Στην Ειδική Επιτροπή της Βουλής για το περιεχόμενο και τις διαδικασίες σύναψης των Διατλαντικών Εμπορικών Συμφωνιών (TTIP), συμμετέχει από πλευράς του Ποταμιού, ο βουλευτής Ηρακλείου, Σπύρος Δανέλλης.
Ακολουθεί η τοποθέτησή του κατά την πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής (1/8/2016):
https://www.youtube.com/watch?v=NQpxUnFDs6U
Οι τρεις συμφωνίες έχουν βεβαίως κάποια κοινά χαρακτηριστικά και κοινά πεδία, όμως επειδή είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους - άλλης βαρύτητας και άλλων εκκρεμοτήτων – και επειδή στην πορεία των συναντήσεων θα μας απασχολήσει κυρίως η TTIP, καλό θα είναι να τις διακρίνουμε μεταξύ τους.
Σε σχέση με την TTIP, παρότι είναι ιδιαίτερης βαρύτητας, οι προβλέψεις είναι, ότι όχι μόνο τα χρονοδιαγράμματα δεν μπορούν να υλοποιηθούν, αλλά και ότι γενικά η πορεία της τίθεται «εν αμφιβόλω», γιατί θα πρέπει να γεφυρωθούν πολύ μεγάλες αντιρρήσεις και πολύ μεγάλες διαφορές.
Η παγκοσμιοποίηση, είτε μας αρέσει είτε όχι, «τρέχει» με ρυθμούς τέτοιου καλπασμού, που δεν μπορεί κανείς ούτε να τους προβλέψει, ούτε βεβαίως να τους αντιμετωπίσει.
Έτσι λοιπόν αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, ως πολιτικό σύστημα γενικότερα και όχι μόνο ως εθνικό πολιτικό σύστημα, είναι να βρούμε τρόπους να ρυθμίσουμε τους ανεξέλεγκτους κανόνες που έχουν επιβληθεί από αυτή την καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση.
Σ’ αυτή τη λογική είναι και οι προσεγγίσεις τέτοιων μεγάλων διμερών συμφωνιών που έρχονται να καλύψουν, μεγάλα κενά που παρουσιάζονται στη λειτουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
Και αυτό γιατί και ο ίδιος ο ΠΟΕ και οι πολιτικές βουλήσεις των μερών που συνιστούν τον ΠΟΕ, είναι ξεπερασμένες από την πορεία των πραγμάτων.
Με αυτή τη λογική λοιπόν συνομολογείται η TTIP – αν και όποτε ολοκληρωθεί ουσιαστικά – για να αντιμετωπίσει τις εκκρεμότητες που υπάρχουν μεταξύ των δύο διαφορετικών πλευρών, που είναι δύο διαφορετικοί πολιτισμοί, δύο διαφορετικά μοντέλα παραγωγής είτε προϊόντων, είτε υπηρεσιών και μοντέλων κατανάλωσης.
Αν λοιπόν μπορούσε να γεφυρωθεί αυτή η συμφωνία θα ήταν προς όφελος, πρώτα απ’ όλα των κοινωνιών, των πολιτών, των λαών, των καταναλωτών, αλλά και των παραγωγών.
Επειδή όμως όλα αυτά δεν γίνονται εν κενώ και δεν γίνονται πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο καλών προθέσεων και ορθών συνειδήσεων, γι’ αυτό το λόγο μόνο θεσμικές προβλέψεις και θεσμικές διαδικασίες μπορούν να φέρουν το μέγιστο καλό αποτέλεσμα.
Είναι προφανές ότι θα είναι μια δύσκολη συμφωνία.
Και αυτό επειδή υπάρχουν αφενός τεράστια συμφέροντα, τα οποία έχουν ενδιαφέρον για την ολοκλήρωση και την υλοποίηση μιας τέτοιας συμφωνίας και αφετέρου η κάθε πλευρά αυτών των πολλαπλών συμφερόντων έχει άλλες βλέψεις και πολύ μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ των επιμέρους συμφερόντων που την συνιστούν.
Και όλα αυτά πρέπει να γεφυρωθούν.
Επειδή έχουμε να κάνουμε με άλλα μοντέλα προσέγγισης και άλλες φιλοσοφίες, γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν αγεφύρωτες - για την ώρα τουλάχιστον - αντιθέσεις. Και άποψή μου είναι ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο αυτές οι αντιθέσεις να γεφυρωθούν στην πορεία.
