Αντί για μεταρρύθμιση, έχουμε ακροβασίες και συμψηφισμούς. Αντί για αλλαγή μακράς πνοής, έχουμε μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα.
«Έχουμε ένα ασφαλιστικό που στην θέση της διαγενεακής αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής των βαρών και των περικοπών κάνει ακριβώς το αντίθετο. Καλεί τους εργαζόμενους να δουλέψουν περισσότερο, να πληρώσουν παραπάνω, για να πάρουν χαμηλότερες συντάξεις – αν πάρουν –, προκειμένου να αφήσει τις σημερινές συντάξεις απείραχτες. Ο κομμουνιστής Υπουργός κ. Κατρούγκαλος, εισάγει ένα νέο τρόπο παρουσίασης της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε, ή αν προτιμάτε την αρχή, «Μακάριοι οι κατοχυρώσαντες»» τόνισε ο βουλευτής Λάρισας με το Ποτάμι, κ. Κώστας Μπαργιώτας, στη συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων».
Στη συνέχεια ανέφερε πως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού «δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των μνημονιακών απαιτήσεων. Είναι ανάγκη που οφείλεται σε ένα στρεβλό, άδικο σύστημα, που κανείς δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να μεταρρυθμίσει, πριν και μετά την κρίση. Μιλώντας για το Ασφαλιστικό στην Ελλάδα, μιλάμε ουσιαστικά για την καρδιά της κρίσης χρέους. Από το 2006 ως το 2009, την πενταετία που χάθηκε ο δημοσιονομικός έλεγχος, το 83% του χρέους οφειλόταν στο ασφαλιστικό. Σε απλά ελληνικά: χωρίς ελλειμματικό ασφαλιστικό δεν θα είχαμε μνημόνιο. Και το τραγικό; Το πιο προβληματικό ασφαλιστικό της Ευρώπης είναι το δικό μας. Είναι το χειρότερο και το πιο άδικο. Η άρνηση των μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων και η έλλειψη πολιτικών με πνοή είναι διαχρονική: από το 1958 συζητιέται η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού Συστήματος στην χώρα και η ενοποίηση των ταμείων εκκρεμεί από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου».
Ακολούθως, επέκρινε τις κυβερνητικές επιλογές «Είναι το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα μεγάλη μεταρρύθμιση; Η «μητέρα των μεταρρυθμίσεων»; Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν πρόκειται περί αυτού είναι οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις. Οι συνταξιούχοι αποτελούσαν και αποτελούν τους πιο εύκολους πελάτες του λαϊκίστικου λαϊκισμού. Και οι συντεχνίες του Δημοσίου τον πιο σκληρό αντίπαλο όποιου επιχειρούσε διαχρονικά να αλλάξει τα πράγματα. Μέσα στην κρίση, ο τελευταίος που αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του προβλήματος ήταν ο Πρωθυπουργός. Τη νύχτα του Μνημονίου, τον περασμένο Αύγουστο, πέρασε από το «καμιά μείωση σε συντάξεις, καμιά αύξηση σε εισφορές» στη δήλωση «ποιος αμφιβάλλει άραγε ότι το Ασφαλιστικό δεν πρέπει να αλλάξει»; Μα εσείς! Η κυβέρνηση της Αριστεράς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Η κυβέρνηση προσπαθεί να φορτώσει την αναπόφευκτη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού σε άλλους. Παριστάνει το ενεργούμενο, για να μπορέσει -φορτώνοντας το πρόβλημα στην τρόικα- να διατηρήσει δια της υπεκφυγής την επαφή της με τα κοινωνικά στρώματα που εξαπατούσε με τις διακηρύξεις της. Έτσι, αντί για μεταρρύθμιση, έχουμε ακροβασίες και συμψηφισμούς. Αντί για αλλαγή μακράς πνοής, έχουμε μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα».
