29 Νοεμβρίου, 2018

«Διακριτοί ρόλοι Κράτους-Εκκλησίας υπέρ μιας φιλελεύθερης Πολιτείας απέναντι στις κομματικές σκοπιμότητες»

Ομιλία Γ. Μαυρωτά στην Επιτροπή Συνταγματικής Αναθεώρησης

Με την πρόταση να συμπεριληφθεί στο άρθρο 2 του Συντάγματος, η υποχρέωση της Πολιτείας για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, την άρση των διαγενεακών ανισοτήτων και την προστασία του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ξεκίνησε την τοποθέτηση του στη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος της Βουλής, ο Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και Αντιπρόεδρος του Ποταμιού, Γιώργος Μαυρωτάς.

Αναφερόμενος στο άρθρο 3, τόνισε ότι το Ποτάμι πιστεύει στους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας-Κράτους υποστηρίζοντας ότι με τη μη ανάμιξη του ενός στις υποθέσεις του άλλου, τότε αυτό είναι προς όφελος και των δύο. Επεσήμανε πως ο διαχωρισμός των ρόλων δεν έχει να κάνει με το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών καθώς όπως είπε στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αδιαμφισβήτητο προβάδισμα τόσο ιστορικό όσο και πληθυσμιακό. Υποστήριξε ότι υπό ένα φιλελεύθερο πρίσμα, το κράτος οφείλει να είναι θρησκευτικά αμερόληπτο και αυτή η ουδετερότητα αφορά την κανονιστική σχέση Πολιτείας-Εκκλησίας και όχι με τα ήθη, έθιμα, τα σύμβολα της πίστης κ.λπ. Ο κ. Μαυρωτάς συμπλήρωσε ότι η θρησκευτική ουδετερότητα πρέπει να αποτυπώνεται και στον καταστατικό χάρτη, δηλαδή στο Σύνταγμα ενός σύγχρονου κράτους. Σχολιάζοντας την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, διεπίστωσε ότι δεν θίγεται καθόλου το γεγονός ότι σε ένα ουδετερόθρησκο κοσμικό κράτος δεν μπορεί η παιδεία να έχει ως αποστολή την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, λέγοντας ότι αν είναι να αλλάξει το άρθρο 3 τότε πρέπει να αλλάξει και η παράγραφος 2 του άρθρου 16. Στο σημείο αυτό επανέλαβε τη σταθερή άποψη του Ποταμιού ότι η Εκκλησία μπορεί να εκφέρει γνώμη, να συμβουλεύει όχι όμως και να αποφασίζει για το περιεχόμενο των μαθημάτων ή των προγραμμάτων σπουδών.

Στο ζήτημα των κληρικών και αν πρέπει να είναι ή όχι δημόσιοι υπάλληλοι ο κ. Μαυρωτάς υποστήριξε ότι πρέπει να βρεθεί ένα ειδικό καθεστώς στο οποίο η μισθοδοσία και η ασφάλιση των κληρικών να προέρχεται και από πόρους του δημοσίου και από την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αναγνώρισε τον κομβικό και καταλυτικό ρόλο που παίζουν οι κληρικοί στον κοινωνικό ιστό και συμπλήρωσε ότι για να βρεθεί λύση δεν χρειάζεται ούτε οι κληρικοί να είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι ούτε και η Εκκλησία να μετατραπεί σε σωματείο.

Κλείνοντας την παρέμβαση του ο βουλευτής του Ποταμιού σημείωσε ότι όσοι φοβούνται ότι πλήττεται το κύρος της Εκκλησίας όταν απεμπλέκεται από το κράτος, μάλλον υποτιμούν την Εκκλησία και υπερεκτιμούν το κράτος. Τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας Εκκλησίας – Κράτους όπως άλλωστε κάνουν τόσα χρόνια, υπέρ του ελληνικού λαού και της κοινωνίας ενώ επέκρινε εκείνα τα κόμματα που βλέπουν τους πιστούς ως εκλογική πελατεία και αντιτάχθηκε της εργαλειοποίησης της Εκκλησίας στην πολιτική αντιπαράθεση.

Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Θα ήθελα να πω εκ των προτέρων ότι δεν θα χρησιμοποιήσω και τα είκοσι λεπτά. Θα είναι λιγότερο.

Θα ξεκινήσω από τις αλλαγές που προτείνουμε και εμείς για το άρθρο 2, που είναι περισσότερο συμβολικές για να δείξουμε ότι πρέπει να απεικονίζονται στον καταστατικό χάρτη της χώρας μας, στο Σύνταγμα δηλαδή, κάποιες βασικές υποχρεώσεις της Πολιτείας σε εμβληματική θέση, δηλαδή, στο δεύτερο άρθρο, καθ’ ότι αφορούν κομβικά θέματα του μέλλοντος βασικά.