Προσωπικά, είχα την τύχη να συμμετέχω στις πρώτες προσπάθειες ανάγνωσης αυτής της πραγματικότητας, ως μέλος της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και στις εσωτερικές συζητήσεις που κάναμε ως ευρωπαϊκή ομάδα Σοσιαλιστών & Δημοκρατών.
Τα προβλήματα είναι μεγάλα, αλλά είναι ελπιδοφόρο ότι τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου υπάρχει μια πλειοψηφική συναντίληψη, η οποία θα πρέπει να επεκταθεί, δεδομένου ότι πλην της Κομισιόν που προς το παρόν εκπροσωπεί την Ε.Ε. εν λευκώ, θα πρέπει τόσο το Συμβούλιο, όσο και το Ευρωκοινοβούλιο να συμμετάσχουν και να συναποφασίσουν.
Επιπλέον, θα πρέπει να κάνουμε σαφές πως δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω σε κάποιες κατακτήσεις του δικού μας του ευρωπαϊκού, διατροφικού, γεωργικού μοντέλου.
Αυτές οι θέσεις αρχών λοιπόν, είναι κυριαρχικές και εκτιμώ ότι δεν θα είναι εύκολο, παρά τις τεράστιες πιέσεις που θα ασκηθούν – αντίστοιχες με αυτές που είχαμε και στο παρελθόν, θυμίζω τη SWIFT - να ξεπεραστούν.
Γι’ αυτό το λόγο, επειδή ο χρόνος τρέχει - και θα έχουμε τη δυνατότητα να ξαναμιλήσουμε επί της ουσίας και σε επιμέρους ζητήματα – θεωρώ πως πρέπει να σταθούμε μακριά από φοβικότητες και μακριά από τη δουλεία μιας ρητορικής συνωμοσιολογίας.
Αυτή η μυστικότητα, αυτό το πέπλο του απόλυτου μυστηρίου, σε σχέση με τις συμφωνίες προφανώς οδηγεί την σκέψη στην συνωμοσιολογία αλλά αυτό είναι εντελώς ανόητο.
Πρόκειται απλώς για μυστικά που θα πρέπει να τηρηθούν, γιατί υπάρχει το ζήτημα κυρίως των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Παρά λοιπόν αυτό το εξαιρετικά αρνητικό και απαράδεκτο ζήτημα της μεθοδολογίας, επί της ουσίας, εμείς θα πρέπει πριν από όλα, να είμαστε μεταξύ μας συνεννοημένοι και να διαφυλάξουμε τη συμπόρευσή μας ως κόρη οφθαλμού.
Είπατε κ. Υπουργέ - ισχύει για τη CETA - και θα ισχύσει και για όλα τα άλλα, ότι θα απαιτηθεί ενός είδους κύρωση είτε από τα εθνικά κοινοβούλια είτε με εθνικές διαδικασίες.
Θα πρέπει να πάρουμε αποφάσεις μετά λόγου γνώσης και όχι με το θυμικό.
Αλλά σε ό,τι επίπεδο κι αν πάρουμε αποφάσεις, το χειρότερο απ’ όλα θα είναι να απομονωθούμε και να είμαστε κυνηγώντες ή αμυνόμενοι ανεμομύλων.
Όπως με την περίπτωση της φέτας, όπου κινδυνεύουμε να μεταβούμε σε ένα νέο «Μακεδονικό», ενώ η πραγματικότητα είναι άλλη.
Και ενώ ανοίγονται ευκαιρίες κ. Υπουργέ, εμείς κάνουμε σαν να μας κυνηγάνε θεοί και δαίμονες.
Έχει γίνει μια διαφήμιση μοναδική στο προϊόν μας, όπως και στο γιαούρτι.
Είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες αυτές στη διεθνή αγορά, αξιοποιώντας τα γνήσια προϊόντα μας;
Φοβάμαι, ότι θέλει πολύ δουλειά για να φανούμε αντάξιοι αυτών των ευκαιριών.
Εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε και όχι στη φοβικότητα, ότι δηλαδή όλοι μας κυνηγάνε και όλοι συνωμοτούν εναντίον μας.
Θα πρέπει να καταλάβουμε επιτέλους, ότι δεν πρέπει να απομονωνόμαστε, προσπαθώντας να αμυνθούμε εναντίον υπαρκτών ή ανύπαρκτων ανεμόμυλων.
Εάν δεν συμβαδίσουμε με την διεθνή πραγματικότητα, δημιουργώντας συνθήκες αποτελεσματικότητας και κύρους στην όποια προάσπιση των δικών μας επιμέρους συμφερόντων, θα απομονωθούμε και μονίμως θα είμαστε παραπονούμενοι.
Ευχαριστώ.