Τέλος, επαναδιατύπωσε την πρόταση του Ποταμιού «Η επιτροπή των σοφών πρότεινε μια λύση τριών πυλώνων. Όλη η Ευρώπη ακολουθεί ανάλογες πολιτικές. Το Ποτάμι έχει επεξεργαστεί και προτείνει ένα τέτοιο μοντέλο πυλώνων: Εθνική Σύνταξη, ατομικός λογαριασμός, επαγγελματική ασφάλιση. Η κυβέρνηση επέλεξε να παραμείνει σε ένα αναχρονιστικό σύστημα, που εισάγει υποτίθεται ενιαίους κανόνες για τους νέους, διατηρώντας όμως τις στρεβλώσεις, τις αδικίες και τις ανισότητες. Δημιουργώντας συνταξιούχους δυο ταχυτήτων και κυρίως μεταθέτοντας το πρόβλημα στο μέλλον».
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί η απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του κ. Μπαργιώτα:
Είναι το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα μεγάλη μεταρρύθμιση; Η «μητέρα των μεταρρυθμίσεων», όπως θα έπρεπε; Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν πρόκειται περί αυτού είναι οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις. Ακούμε εδώ και μήνες πόσο σοβαρά προσπαθούν όλοι να σώσουν τις συντάξεις από καινούριες περικοπές. Ακούσαμε τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να αγορεύει υπέρ της διατήρησης του ύψους των συντάξεων ως την απόλυτη επιδίωξη της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού. Όμως νομίζω πως είναι καιρός να πούμε την αλήθεια. Ζητούμενο δεν πρέπει να είναι η περικοπή ή μη του ύψους των συντάξεων, αλλά η διάσωση του ασφαλιστικού στο σύνολό του. Θα έπρεπε λοιπόν να συζητάμε για ένα δίκαιο για όλες τις γενιές συνταξιοδοτικό. Βιώσιμο και σταθερό για τα επόμενα 25 με 30 χρόνια.
Η συζήτηση αυτή, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν αποτελεί αποτέλεσμα μόνο των μνημονιακών απαιτήσεων και υποχρεώσεων. Δεν είναι ευθύνη μόνο της Τρόικας. Είναι ανάγκη που οφείλεται σε ένα στρεβλό, άδικο σύστημα, που κανείς δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να μεταρρυθμίσει πριν και μετά την κρίση. Μιλώντας για το Ασφαλιστικό στην Ελλάδα, μιλάμε ουσιαστικά για την καρδιά της κρίσης χρέους. Από το 2006 ως το 2009, την πενταετία που χάθηκε ο δημοσιονομικός έλεγχος, το 83% του χρέους οφειλόταν στο ασφαλιστικό. Σε απλά ελληνικά: χωρίς ελλειμματικό ασφαλιστικό δεν θα είχαμε μνημόνιο. Και το τραγικό; Το πιο προβληματικό ασφαλιστικό της Ευρώπης είναι το δικό μας. Είναι το χειρότερο και το πιο άδικο.
Οι αιτίες είναι πολλές. Επιγραμματικά μόνο να αναφέρω, θα έπρεπε να συζητάμε πάντα και δεν θα έπρεπε να βγάζουμε από την συζήτηση ποτέ, το θεμελιώδες μέγεθος που οδηγεί σε αδιέξοδο. Εξαιτίας του δημογραφικού πρώτα και της ανεργίας μετά, η σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχων είναι 1.27 προς 1. Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση πάνω σε αυτό το υπόστρωμα είναι καταδικασμένη. Μαζί με αυτό η εισφοροδιαφυγή και η μαύρη εργασία, ο κατακερματισμός σε πολλά ταμεία, η πολυνομία, οι αδικίες και οι μεγάλες διαφοροποιήσεις οδηγούσαν σε προβλήματα.
