προέβλεπε ο νόμος αυτός, μετά τις απονευρωτικού χαρακτήρα επεμβάσεις του κ. Αρβανιτόπουλου, διαφωνούμε απολύτως.
Η αριστεία απαξιώνεται.

Οι αιώνιοι φοιτητές επανέρχονται.
Η αξιολόγηση λοιδορείται και εξοστρακίζεται από παντού.
Τα Συμβούλια Ιδρυμάτων διαλύονται.

Για να ταχτοποιηθούν οι «κλώνοι» μας επιστρέφουμε στην εποχή όπου οι βοηθοί εν μια νυκτί βαφτίστηκαν καθηγητές.

Ο τρόπος διοίκησης και οργάνωσης των ΑΕΙ επανασχεδιάζεται με γνώμονα την επιστροφή στην κομματοκρατία και την συνδιοίκηση με τους φοιτητές –πελάτες.

Η εξίσωση προς τα κάτω που επιχειρείται δεν συνιστά εργαλείο ισότητας και ταξικής αναβάθμισης των οικονομικά ασθενέστερων.
Το αντίθετο μάλιστα.

Για όλα αυτά διαφωνούμε ριζικά με τον Υπουργό Παιδείας.
Στο θέμα όμως των θρησκευτικών που έχει προκύψει, πρέπει να είμαστε καθαροί, κι ας ανέκρουσε πρύμναν το Μαξίμου.

Και μπορεί κατά το Σύνταγμα η Ορθοδοξία να έχει ξεχωριστή θέση, όπως ξεχωριστή θέση έχει στην παράδοση και στην καθημερινότητα του λαού μας, όμως η αρμοδιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής ασκείται αποκλειστικά από την κυβέρνηση.

Το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων αποτελεί μέρος αυτής της αρμοδιότητας.

Και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) με την συμμετοχή έγκριτων θεολόγων έχει επίπονα εργαστεί τα τελευταία χρόνια για την αναδιαμόρφωση ενός μαθήματος που όπως σήμερα διδάσκεται δεν χρησιμεύει σε κανέναν και σε τίποτα.

Η Εκκλησία δεν έχει κανένα θεσμικό ρόλο στο μάθημα.
Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί τον θεσμικό συνομιλητή του Υπουργού.

Οι φορείς που εμπλέκονται είναι το υπουργείο, το ΙΕΠ και οι θεολόγοι.

Δεν είναι δουλειά του σχολείου να κάνει κατήχηση.
Οι προοδευτικοί θεολόγοι και οι εκφραστές της ζώσας Εκκλησίας που δεν αρνούνται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, αντιλαμβάνονται πόσο αδιέξοδα υποκριτικό είναι να δίνεται μια ψευδεπίγραφη μάχη για «ένα πουκάμισο αδειανό».
Οι στόχοι είναι προφανώς άλλοι.

Και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ενθυμούμενος τη μετριοπάθεια και ορθοφροσύνη που κατά το παρελθόν έχει επιδείξει, θα πρέπει την άλλη Τρίτη, κατά την συζήτηση του θέματος στην Ιερά Σύνοδο, να αποστασιοποιηθεί πλήρως από την εμπάθεια και τον σκοταδισμό του Αμβρόσιου και των ακραίων που τον ακολουθούν.

Ας αναλογιστεί το κόστος για την Εκκλησία, αλλά και για την κοινωνία, της στάσης Χριστόδουλου στη «μάχη των ταυτοτήτων».
Ο ρόλος του μισαλλόδοξου ζηλωτή ώθησε σε μια βαθιά συντηρητική στροφή μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, καθιστώντας το ευεπίφορο στην επέλαση του εθνολαϊκισμού που ακολούθησε.

Οι ανοιχτοί ορίζοντες και η πνευματικότητα της ορθοδοξίας κάθε άλλο παρά την καθιστούν αντίθετη με τις αξίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Είναι ανάγκη πλέον, η συνεχής μάχη χαρακωμάτων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας να δώσει τη θέση της σε ένα νηφάλιο, ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο.

Γιατί η οριοθέτηση των ρόλων κράτους και Εκκλησίας, αναμφίβολα, θα είναι επ’ ωφελεία και των δύο.