Η ομιλία του Βασίλη Μαρκή στο 3ο συνέδριο του Ποταμιού
Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:
Διαβάστε το κείμενο της ομιλίας εδώ:
Καλησπέρα. Ήταν ένα πολύ δύσκολο διήμερο οικογενειακό το διήμερο αυτό και αυτός είναι ο λόγος που πριν από λίγο εμφανίστηκα στο συνέδριο.
Θα έλεγε κανείς, ότι ένα κόμμα όπως το Ποτάμι, είναι εντελώς δικαιολογημένο να ενδιαφέρεται άμεσα για τον τρόπο λειτουργίας αυτού που έχουμε συνηθίσει να λέμε «κράτος δικαίου». Βασικός παράγων για το κράτος δικαίου, είναι ο τρόπος που απονέμεται η Δικαιοσύνη. Η δημόσια δηλαδή λειτουργία, η κρατική λειτουργία που ουσιαστικά μεταβάλλει σε πράξη το κράτος δικαίου, είναι η Δικαιοσύνη.
Όχι όμως αόριστα και αφηρημένα, θα πρέπει να έχει κάποια στοιχεία. Να είναι μια Δικαιοσύνη που απονέμεται έγκαιρα, να είναι μια Δικαιοσύνη που να είναι αποτελεσματική και να είναι μια Δικαιοσύνη που απονέμεται από δικαστές ανεξάρτητους, που έχουν ως μοναδικό κριτήριο το νόμο και τη συνείδησή τους και δεν ενεργούν ως εργαλεία κομματικών επιδιώξεων.
Θα έλεγε κανείς ότι τα τελευταία χρόνια, αυτό που είναι χαρακτηριστικό είναι ότι η κυβέρνηση η οποία τα τελευταία τρία χρόνια κυβερνά την Ελλάδα, δεν έχει λάβει κανένα, στην κυριολεξία κανένα μέτρο, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση στον τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης ειδικά, όσον αφορά τους ρυθμούς απονομής της.
Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, άλλοτε περισσότεροι Υπουργοί κι άλλοτε λιγότεροι, κάποιες προσπάθειες κατέβαλλαν να διορθώσουν το θέμα, άλλοτε με κάποια επιτυχία, άλλοτε χωρίς επιτυχία. Η μόνη κυβέρνηση που δεν έχει κάνει το παραμικρό, είναι η κυβέρνηση την οποία έχουμε αυτή τη στιγμή.
Αντίθετα, η κυβέρνηση αυτή από την πρώτη στιγμή επεδίωξε κάτι άλλο. επιδίωξε να ελέγξει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, να την κάνει δηλαδή ένα εργαλείο αντιμετώπισης πολιτικών αντιπάλων.
Στην αρχή επεδίωξε να ελέγξει συνολικά τη Δικαιοσύνη. Ήταν όμως τόσο βίαιος ο τρόπος με τον οποίο επιδιώχθηκε αυτό το πράγμα, θα θυμάστε άλλωστε τις περιπτώσεις των διακεκριμένων δικαστών ή Εισαγγελέων, οι οποίοι επειδή δε φαινόταν σε κάποιες ενέργειές τους να ταυτίζονται με τις κυβερνητικές επιδιώξεις, δέχτηκαν προσωπικές επιθέσεις, συγκεκριμένα ΜΜΕ τους διαπόμπευσαν, τους ίδιους και τις οικογένειές τους κτλ.
Αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε, λειτούργησε τελικά αρνητικά για τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Δηλαδή ο μεγάλος αριθμός των δικαστών, και ειδικά των νέων δικαστών, αντέδρασε προς την αντίθετη κατεύθυνση. κι αυτό φάνηκε καθαρά από το γεγονός ότι όλες οι δικαστικές Ενώσεις, απέκτησαν με συντριπτική πλειοψηφία στις εκλογικές διαδικασίες, Διοικήσεις οι οποίες ήταν αντίθετες σ’ αυτή την τάση.