Το κύριο όμως πρόβλημα είναι ότι ένα αναποτελεσματικό πολιτικό σύστημα, κοντόφθαλμο, ρουσφετολογικό και ανεύθυνο διαχρονικά, συνέχιζε να διευρύνει τα προνόμια και τις εξαιρέσεις - τις πρόωρες συντάξεις, τα πλασματικά χρόνια, τις αναπηρικές – μέχρι την τελευταία στιγμή. Θυμίζω ότι η τελευταία φορά που ψηφίσαμε ένα κομπολόι από ρουσφέτια, πρόωρες και προνόμια ήταν την παραμονή του δημοψηφίσματος τον περασμένο Ιούνιο, λίγες ώρες πριν προσέλθουμε στις κάλπες. Η άρνηση των μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων και η έλλειψη πολιτικών με πνοή είναι διαχρονική: από το 1958 συζητιέται η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού Συστήματος στην χώρα και η ενοποίηση των ταμείων εκκρεμεί από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η βασική αρχή της πολιτικής διαχρονικά ήταν η ανεξέλεγκτη αύξηση των δαπανών και η ταυτόχρονη κάλυψή τους με την αναζήτηση πρόσθετων φόρων. Από το 2000 και μετά, εφευρέθη ο ανεξέλεγκτος δανεισμός, που οδήγησε σε αυτό που είπαμε. Ακόμη και σήμερα, 5 χρόνια μετά την κρίση, ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν. Με την έναρξη της συζήτησης του ασφαλιστικού, ακούσαμε προτάσεις για δανεισμό υπέρ του ασφαλιστικού, προτάσεις για χρήση των εσόδων του ΤΑΙΠΕΔ. Απίθανα πράγματα.
Οι συνταξιούχοι αποτελούσαν και αποτελούν τους πιο εύκολους πελάτες του λαϊκίστικου λαϊκισμού. Και οι συντεχνίες του Δημοσίου τον πιο σκληρό αντίπαλο όποιου επιχειρούσε διαχρονικά να αλλάξει τα πράγματα. Μέσα στην κρίση, ο τελευταίος που αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του προβλήματος ήταν ο Πρωθυπουργός. Τη νύχτα του Μνημονίου, τον περασμένο Αύγουστο, πέρασε με την χαρακτηριστική ευκολία που τον διακρίνει, από το καμιά μείωση σε συντάξεις, καμιά αύξηση σε εισφορές στη δήλωση «ποιος αμφιβάλλει άραγε ότι το Ασφαλιστικό δεν πρέπει να αλλάξει»; Μα εσείς! Η κυβέρνηση της Αριστεράς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
Άλλωστε η σημερινή κυβέρνηση και ο σημερινός Υπουργός της είχαν ως αντιπολίτευση, καθοριστική και βίαιη μερικές φορές συμβολή, στην ακύρωση μιας ήρεμης συζήτησης για ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, στην αναζήτηση ουσιαστικών και βιώσιμων λύσεων. Θυμίζω ότι η κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία επαγγελλόμενη την αποκατάσταση όλων των συντάξεων στο ύψος του 2009, τη συντήρηση των πρόωρων και την κάλυψη όλων των ασφαλιστικών αιτημάτων. Βέβαια, έκτοτε έχει αλλάξει πολιτική και σας ακούμε να λέτε, «μα κάναμε εκλογές, πήγαμε στον λαό, αλλάξαμε την πολιτική». Ή ακόμη χειρότερα, ακούω ανθρώπους τους οποίους σέβομαι, να λένε ότι δεν εφαρμόζουν την πολιτική τους, ότι είναι ενεργούμενα άλλων και απλώς έχουν γίνει εκτελεστικά όργανα της τρόικας. Ή και τα δυο. Και τα δυο όμως αποτελούν την πιο κυνική παραδοχή, το χειρότερο είδος αμοραλισμού. Κερδίζετε κύριοι συνάδελφοι το πρωτάθλημα στον τομέα, σε μια χώρα που και σκληρό ανταγωνισμό έχει στον σκληρό τυχοδιωκτισμό, αλλά και λαμπρές επιδόσεις από τα παλιά κόμματα στο παρελθόν.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η κυβέρνηση προσπαθεί να φορτώσει την αναπόφευκτη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού σε άλλους. Παριστάνει -όπως είπαμε- το ενεργούμενο, για να μπορέσει – νομίζει – φορτώνοντας το πρόβλημα στην τρόικα να διατηρήσει δια της υπεκφυγής ουσιαστικά, την επαφή της με τα κοινωνικά στρώματα που εξαπατούσε με τις διακηρύξεις της. Έτσι, αντί για μεταρρύθμιση, έχουμε ακροβασίες και συμψηφισμούς. Αντί για αλλαγή μακράς πνοής, έχουμε μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα. Και ένα ασφαλιστικό που στην θέση της διαγενεακής αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής των βαρών και των περικοπών κάνει ακριβώς το αντίθετο. Καλεί τους εργαζόμενους να δουλέψουν περισσότερο, να πληρώσουν παραπάνω, για να πάρουν χαμηλότερες συντάξεις – αν πάρουν –, προκειμένου να αφήσει τις σημερινές συντάξεις απείραχτες. Εφαρμόζει οριζόντια μέτρα, δημιουργώντας στρεβλώσεις, αδικίες και ιδιαιτερότητες.
