του Γιώργου Πολίτη Πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι εάν βρεις την αιτία ενός προβλήματος, αυτή θα σε οδηγήσει στη λύση του. Ωστόσο, όλοι ξέρουμε, ότι εάν δεν βρεις την αιτία, είναι μάλλον αδύνατο να οδηγηθείς στη λύση.
Πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι εάν βρεις την αιτία ενός προβλήματος, αυτή θα σε οδηγήσει στη λύση του. Ωστόσο, όλοι ξέρουμε, ότι εάν δεν βρεις την αιτία, είναι μάλλον αδύνατο να οδηγηθείς στη λύση.
Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό που ονομάστηκε “ελληνική κρίση”. Επειδή επιμένουμε στην οικονομική της ανάγνωση, η οποία είναι ανούσια. Οι θεωρίες οι οποίες προτάσσουν το οικονομικό στοιχείο, ανεξάρτητα με το αν είναι αριστερές ή δεξιές, αδυνατούν να κατανοήσουν την κρίση, ακριβώς επειδή η ευρύτερη σχολή σκέψης που ακολουθούν είναι ανεπαρκής. Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο πολύ διάσημες θεωρίες, τον μαρξισμό και το νεοφιλελευθερισμό.
Είναι δύο αντιθετικές θεωρίες, που όμως έχουν έναν κοινό παρονομαστή: είναι και οι δύο οικονομοκεντρικές. Υποστηρίζουν ότι εάν ακολουθήσουμε τη μία ή την άλλη οικονομική προσέγγιση, τότε όλα τα άλλα προβλήματα θα λυθούν αυτομάτως. Οι μαρξιστές λένε ότι εάν έχουμε μια σχεδιασμένη κλειστή οικονομία και τα μέσα παραγωγής περιέλθουν στο κράτος, τότε θα οδηγηθούμε σε μία ευτυχισμένη κοινωνία ισότητας. Αν η υπόθεση τους ευσταθούσε, τότε το Τείχος του Βερολίνου θα είχε πέσει από την άλλη μεριά. Οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι εάν απελευθερωθεί πλήρως η οικονομία, τότε θα οδηγηθούμε σε μια κοινωνία ελευθερίας και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων. Αν όμως σκεφτούμε τη Χιλή του Αουγκούστο Πινοσέτ, θα διαπιστώσουμε ότι η καθολική ιδιωτικοποίηση της παραγωγής δεν έφερε ακριβώς αυτά τα αποτελέσματα.
Έτσι και η στενά οικονομοκεντρική ανάλυση της ελληνικής κρίσης διαβάζει το πρόβλημα ως αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης και αμεριμνησίας. Ωστόσο, αυτά τα χαρακτηριστικά, που όλοι συμφωνούν ότι δέσποζαν την προηγούμενη περίοδο δεν αποτελούν αίτια της οικονομικής κρίσης, αλλά αποτελέσματα μιας πολύ βαθύτερης κρίσης.
Μα θα αναρωτηθεί κάποιος, την ίδια οικονομική κρίση περνούν κι άλλες χώρες που δεν είχαν τα δικά μας «ειδικά» προβλήματα. Άρα αφού τα συμπτώματα είναι ίδια, τότε και τα αίτια θα είναι ίδια, επομένως η κρίση είναι και σε εμάς και σε αυτούς –παντού– οικονομική, είναι η νομοτελειακή συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, “είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε” κατά το γνωστό σλόγκαν.
Θα ήταν, ίσως, βολικό να είναι έτσι, αλλά δεν είναι έτσι. Το ότι δύο φαινόμενα έχουν παρόμοια συμπτώματα δεν σημαίνει ότι είναι ίδια φαινόμενα, ούτε ότι έχουν τα ίδια αίτια, άρα και την ίδια λύση. Δύο άνθρωποι μπορεί να βήχουν, ο ένας επειδή κατάπιες στραβά και ο άλλος επειδή έχει πνευμονία. Κατ’ αναλογία, έτσι και η ελληνική κρίση έχει όντως οικονομικά συμπτώματα, που είναι ίδια με εκείνα άλλων χωρών. Όμως η δική μας κρίση διαφέρει, επειδή δεν είναι οικονομική αλλά ηθική.
Εξ αιτίας της επικράτησης ενός πλέγματος αγκυλωμένων ιδεολογικών αντιλήψεων, στη χώρα μας το καλό δεν επιβραβεύεται και το κακό δεν τιμωρείται. Πραγματική αιτία της κατάρρευσης είναι αυτός ο εθισμός στην αναξιοκρατία και την ατιμωρησία, που μετέβαλε τη χώρα σε παράδεισο του υπαρκτού παραλογισμού.
Αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργούν συνθήκες αφόρητης αδικίας. Εδώ γίνεται μια εύκολη παρεξήγηση: Πολλοί απ’ όσους αδικούνται, νομίζουν ότι η διάχυση της αδικίας είναι αναπόδραστη συνέπεια του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική και κοινωνική ανισότητα γεννούν αδικίες. Και μάλιστα πολλές και μεγάλες. Aυτό, όμως, συμβαίνει σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι ισχυροί του πλούτου πάντα βρίσκονταν -και πάντα θα βρίσκονται- σε πλεονεκτική θέση. Η ελληνική κοινωνία, όμως, είναι πολύ πιο άδικη απ’ όσο δικαιολογεί η ταξικότητά της. Κι’ αυτό γιατί στη χώρα μας δεν είναι μόνο ο πλούσιος και o ισχυρός που εξουσιάζουν τον φτωχό και τον αδύναμο. Είναι κυρίως ο τραμπούκος κάθε κοινωνικής ομάδας, αυτός ο οποίος, επικρατεί σε βάρος όλων των άλλων. Θρασύτατα, όσο και ανεμπόδιστα, εκμεταλλεύεται την ιδεολογική παραζάλη, καταπατά νόμους και κανόνες για το δικό του συμφέρον.
Μόνο εάν απαλλαγούμε από αυτόν τον βαθιά ριζωμένο παραλογισμό, εγκαθιδρύοντας μια κοινωνία δικαίου, μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι ουσιαστικό και δυναμικό.
Πως μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Πως μπορούμε να ξεριζώσουμε αυτόν τον παράλογο, λαϊκίστικο, ωφελιμισμό που κυριαρχεί;
Κατά τη δική μου εκτίμηση, αυτό που χρειάζεται είναι μία ριζική τομή, μία ιδεολογική επανάσταση. Αυτή, που θα ανατρέψει την κυρίαρχη αντίληψη και θα εδραιώσει μια νέα.
Αυτή η επανάσταση δεν εστιάζεται στην οικονομία, επομένως δεν θα είναι αριστερή ή δεξιά. Είναι πρωτίστως, η επανάσταση του αυτονόητου. Με άλλα λόγια, είναι η επανάσταση της κοινής λογικής.