Αντιθέτως, οι υποψήφιοι που υποστηρίζονταν, θ’ αναφέρω τα ονόματα, από την κα Θάνου και τον κ. Παπαγγελόπουλο, συνετρίβησαν στην κυριολεξία. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε μια άλλη μεθοδολογία η οποία έχει πετύχει.
Η μεθοδολογία αυτή ήταν το να μπορέσουμε σε συγκεκριμένες θέσεις που έχουν συγκεκριμένη αποστολή, να βάλουμε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι θα είναι πρόθυμοι να παίξουν το παιχνίδι το οποίο θα τους υποδείξουμε. Κι αυτό το πράγμα, δυστυχώς το έχουν πετύχει.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κα Ράικου μίλησε για το Ρασπούτιν, που της έλεγε «έλα, άσκησε τη δίωξη κι ας βρουν εν συνεχεία τα Δικαστήρια αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ευθύνες». Ο λόγος που η κα Ράικου αντικαταστάθηκε, είναι για να βρεθεί μια άλλη Ράικου, με διαφορετικό όνομα, που θα δεχόταν να παίξει αυτό το ρόλο.
Και φοβάμαι, ότι οι μέρες που έρχονται και οι μήνες που έρχονται κι όσο πλησιάζει κι η εκλογική διαδικασία, θα δούμε πράγματα και θαύματα στο χώρο της Δικαιοσύνης. Και δημιουργείται το ερωτηματικό: Πώς θ’ αντιδράσει το Ποτάμι σε κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε κάποιος να πει «τί μας νοιάζει εμάς αν θ’ αρχίσει να χύνεται αίμα στην αρένα, αφού δικοί μας άνθρωποι δε θα είναι θύματα;».
Επαναλαμβάνω, το ποτάμι δε μπορεί παρά να δώσει μάχη για να ισχύουν για όλους τους πολίτες αυτής της χώρας οι αρχές του κράτους δικαίου.
Είμαι υπερήφανος θα έλεγα, γιατί έχοντας κάποια ευθύνη στον τομέα Δικαιοσύνης και στηρίξαμε τους δικαστές οι οποίοι δέχονταν τις προσβλητικές αυτές επιθέσεις, και παρενέβημεν σε όλες τις περιπτώσεις αυτές που βλέπαμε μια κυβερνητική προσπάθεια να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη, τις περισσότερες φορές μ’ επιτυχία και θα έλεγα και μ’ έναν τρόπο που οι δικαστές πολλοί, όχι ευχάριστα, αλλά με μεγάλη ικανοποίηση άκουγα.
Θέλω να είμαι ήπιος αλλά θέλω από την άλλη πλευρά να θυμίσω και κάτι: Αισθάνομαι δικαιωμένος και πρέπει να αισθάνεται δικαιωμένη και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Ποταμιού και ο επικεφαλής, ο Σταύρος Θεοδωράκης, γιατί ό,τι είχαμε προβλέψει κι ό,τι είχαμε προειδοποιήσει, τους δικαιωματίες του ΣΥΡΙΖΑ όταν μας έφεραν το λεγόμενο νόμο Παρασκευόπουλου, ακριβώς ό,τι είχαμε προβλέψει το βλέπουμε σαν πραγματικότητα και το είδαμε σαν πραγματικότητα.
Είχα πει προσωπικά στον Παρασκευόπουλο: «Κύριε Υπουργέ, σε μια χώρα που άνθρωποι που έβλεπαν για να μπορέσουν να πάρουν μια σύνταξη 300 ευρώ, βρήκαν τους γιατρούς που βεβαίωσαν ότι είναι τυφλοί, δε θα βρεθούν οι γιατροί οι οποίοι θα δώσουν τ’ αντίστοιχα πιστοποιητικά στους μεγαλοεπιχειρηματίες, στους μεγαλοεγκληματίες, στους ανθρώπους που έχουν θησαυρίσει με εκατομμύρια από την εγκληματική τους δραστηριότητα; Τα βλέπουμε καθημερινά και τρέχουν τώρα οι Εισαγγελείς εκ των υστέρων να ερευνήσουν τις εκατοντάδες αυτές περιπτώσεις».