Είναι γνωστές οι αδικίες και οι στρεβλώσεις. Η ανισοκατανομή για παράδειγμα μεταξύ των ηλικιών της κρατικής επιχορήγησης – είναι γνωστό ότι οι συνταξιούχοι των 55 είναι ευνοημένοι σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους και είναι γνωστό ότι συγκεκριμένα ταμεία απορροφούν δυσανάλογα μεγαλύτερη επιδότηση κ.ο.κ. Προβλήματα και στρεβλώσεις, οι οποίες δεν αγγίζονται. Αντίθετα, εφαρμόζονται οριζόντιες λύσεις. Πλαφόν λοιπόν 1800 ευρώ, ανεξάρτητα αν πληρώνονται ανταποδοτικά από το ταμείο τους ή αν η σύνταξή τους στηρίζεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό. Τι καλύτερο κίνητρο άραγε για την εισφοροδιαφυγή;
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το νομοσχέδιου του κ. Κατρούγκαλου ουσιαστικά επιχειρεί να ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση που άρχισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις στο πλαίσιο των Μνημονίων, και κατά πάγια τακτική τις άφησαν μισές. Ο προηγούμενος νόμος εξελίχθηκε σε νόμο φάντασμα, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Δεν έχει δοθεί ούτε μια σύνταξη με τον νόμο Κουτρουμάνη – Λοβέρδου, αφού δεν υπήρξε έγκαιρα εγκύκλιος να επεξηγεί τον τρόπο που αυτό θα γινόταν από 1.1.2015. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση η κυβέρνηση ανέστειλε την εφαρμογή του νόμου, όταν ήρθε στην εξουσία. Ο νόμος Λοβέρδου-Κουτρουμάνη έτσι κι αλλιώς παρέπεμπε στο μέλλον, ήταν κι αυτός επί της ουσίας, ένας «νόμος υπεκφυγή». Η πλήρης εφαρμογή του αφορούσε την επόμενη γενιά. Δημιουργούσε απλώς μια κουλτούρα κατοχύρωσης. Έκλεινε το μάτι σε όλα τα στρώματα και σε όλες τις ομάδες. Ο αριθμός των συνταξιούχων εκτοξεύθηκε μαζί με την δαπάνη για συντάξεις. Οι δαπάνες του προϋπολογισμού αυξήθηκαν παρόλο που οι συντάξεις περικόπηκαν 12 φορές. Η άρνηση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού σε πραγματικό χρόνο, οδήγησε αναγκαστικά στην μοναδική λύση που απέμενε: στις μεγάλες περικοπές των συντάξεων. Ταυτόχρονα, το Δημόσιο κυριολεκτικά διαλύθηκε από ένα κύμα αποχωρήσεων.