Με το βλέμμα στο μέλλον, λοιπόν, προτείνουμε να μπει στο άρθρο 2 ότι αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και η άρση των διαγενεακών ανισοτήτων και επίσης ότι η Πολιτεία ενεργεί για την προστασία του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Βέβαια, για το δημογραφικό μιλάει το Σύνταγμα στο άρθρο 21. Θεωρούμε, όμως, τόσο σημαντικό το θέμα, που πιστεύουμε ότι πρέπει να μπει νωρίτερα στις άμεσες υποχρεώσεις της Πολιτείας για συμβολικούς και όχι μόνο λόγους. Όπως και η διαγενεακή δικαιοσύνη είναι κάτι που δυστυχώς χάνεται μέσα στην κυρίαρχη ψηφοθηρική οπτική.

Θα πει κάποιος, επίσης, ότι η βιοποικιλότητα και η κλιματική αλλαγή θα μπορούσαν να μπουν στο άρθρο 24, που αναφέρεται στα του περιβάλλοντος. Θεωρούμε, όμως, ότι είναι τόσο σημαντικά, τόσο κομβικά, που πρέπει για συμβολικούς λόγους να μπουν ήδη από νωρίς, από το δεύτερο άρθρο του Συντάγματος.
Δεν είμαστε, επίσης, αρνητικοί στην πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για τη διασφάλιση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.

Και πάμε και στο άρθρο 3. Στο Ποτάμι πιστεύουμε στους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας-Κράτους, γιατί ακριβώς πιστεύουμε ότι αυτό θα είναι προς όφελος και των δύο. Το Κράτος, δηλαδή, να αναμειγνύεται όσο το δυνατόν λιγότερο στις υποθέσεις της Εκκλησίας και η Εκκλησία όσο το δυνατόν λιγότερο στις υποθέσεις του Κράτους.

Αυτός ο διαχωρισμός των ρόλων δεν έχει να κάνει με το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών -που ασφαλώς δεν κινδυνεύει σε μία φιλελεύθερη κοινωνία-, αλλά με τις υποθέσεις του Κράτους και της Εκκλησίας. Διακριτοί ρόλοι δεν σημαίνει πως θα ξεριζωθεί η πίστη από τους Έλληνες. Ίσα-ίσα το αντίθετο. Πιστεύω ότι η πίστη θα δυναμώσει, γιατί δεν θα έχει τους κανονιστικούς, τους κοσμικούς αντιπερισπασμούς.

Και εδώ να ανοίξουμε μία παρένθεση. Διακριτοί ρόλοι σημαίνει ότι οι κληρικοί θα πάψουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι; Η γνώμη μας –επειδή έχει έρθει στη συζήτηση το θέμα αυτό τον τελευταίο καιρό- είναι ότι πρέπει να βρεθεί εκείνο το ειδικό καθεστώς όπου η αξιοπρέπεια των κληρικών, η μισθοδοσία και η ασφάλεια θα εξασφαλίζεται από πόρους και του δημοσίου, αλλά και από την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας -που πρέπει να ορίσουμε ποια είναι επιτέλους-, όπως επίσης και από δωρεές πιστών κ.λπ.

Με δύο λόγια, οι κληρικοί δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μείνουν ξεκρέμαστοι, όχι γιατί τους κάνουμε καμιά χάρη, αλλά ακριβώς για τον κομβικό, τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στον κοινωνικό μας ιστό, όπως όταν δίνουν το παρών, εκεί που μπορεί να μην υπάρχει ούτε αστυνομικός ούτε δάσκαλος.

Όμως, για να τα λέμε όλα, και η Ενιαία Αρχή Πληρωμών από την οποία δεν θέλουν να αποκοπούν οι κληρικοί, δεν είναι ούτε αυτή πανάκεια. Δεν εξασφαλίζει, δηλαδή, η Ενιαία Αρχή Πληρωμών τη μονιμότητα και τη σιγουριά –όπως θεωρούν- καθ’ ότι υπάρχουν και μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως οι μετακλητοί που πληρώνονται απ’ αυτή. Δεν θα είναι, λοιπόν, ούτε ιδιωτικοί υπάλληλοι οι κληρικοί, ούτε η Εκκλησία θα μετατραπεί σε σωματείο, όπως κάποιοι ισχυρίζονται. Η Εκκλησία θα απολαμβάνει του σεβασμού της Πολιτείας για τον ιστορικό της ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους. Χρειάζεται, όμως, να καθοριστεί το πλαίσιο σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας με νομοθεσία.

