του Νίκου Ορφανού
Αρκετά χρόνια πριν ξεκίνησε η τουριστική προβολή της χώρας. Όχι μόνο ως ένας τόπος με υπέροχο κλίμα και τέλειες αμμουδιές, αλλά και ως τόπος ιστορίας & πολιτισμού. Η Ελλάδα έμπαινε θριαμβευτικά, μετά τον εμφύλιο, στην εξωστρεφή της περίοδο. Σε αυτό βοήθησαν πολύ και μερικές ταινίες που διέδωσαν τον -έστω και εξιδανικευμένο- ελληνικό τρόπο ζωής μαζί με τα τοπία.
Στη μουσική πέρα από τον οσκαρικό Χατζιδάκι, που ξενιτεύτηκε στην Αμερική, και ο Μίκης έγραφε μουσική για ταινίες του Χόλιγουντ, οι Aphrodite’s child έκαναν επιτυχία στη Γαλλία, όπως και η Νάνα Μούσχουρη. Ο Κουν έπαιρνε το 1ο βραβείο στο θεατρικό φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι και το 1965, με την παρουσίαση στο Λονδίνο των Περσών & των Ορνίθων, ο Spectator έγραφε: “μπορούμε πια να αναθεωρήσουμε το γνωστό ρητό, η δόξα που ήταν η Ελλάδα, και να μεταφέρουμε το ρήμα στον ενεστώτα χρόνο.
Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κάμποσοι θίασοι όργωναν τον κόσμο: Το Εθνικό θέατρο, το Πειραϊκό του Δημήτρη Ροντήρη, το Θέατρο Τέχνης, οι Δεσμοί της Ασπασίας Παπαθανασίου και όχι μόνο.
Λίγα χρόνια μετά, με το καθεστώς των επιχορηγήσεων να έχει δημιουργήσει στην Αθήνα την έκρηξη των θιάσων, σχεδόν κανείς ελληνικός θίασος δεν περιόδευε στην Ευρώπη. Το κράτος μπαμπάς, αγκάλιασε τα παιδιά του, άνευ όρων και αυτά δεν ξανάφυγαν από την πατρική του θανάσιμη αγκαλιά.
Είμαστε μια χώρα σταυροδρόμι. Ένα πέρασμα. Ένας τόπος που δε μπορεί να απορροφήσει όλες τις ιδέες των παιδιών του. Οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Δεν είναι ενοχλητικό το ότι κάποιος ξενιτεύεται, όσο το ότι δε διευκολύνεται να παραμείνει εδώ, έχοντας τη γενέτειρά του, ως βάση παραγωγής.
Δε μπορεί ο μικρός μας τόπος να απορροφήσει όλες τις νεωτεριστικές μας ιδέες. Δεν είναι ο μόνος στον κόσμο. Είναι ο μόνος όμως, που αυτό το μετατρέπει σε μεμψιμοιρία και απόγνωση.
Για τι είναι γνωστή η Ελλάδα; Για ποιο λόγο είναι δημοφιλής, όπου είναι; Πρέπει να αναδείξουμε και να εξάγουμε το σύγχρονο πολιτισμό μας. Αναπτυξιακά, με συντονισμό και δημιουργία υπεραξίας για τον καλλιτέχνη-δημιουργό. Είμαστε πατρίδα καλλιτεχνών. Πρέπει να μην αφήσουμε τον κόσμο να το ξεχάσει. Ο προσανατολισμός στη δημιουργία υπεραξίας για τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, θα τονώσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και την καλλιτεχνική παραγωγή. Και ας δούμε την πραγματικότητα: κάποιοι, παράγουν για ένα άλλο κοινό, εκτός συνόρων, δεν είναι κακό, συμβαίνει παγκοσμίως.
Το αρμόδιο υπουργείο πρέπει να αλλάξει συθέμελα τρόπο λειτουργίας. Δε μπορεί να είναι ο μπαμπάς με τα χαρτζηλίκια. Χρειάζεται να αποκτήσει συντονισμό και να αφήσει αυτόνομα, τα καλλιτεχνικά ιδρύματα να χαράξουν τη δική τους αναπτυξιακή πολιτική. Με επιλογή των άριστων, την προβολή των ταλαντούχων και με μετρήσιμα αποτελέσματα. Και με συνεργασία στη χάραξη μιας νέας παιδείας με το αντίστοιχο αδερφάκι του Υπουργείο. Ο πολιτισμός σκοτώνει τους φασισμούς. Όπου υποχωρεί, οι άνθρωποι γίνονται έρμαια του φόβου.
Είμαστε παιδιά των αρχαίων Ελλήνων, σωστά; μην ακούω αντιρρήσεις, μιλώ σαν κάποιος υποθετικός επισκέπτης. Γεννηθήκαμε από τους αρχαίους Έλληνες, δε μας πολυαρέσει η βυζαντινή μας προέλευση, πλην της εκκλησίας. Τι δείχνει τη συνέχειά μας; η γλώσσα φυσικά. Και τι άλλο απομεινάρι της αρχαίας δημιουργίας παραμένει ευδιάκριτο και σήμερα; η θρησκεία; η εξοβελιστέα μας νεοελληνική νοοτροπία; όχι, όχι, όχι. Οι τέχνες, το θέατρο, η απόλυτα ελληνική εφεύρεση.
Από την αρχαία πατρίδα, κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα. Η μνήμη μας κοντοστέκεται μόνο στους πολέμους και τις γενοκτονίες. Οι καλλιτέχνες μας έζησαν και έφυγαν στο υπερπέραν. Πάρτε την Αθήνα. Στην Πλάκα έζησε ο Παλαμάς και γύρω από το Σύνταγμα κινούνταν η γενιά του ’30. Στου Ψυρρή κατοικούσε ο Παπαδιαμάντης και έψελνε στον Αγ. Γεώργιο Καρύτση. Στη Ριζούπολη, ένας χώρος που σταμπαρίστηκε από το ρεμπέτικο & το λαϊκό τραγούδι γκρεμίστηκε. Το σπίτι του Κουν στα Εξάρχεια ξενοικιάστηκε άρον άρον μην τυχόν γίνει μουσείο. Και εδώ από πίσω, στους κήπους του Βοτανικού που βολτάριζε ο Ζαμπέτας ακούγοντας τα πουλιά, οι μάντρες, τσιμέντωσαν ένα τοπίο μοναδικό. Μόνο το μετρό Ελαιώνας θυμίζει ότι κάποτε εκεί γύρω υπήρχαν ελαιόδεντρα και βέβαια, ότι η σύγχρονη μνήμη για ένα λαό, που κόπτεται συνεχώς για την ιστορία του, είναι μάλλον μια πολυτέλεια.
Η ιστορική μας συνέχεια, η διαφύλαξη της μνήμης, χωρίς χάσματα και παραλειπόμενα, είναι εθνικό μας καθήκον, για να χρησιμοποιήσω κι εγώ με τη σειρά μου, αυτήν την τόσο φθαρμένη λέξη.