7 Φεβρουαρίου, 2018

Άχρηστες εισφορές από τη δεκαετία του ’70 εξακολουθούν να επιβαρύνουν χωρίς λόγο τα δάνεια

Ερώτηση προς τον Υπουργό Οικονομικών

Το θέμα σχετικά με την κατάργηση της εισφοράς του Ν.128/1975 αναδεικνύει ο Γραμματέας Κοινοβουλευτικού Έργου και Βουλευτής Αττικής με το Ποτάμι, Γιώργος Μαυρωτάς, με ερώτηση που κατέθεσε προς τον Υπουργό Οικονομικών, κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο.

Μεταξύ άλλων στοιχείων, τα οποία παραθέτει, ρωτά τον κ. Υπουργό ποια είναι η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης εισφοράς, η οποία επιβαρύνει τα επιτόκια των δανείων και δημιουργεί στρεβλώσεις στο καθεστώς αποπληρωμής αυτών, αλλά και στην ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:

Προς τον Υπουργό Οικονομικών

ΘΕΜΑ: Ποια η αναγκαιότητα της εισφοράς του Νόμου 128/75 στα πάσης φύσεως δάνεια;

Το 1975 ψηφίστηκε ο Νόμος 128 ο οποίος επέβαλε μια ποσοστιαία επιβάρυνση στα επιτόκια των πάσης φύσεως καταναλωτικών, επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων. Σκοπός της περίφημης εισφοράς του ν.128/75 ήταν να δημιουργηθεί ένας «κουμπαράς» ο οποίος θα πριμοδοτούσε τον δανεισμό των εγχώριων εξαγωγικών επιχειρήσεων ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Πλέον σήμερα ο σκοπός αυτός δεν υφίσταται και επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιτρέπει τις επιδοτήσεις των εξαγωγικών επιχειρήσεων, τα έσοδα από τη συγκεκριμένη εισφορά δεν μπορούν να καταγραφούν στον προϋπολογισμό. Για το λόγο αυτό τηρούνται σε ειδικό λογαριασμό «εκτάκτων εσόδων» του Δημοσίου, στην Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι να διοχετευθούν όπου αποφασίσει η Κυβέρνηση. Το ζήτημα όμως το οποίο τίθεται, είναι ότι η εισφορά του ν.128/75 παραμένει.

Επειδή όμως εν μέσω του δυσχερούς πιστωτικού περιβάλλοντος η ελληνική πολιτεία συνεχίζει να επιβαρύνει τις ελληνικές επιχειρήσεις με την αναχρονιστική εισφορά του ν.128/1975 αυξάνοντας το κόστος του χρήματος και καθιστώντας έτσι τις ελληνικές επιχειρήσεις ακόμα λιγότερο ανταγωνιστικές. Και επειδή η εν λόγω επιβάρυνση υφίσταται κατά κύριο λόγο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες υστερούν ανταγωνιστικά έναντι των ευρωπαίων ομολόγων τους αλλά και έναντι των μεγαλύτερων σε μέγεθος εγχώριων ανταγωνιστών τους.

Επειδή η επιβάρυνση που προκαλεί σήμερα στα επιτόκια των καταναλωτικών και των επιχειρησιακών δανείων είναι 0,60%, και στα στεγαστικά δάνεια 0,12%. Επίσης ειδικότερα για την περίπτωση των στεγαστικών δανείων προκύπτει ζήτημα διπλής φορολόγησης των δανειοληπτών καθώς πέραν της εισφοράς του ν.128/1975, επιβάλλεται και ΕΝΦΙΑ. Και επειδή αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πολιτεία αντιμετωπίζει τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων και ως κατά αποκλειστικότητα ιδιοκτήτες του ακινήτου, άρα υπόχρεους καταβολής ΕΝΦΙΑ, και ταυτοχρόνως, ως δανειολήπτες στεγαστικού, άρα υπόχρεους καταβολής της εισφοράς 0,12% επί του υπόλοιπου του δανείου.

Και επειδή σύμφωνα με τον ν.128/1975, ούτε προβλέπεται ρητά ως δυνατή αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς. Επισημαίνεται δε ότι ο ανατοκισμός της συγκεκριμένης εισφοράς δεν είναι νόμιμος, εφόσον τόσο κατά το προϊσχύον όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών.

Ερωτώνται οι κ. Υπουργοί:

Κρίνετε σκόπιμη τη διατήρηση της εισφοράς του ν.128/1975 η οποία και επιβαρύνει τα επιτόκια των δανείων των πολιτών και των επιχειρήσεων, αλλά και ανατοκίζεται σε περίπτωση καθυστέρησης;

Ο ερωτών Βουλευτής
Γιώργος Μαυρωτάς, Αττικής