Ομιλία Γ. Μαυρωτά κατά τη συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης της ΔΗ.ΣΥ.
Την ανάγκη ύπαρξης ενός στιβαρού και αποτελεσματικού κράτους με ρόλο τη θέσπιση των κανόνων και τον έλεγχο της τήρησής τους, ώστε να διασφαλίζονται οι ίσες ευκαιρίες και οι ανοικτές διαδικασίες ανέδειξε ο βουλευτής Αττικής και Γραμματέας Κοινοβουλευτικού Έργου του Ποταμιού, Γιώργος Μαυρωτάς, κατά τη συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης, αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, 17 Βουλευτών της ΔΗ.ΣΥ. με θέμα: «Ανάπτυξη: η (αυτ)απάτη της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. συνεχίζεται…».
Αναφερόμενος στο «χιλιοτραγουδισμένο», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, χρέος επεσήμανε πως το πρόβλημα δεν είναι το αυτοτελές ύψος του χρέους αλλά ο λόγος του προς το Α.Ε.Π., το οποίο εξαιτίας της κωλυσιεργείας της Κυβέρνησης κατά τη διαπραγμάτευση, μειώθηκε κατά 1,2 %. Προέκρινε ως μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, με οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση, αυτό που θα στηρίζεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές παρά στις δημόσιες δαπάνες και την κατανάλωση. Κατέγραψε ως κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντας για το επιχειρείν στην Ελλάδα την πολιτική αστάθεια, τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές τη φορολογική νομοθεσία, τη γραφειοκρατία και τη δύσκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Πρότεινε ως μοναδική λύση για την επιβίωση της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας την ανάπτυξη οικονομίας έντασης γνώσης, με καινοτόμα χαρακτηριστικά και τόνισε τον ρόλο της εκπαίδευσης εστιάζοντας στη συνεισφορά πραγματικά αυτοδιοικήτων, εξωστρεφών ιδρυμάτων, διασυνδεδεμένων με την παραγωγή.
Ολοκληρώνοντας, απέρριψε ως παρωχημένες τις πολιτικές κρατισμού που έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα, συμπεραίνοντας πως δημόσιος και ιδιωτικός τομέας στα σύγχρονα κράτη είναι καταδικασμένοι να συμβιώνουν και το ζητούμενο είναι οι βέλτιστες συνέργειες μεταξύ τους.
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Σε 6’ θα προσπαθήσω απλώς να σκιαγραφήσω την αντίληψή μας για την ανάπτυξη, να δούμε δηλαδή λίγο την μεγάλη εικόνα.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες υπάρχει άλλωστε πληθώρα μελετών τα τελευταία χρόνια (McKinsey, ΙΟΒΕ, Διανέοσις) που μιλούν για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. ‘Εχουμε κάνει και με το Ποτάμι αντίστοιχες εκδηλώσεις.
Όπως σε όλα τα πράγματα, για να βελτιώσεις κάτι πρέπει πρώτα να το μετρήσεις
Για να βελτιώσεις το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας, πρέπει λοιπόν πρώτα να το μετρήσεις.
Ο πιο συνηθισμένος δείκτης για το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας είναι το Α.Ε.Π.
Στους διάφορους δείκτες χρησιμοποιείται είτε ως αριθμητής π.χ. Α.Ε.Π. κατά κεφαλήν είτε ως παρονομαστής π.χ. Χρέος/Α.Ε.Π.
Και μια και ανέφερα το «χιλιοτραγουδισμένο» τελευταία χρέος.
Πάντα λέγαμε ότι το πρόβλημα του χρέους που συζητάμε, δεν είναι τόσο πρόβλημα αριθμητή δηλαδή ύψους του χρέους, όσο κυρίως πρόβλημα παρονομαστή, ύψους του Α.Ε.Π.
Και όταν κωλυσιεργούσε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση αναγορεύοντας τον αριθμητή στο μείζον, έχανε τον παρονομαστή.
Το 2,7% αύξηση του Α.Ε.Π. με βάση τον προϋπολογισμό που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο έχει γίνει 1,5%, απώλεια δηλαδή 2 δις εθνικού πλούτου.
Και δυστυχώς οι αριθμοί είναι πολύ μαρτυριάρηδες και δεν καταλαβαίνουν από επικοινωνιακά τερτίπια.
Το Α.Ε.Π. αυξάνει μέσω τεσσάρων παραγόντων:
1. Την αύξηση της κατανάλωσης,
2. Τη δημιουργία επενδύσεων,
3. Τις δημόσιες δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών
4. Τις εξαγωγές.
Για να είναι υγιής η ανάπτυξη πρέπει να στηρίζεται κυρίως στις επενδύσεις και στις εξαγωγές (ή στην υποκατάσταση εισαγωγών).
Όταν στηρίζεται στην κατανάλωση και στις δημόσιες δαπάνες είναι συγκυριακή και θνησιγενής, όπως μάθαμε καλά στα χρόνια της κρίσης.
Τι μας φρενάρει όμως;
Από την έρευνα γνώμης που διεξάγει το World Economic Forum προέκυψε ότι κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας για το επιχειρείν στην Ελλάδα είναι η πολιτική αστάθεια και ακολουθούν οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η φορολογική νομοθεσία, η γραφειοκρατία, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση που είναι δύσκολη.
Κάποια νούμερα σε ότι έχει να κάνει με τη φορολογία των επιχειρήσεων:
(τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το επιχειρείν (Doing Business 2017)
Σύμφωνα με την έκθεση, συνολικά οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές που καλούνται να πληρώσουν οι επιχειρήσεις αντιστοιχούν στο 50,7% επί των κερδών τους, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στις χώρες υψηλών εισοδημάτων του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) είναι 40,9%.