Στη χώρα μας η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ένα αδιαμφισβήτητο προβάδισμα, και ιστορικό και πληθυσμιακό. Το ιστορικό προβάδισμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας απεικονίζεται και στη μεγάλη απήχηση που έχει και στην ελληνική κοινωνία. Αυτό ακριβώς νομίζουμε ότι αντιπροσωπεύει και ο όρος «Επικρατούσα Θρησκεία» του άρθρου 3. Από πολλούς συγχέεται με το «Επίσημη Θρησκεία» ή με το «Κρατική Θρησκεία».

Το Κράτος αναγνωρίζει αυτή την ιστορική συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που ρητά εκφράζεται και στο Σύνταγμα. Απόλυτα ενδεικτικό θεωρώ ότι είναι πως στην παρούσα συνταγματική αναθεώρηση δεν ακουμπάμε, δεν πειράζουμε το προοίμιο του Συντάγματος που έχει τον δικό του συμβολισμό και δείχνει αυτή τη στενή σχέση, όταν λέει: «Στο όνομα της Αγίας ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος».

Η Πολιτεία, λοιπόν, αναγνωρίζοντας αυτό το ιστορικό προβάδισμα 300 χρόνια μετά τον διαφωτισμό, οφείλει να είναι θρησκευτικά αμερόληπτο. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι θα κατεβάσουμε τις εικόνες ή θα πάψουν οι αργίες. Η ουδετερότητα έχει να κάνει με την κανονιστική σχέση Πολιτείας-Εκκλησίας και όχι με τα ήθη, έθιμα, τα σύμβολα της πίστης κ.λπ.

Η Ορθόδοξη πίστη δεν κινδυνεύει από τη θρησκευτική ουδετερότητα, γιατί οι νομικές ερμηνείες δεν μπορούν να αγνοήσουν το ιστορικό προβάδισμα και το κοινό αίσθημα. Τα Χριστούγεννα λοιπόν -που έρχονται σε λίγες μέρες- θα συνεχίσουμε να τα γιορτάζουμε με φάτνες. Οι θρησκευτικές μας γιορτές θα συνεχίσουν να υπάρχουν, οι επιτάφιοι θα κάνουν την περιφορά τους τη Μεγάλη Παρασκευή, οι εκκλησίες μας θα γεμίζουν στην Ανάσταση. Γιατί; Γιατί η Ορθοδοξία είναι συνυφασμένη με τη χώρα μας, τον λαό μας και την κοινωνία μας. Είναι άλλο, όμως, η κοινωνία και άλλο η Πολιτεία. Η Πολιτεία δεν πρέπει να έχει θεοκρατικό χαρακτήρα. Είμαστε σχεδόν τρεις αιώνες μετά τον διαφωτισμό.

Θα πει κάποιος: «Μα, αυτό δεν ισχύει και τώρα;». Ίσχυε και ισχύει. Όμως, ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος θα πρέπει να το έχει διατυπωμένο και στον καταστατικό του χάρτη, δηλαδή στο Σύνταγμα. Και το λεγόμενο έννομο συμφέρον που παράγεται δεν μπορεί να παρακάμψει τις κοινές πεποιθήσεις και το αδιαμφισβήτητο ιστορικό προβάδισμα δεν μπορεί να μην γίνει σεβαστό.

Οι σχέσεις, λοιπόν, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος με την ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να ρυθμίζονται με νόμους μέσα από το πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμά μας.

Επίσης, επειδή ακριβώς μιλάμε για ένα κράτος θρησκευτικά ουδέτερο και επειδή η Πολιτεία έχει την ευθύνη για την κοινωνία, θα πρέπει, όπως έχουμε πει –το έχει πει και ο Σταύρος Θεοδωράκης στην Βουλή- να έχει εποπτεία η Πολιτεία και στους τόπους λατρείας και να ασκεί έλεγχο στη σύσταση νέων εκκλησιών, τζαμιών, συναγωγών και κάθε άλλου τύπου ή και τόπου λατρείας θρησκευτικού δόγματος. Δεν πρέπει, δηλαδή, η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους σε καμία περίπτωση να σημαίνει και θρησκευτική αδιαφορία. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχουν κανόνες που τους θέτει η Πολιτεία, προκειμένου να συνυπάρχουμε ειρηνικά.

Το άρθρο 13 εξάλλου εξασφαλίζει αυτήν τη θρησκευτική ελευθερία και μάλιστα η παράγραφος 1 του άρθρου 13, όπως ειπώθηκε πολλές φορές σήμερα, είναι στα μη αναθεωρητέα άρθρα ή διατάξεις του Συντάγματος.