Η κυβέρνηση ουσιαστικά κάνει το αντίστροφο από αυτό που διακήρυττε. Αφού αύξησε τα ηλικιακά όρια για την σύνταξη, αυξάνει τώρα τις εισφορές και μειώνει δραματικά τις συντάξεις. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει ή χωρίς να έχει δοθεί στη δημοσιότητα επίσημη και συνολική αναλογιστική μελέτη. Για λόγους καθαρά ψηφοθηρικούς, επιλέγοντας να φανεί ευχάριστη στους ήδη συνταξιούχους, για λίγο έστω, εισάγει μια καινοφανή αρχή. Εισάγει διαφορετικές συντάξεις, ανάλογα με την ημερομηνία κατοχύρωσης. 30% διαφορά ανάλογα με τον χρόνο που κατοχυρώνει κανείς το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα. Ο κομμουνιστής Υπουργός κ. Κατρούγκαλος, εισάγει ένα νέο τρόπο παρουσίασης της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε, ή αν προτιμάτε την αρχή, «Μακάριοι οι κατοχυρώσαντες». Η υπόθεση ότι μετά το 2018, η ψαλίδα θα κλείσει, είναι εντελώς προσχηματική. Πάρα πολύ κυνικά, η κυβέρνηση ουσιαστικά μεταφορτώνει στους σημερινούς εργαζόμενους και μεταθέτει τις δραστικές περικοπές των σημερινών συνταξιούχων στην επόμενη κυβέρνηση. Εκτός κι αν δεν μπορέσει να το αποφύγει και αναγκαστεί να ψηφίσει δικλείδες μείωσης των συντάξεων, ήδη από τον άλλο μήνα με το τέταρτο μνημόνιο που καταφθάνει.
Με το παρόν Ασφαλιστικό ουσιαστικά επιχειρείται η διατήρηση για λίγα ακόμη χρόνια ενός χρεοκοπημένου διανεμητικού συστήματος, μέσω της υπέρμετρης επιβάρυνσης των σημερινών ασφαλισμένων. Είναι πραγματικά εξωφρενικό ότι καλούνται οι σημερινοί ασφαλισμένοι να πληρώσουν πολύ υψηλές εισφορές, για να πάρουν τελικά χαμηλότερες συντάξεις μέσω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, μόνο και μόνο για να στηρίξουν τις ήδη χορηγούμενες συντάξεις, χωρίς να υπάρχει καμία παρέμβαση στις αδικίες και τις στρεβλώσεις. Αν και η αλήθεια είναι πως και το εισόδημα των συνταξιούχων τελικά μειώνεται, με την λύση που επιλέχθηκε. Οι εισφορές των ήδη εργαζομένων αυξάνονται και το νέο σύστημα δυστυχώς, είναι πιο άδικο από το παλιό. Παραμένει διανεμητικό, εισπράττοντας πολλά, έναντι ασαφών υποχρεώσεων για το μέλλον.
Αυτό έχει οδηγήσει σε έντονες αντιδράσεις στο σχέδιο Κατρούγκαλου, σε κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες. Δεν είναι τόσο οι περικοπές και οι επιβαρύνσεις όσο η αίσθηση της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των σημερινών εργαζομένων και της νέας γενιάς. Η κυβέρνηση προτίμησε για μια ακόμη φορά, το μονοπάτι του λαϊκισμού. Επέλεξε να επιχειρήσει να δημιουργήσει ένα ψευδές δίλημμα κατά την προσφιλή της συνήθεια. «Ναι ή όχι» στην περικοπή των συντάξεων; Με τους χαμηλοσυνταξιούχους ή με τους δανειστές; Η γνωστή άγονη ιστορία. Ο Πρωθυπουργός βιάστηκε να χαράξει κόκκινες γραμμές, τις οποίες στη συνέχεια χαλάρωσε ο ίδιος. «Όχι στις περικοπές των κυρίων συντάξεων, μπορεί στις επικουρικές» και μετά «δεν αφορά όλες τις συντάξεις το όχι στην περικοπή των συντάξεων».