Είχε πει ο Σταύρος και δικαιώνεται, «προσέξτε, αυτές τις ρυθμίσεις τις οποίες μας φέρνετε, θα βοηθήσουν τους απλούς ανθρώπους των φυλακών που έχουν πρόβλημα υγείας, αυτοί που τελικά θα τις χρησιμοποιήσουν θα είναι μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοπαράγοντες και μεγαλοεγκληματίες». Και το βλέπουμε μπροστά μας.
Θέλω να κλείσω με μια μικρή μου παρέμβαση στα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης. Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα: Τα μόνα κόμματα που μπορούν να φέρουν πρόταση αναθεώρησης, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία. Το λέει το Σύνταγμά μας. Μόνο η πρόταση που έχει υπογραφές 50 Βουλευτών είναι αυτή η οποία συζητείται.
Αυτή τη στιγμή έχει κατατεθεί η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Περιμένω αν θα κατατεθεί ή δε θα κατατεθεί και πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Μια βασική μας θέση θα έλεγα, είναι η τροποποίηση του άρθρου 16. Γιατί για τους μη νομικούς, να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή τη στιγμή στη Βουλή, όλη η συζήτηση που θα γίνει και οι ψηφοφορίες που θα γίνουν, δεν έχουν στην πραγματικότητα καμία σημασία.
Δηλαδή, αυτό που θ’ αποφασισθεί τώρα, είναι αν το συγκεκριμένο άρθρο 16 θ’ αλλάξει. Το άρθρο 86 που αναφέρεται στην ευθύνη των υπουργών θ’ αλλάξει. Το άρθρο που αναφέρεται στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης θ’ αλλάξει. Αυτό και μόνο. Το ποιο θα είναι το περιεχόμενό του, θα το αποφασίσει η επόμενη Βουλή, η μετά τις εκλογές.
Κι εδώ δημιουργείται ένα θέμα: Κάθε διάταξη η οποία θ’ αλλάξει με την ψηφοφορία που θα γίνει σ’ αυτή τη Βουλή και δε θα πάρει 180 ψήφους, θα πρέπει να πάρει 180 στην επόμενη. Και όποια πάρει 180 τώρα, θα πρέπει να μπορεί ν’ αλλάξει απλώς με απλή πλειοψηφία, με 151.
Έχω λοιπόν τον εξής προβληματισμό: Ακόμα και στις ρυθμίσεις που συμφωνούμε ότι πρέπει ν’ αλλάξουμε, δηλαδή το άρθρο 86, θα πρέπει η Βουλή η σημερινή και με τη δική μας βοήθεια, να διαμορφώσει πλειοψηφία 180, ώστε να δώσουμε στην κυριολεξία λευκό χαρτί στην επόμενη κυβέρνηση, η οποία ενδεχομένως θα είναι μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που αν έχει αποκτήσει αυτοδυναμία θα έχει 152 ή 155 ή 160 Βουλευτές και θα κάνει ό,τι ακριβώς θέλει;
Ή θα πρέπει να υπάρξει μια τέτοια μεθοδολογία ώστε ναι μεν ν’ αρχίσει η διαδικασία τώρα, σ’ αυτές τις συγκεκριμένες διατάξεις που κι εμείς κρίνουμε ότι πρέπει ν’ αλλάξει, αλλά το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών να λάβει τη μορφή του τη συγκεκριμένη, σ’ ένα συναινετικό κλίμα στην επόμενη Βουλή;
Σας ευχαριστώ.
*Ο Βασίλης Μαρκής είναι μέλος της Επιτροπής Διαλόγου και Σύμβουλος του επικεφαλής σε ζητήματα Δικαιοσύνης