Επίσης, κάτι που δεν θίγεται στην κυβερνητική πρόταση είναι το εξής, ότι σε ένα ουδετερόθρησκο κοσμικό κράτος δεν μπορεί η παιδεία να έχει ως αποστολή την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, όπως λέει το άρθρο 16 παράγραφος 2. Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης πιστεύουμε ότι είναι δουλειά της Εκκλησίας και την κάνει πολύ καλά, πολλές φορές διδάσκοντας με το παράδειγμά της την αγάπη, τη φροντίδα και την αλληλεγγύη. Αν, λοιπόν, αλλάξει το άρθρο 3 και μπει το «θρησκευτικά ουδέτερο», θα πρέπει να αλλάξει και το άρθρο 16 παράγραφος 2 που μιλάει για τον ρόλο της παιδείας.

Με άλλα λόγια, ασφαλώς η Εκκλησία και μπορεί να εκφέρει γνώμη, να συμβουλεύει, να λέει τι θεωρεί εκείνη σωστό, όχι όμως και να αποφασίζει για το περιεχόμενο των μαθημάτων ή των προγραμμάτων σπουδών.

Εμείς θεωρούμε ότι το άρθρο 16 παράγραφος 2 είναι απολύτως κομβικό για να μιλάμε για τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους. Το άρθρο 16, λοιπόν, θα πρέπει να το συζητήσουμε και να το συζητήσουμε σοβαρά.

Επίσης, ο πολιτικός όρκος για τους κρατικούς λειτουργούς θεωρούμε ότι είναι σωστός δεδομένων των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας σε ένα κοσμικό κράτος. Πώς μπορεί κάποιος να μην ορκίζεται στο Σύνταγμα όταν καλείται να το υπηρετήσει; Εξάλλου ορκίζεται σε ένα Σύνταγμα που και το ίδιο, για συμβολικούς λόγους, έχει δημιουργηθεί, όπως λέει στο προοίμιο, στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.

Τώρα για τα δικαστήρια και για τις άλλες ορκωμοσίες ο καθένας θα μπορεί να κάνει την επιλογή του με βάση τη συνείδησή του, δηλαδή αν θα κάνει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο. Όμως πιστεύουμε ότι για τους κρατικούς λειτουργούς στις διαδικασίες και στις διεργασίες της Πολιτείας θα πρέπει ο πολιτικός όρκος να είναι ο βασικός.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβαση, θα πω ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι ένας θεσμός σχεδόν δύο χιλιάδων ετών, είναι ο μακροβιότερος θεσμός του πλανήτη. Έχει βαθιές ρίζες. Οι ρίζες της, όμως, είναι στις ψυχές των ανθρώπων και όχι στις γραμμές του Συντάγματος. Δεν έχει, λοιπόν, να φοβηθεί τίποτα η Εκκλησία μας από τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό, την περαιτέρω εκκοσμίκευση του καταστατικού χάρτη της χώρας μας.

Θεωρώ ότι όσοι φοβούνται ότι πλήττεται το κύρος της Εκκλησίας όταν απεμπλέκεται αυτή από το κράτος, μάλλον υποτιμούν την Εκκλησία και υπερεκτιμούν το κράτος. Είναι δύο διαφορετικοί ρόλοι, δύο διαφορετικοί θεσμοί με διαφορετικούς κύκλους εξέλιξης, που δεν πρέπει να σφιχταγκαλιάζονται γιατί έτσι, και χωρίς να το θέλει, ο ένας αλλοιώνει τον άλλον.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι η ελληνική πολιτεία και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος οφείλουν να συνεργάζονται προς όφελος του ελληνικού λαού, της ελληνικής κοινωνίας και αυτό θα συνεχίσουν να κάνουν, όπως το έκαναν ως τώρα.

Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, ξεκινάει όταν τα κόμματα βλέπουν τους πιστούς σαν εκλογική πελατεία και δεν θέλουν να χαλαρώσει αυτός ο σφιχτός εναγκαλισμός της Εκκλησίας με το Κράτος, ώστε να έχουν έτσι ένα έτοιμο ακροατήριο. Δεν πρέπει, όμως, σε καμία περίπτωση η Εκκλησία να γίνεται πολιτικό εργαλείο. Γι’ αυτό λέμε ότι οι διακριτοί ρόλοι θα ωφελήσουν και την Εκκλησία και την Πολιτεία και στο τέλος-τέλος και την κοινωνία, που είναι και το βασικό μας ζητούμενο.

Ευχαριστώ.