Και το μεγάλο βάρος, στην Ελλάδα, έχει πάει στη μεσαία τάξη
Ας πάμε όμως και στο είδος της ανάπτυξης που θέλουμε
Η Ελλάδα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης για να έχει μέλλον, δεν μπορεί παρά να αναπτύξει μια οικονομία έντασης γνώσης.
Και η οικονομία έντασης γνώσης έχει σαφώς μέσα την καινοτομία
Και εδώ να ανοίξω μια παρένθεση: Μια συνήθης παρεξήγηση είναι ότι η καινοτομία είναι άρρηκτα συνδεμένη με την τεχνολογία.
Όμως η καινοτομία μπορεί να αναπτυχθεί και σε χαμηλής τεχνολογίας τομείς ή σε διαδικασίες ή σε οργανωσιακές δομές.
Η οικονομία έντασης γνώσης, λοιπόν, στηρίζεται στην καλή εκπαίδευση.
Η καλή εκπαίδευση -για να περιοριστώ στην τριτοβάθμια- χρειάζεται το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο το οποίο έχει κάποια χαρακτηριστικά
όπως πραγματικά αυτοδιοίκητα ιδρύματα (με έλεγχο και λογοδοσία), σημασία στο περιεχόμενο των σπουδών και όχι μόνο στα χαρτιά, όχι μόνο στους τίτλους διεθνή ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια.
Και βέβαια το κυριότερο διασύνδεση με την παραγωγή…
ειδικά μάλιστα με το ελληνικό επιχειρηματικό μοντέλο που στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η διασύνδεσή τους με τα Πανεπιστήμια τα Τ.Ε.Ι. και τα Ερευνητικά Κέντρα είναι μονόδρομος.
Για αυτά όμως θα πούμε περισσότερα στο νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση που θα έρθει την άλλη εβδομάδα το οποίο, επιτρέψτε μου να πω, κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση: πανεπιστήμια εσωστρεφή, του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Οικονομία έντασης γνώσης λοιπόν αλλά μέσα στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης
Η βιώσιμη ανάπτυξη για την οποία γίνεται πολύς λόγος την τελευταία δεκαετία έχει τρεις πυλώνες, τρία κριτήρια, τρεις διαστάσεις:
Την οικονομική (δηλαδή ΑΕΠ), την κοινωνική (δηλαδή κοινωνική συνοχή) και την περιβαλλοντική.
Ο συγκερασμός των τριών κριτηρίων είναι το κλειδί για τις γενιές του μέλλοντος.
Δεν μπορείς να βελτιστοποιείς μόνο το ένα από τα τρία κριτήρια, γιατί τότε οι λύσεις που θα πάρεις είναι μη βιώσιμες.
Και αυτό το τρίπτυχο πρέπει να είναι η πυξίδα σε όλες τις αποφάσεις πολιτικής από τις πιο μικρές (π.χ. μια μικρή επένδυση) έως τις πιο μεγάλες δηλαδή ένα στρατηγικό σχέδιο για τη χώρα).
Οικονομική ανάπτυξη λοιπόν χωρίς κοινωνική συνοχή είναι παλάτι κτισμένο στην άμμο
Και επιτρέψτε μου να κλείσω με κάποιες πιο γενικές διαπιστώσεις.
Στο σύγχρονο παγκόσμιο αλλά κυρίως ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν μπορεί παρά να στηριχτεί μια χώρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Οι πολιτικές κρατισμού ήταν μιας άλλης εποχής τη δεκαετία του ’70 και ’80.
Δύσκολο αυτό να το χωνέψουμε στην Ελλάδα τη χώρα του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, που ακόμα και τα εκ δεξιών κόμματα που κυβέρνησαν είχαν κρατικίστικες αντιλήψεις.
Όχι κρατισμός λοιπόν, αλλά ΝΑΙ σε ένα στιβαρό, αποτελεσματικό κράτος που θα παίζει τον ρόλο του δηλαδή να βάζει τους κανόνες και να ελέγχει την τήρησή τους.
Ίδιοι κανόνες για όλους, ίσες ευκαιρίες σε όλους, ανοικτές διαδικασίες, ανοικτοί και όχι κλειστοί θεσμοί.
Ένα κράτος ρυθμιστής, τοποτηρητής και όχι ένα κράτος επιχειρηματίας
Χωρίς ένα τέτοιο στιβαρό κράτος δεν θα πετύχει και ο ιδιωτικός τομέας.
Και χωρίς ιδιωτικό τομέα δεν μπορείς να έχεις πλούτο και πόρους για να χρηματοδοτήσεις τις δημόσιες πολιτικές σου.
Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας στα σύγχρονα κράτη λοιπόν είναι καταδικασμένοι να συμβιώνουν έχοντας ανάγκη ο ένας τον άλλον.
Το θέμα λοιπόν είναι ποιος δημόσιος και ποιος ιδιωτικός τομέας
Στην Ελλάδα όμως που τα βλέπουμε όλα ασπρόμαυρα και μας αρέσει το τσουβάλιασμα,
ανάλογα λοιπόν με το ιδεολογικό του πρίσμα ο καθένας, είτε θεωρεί τους επιχειρηματίες λαμόγια είτε τους δημόσιους υπάλληλους τεμπέληδες.
Αν δεν δραπετεύσουμε επιτέλους από αυτά τα στερεότυπα είμαστε καταδικασμένοι να βυθιζόμαστε στο σπιράλ της ύφεσης.
Και ο λαϊκισμός που τροφοδοτεί αυτά τα στερεότυπα (όπως και άλλα πολλά) θα ρίξει τελικά τη χώρα στο περιθώριο.
Και τότε κάποιοι θα τρίβουν τα χέρια τους.
Ευχαριστώ πολύ