Παρέμεινε όμως αμετακίνητος στο πετσόκομμα των νέων συνταξιούχων. Οι εργαζόμενοι φαίνεται δεν είναι τόσο καλοί πελάτες όσο οι νυν συνταξιούχοι. Δυστυχώς, όλα έγιναν για ακόμη μια φορά σε ένα πολεμικό, διχαστικό κλίμα. Ολισθαίνει εύκολα σε ρητορικές «γερμανοτσολιάδων» αυτή η κυβέρνηση. Όμως, η εμπειρία λέει ότι το να γίνει ένα βιώσιμο ασφαλιστικό απαιτεί δυναμικές συμπράξεις κομμάτων και κοινωνικών εταίρων. Μια μακροπρόθεσμη συμφωνία. Η κυβέρνηση επέλεξε να σκοτώσει την συζήτηση πριν καν αρχίσει, με τον τρόπο που εμφάνισε το σχέδιο, πολύ αργά και αρνούμενη οποιαδήποτε συζήτηση επί της ουσίας.
Η επιτροπή των σοφών πρότεινε μια λύση τριών πυλώνων. Όλη η Ευρώπη ακολουθεί ανάλογες πολιτικές. Το Ποτάμι έχει επεξεργαστεί και προτείνει ένα τέτοιο μοντέλο πυλώνων: Εθνική Σύνταξη, ατομικός λογαριασμός, επαγγελματική ασφάλιση. Η κυβέρνηση επέλεξε να παραμείνει σε ένα αναχρονιστικό σύστημα, που εισάγει υποτίθεται ενιαίους κανόνες για τους νέους, διατηρώντας όμως τις στρεβλώσεις, τις αδικίες και τις ανισότητες. Δημιουργώντας συνταξιούχους δυο ταχυτήτων και κυρίως μεταθέτοντας το πρόβλημα στο μέλλον. Δίνοντας ραντεβού για έναν νέο γύρο αναθεώρησης του ασφαλιστικού το 2018.
Τέλος, στο τελευταία άρθρα του ασφαλιστικού παρεισφρέει ένα «μίνι φορολογικό». Η κυβέρνηση κάνει μια περιορισμένη αναδιάρθρωση στους συντελεστές, αντλώντας 1.8 δις ευρώ από τα συνήθη υποζύγια και προσπαθεί να μετριάσει την εντύπωση από την επιβάρυνση του ασφαλιστικού, καθώς κλείνει το μάτι σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγροτών και ελευθέρων επαγγελματιών. Είναι κοινοτυπία πως η ελάφρυνση των φόρων είναι απαραίτητη για την έξοδο από την κρίση. Όπως είναι, επίσης κοινοτυπία πως μαζί με την μείωση των δαπανών, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι ο μόνος τρόπος για την μείωση των φόρων. Αντί να φορτώνει νέους φόρους η κυβέρνηση, καλά θα έκανε να ξυπνήσει από τον λήθαργο. Η κατά γενική ομολογία άρνηση ελέγχου της φοροδιαφυγής από αυτή την κυβέρνηση είναι εμφανής. Τι έγινε το ηλεκτρονικό χρήμα; Τι έγιναν τα ηλεκτρονικά τιμολόγια και οι ηλεκτρονικές διασταυρώσεις; Γιατί επικρατεί στην αγορά η αίσθηση της πλήρους ατιμωρησίας; Που βρίσκονται οι έλεγχοι για την μαύρη εργασία; Η εύκολη λύση της αύξησης του ΦΠΑ και των φόρων, που πληρώνουν πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι, είναι παλιές συνταγές. Τόσο παλιές όσο είναι και η συνταγή του ασφαλιστικού που επιλέχθηκε. Δυστυχώς, όμως έχει ήδη αποδειχθεί ότι δεν βγάζουν πουθενά.
Δείτε παρακάτω το βίντεο της ομιλίας:
Κωνσταντίνος Μπαργιώτας - Λάρισας