9 Ιουνίου, 2017

Τα νομοθετικά «καψόνια» των εταίρων γίνονται για να τελειώνουν τα μεγάλα και εύκολα λόγια

Ομιλία Σπ. Δανέλλη για τα προαπαιτούμενα μέτρα

«Ο κυνισμός του «Κουαρτέτου» απορρέει από το ότι κανείς πλέον δεν μας εμπιστεύεται», δήλωσε ο ειδικός αγορητής του Ποταμιού, Σπύρος Δανέλλης, στην κατεπείγουσα συζήτηση για τα προαπαιτούμενα μέτρα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση, συμπληρώνοντας πως «η απώλεια εμπιστοσύνης των εταίρων προς εμάς κλιμακώνεται βαθμιαία, από το μακρινό 2011 μέχρι σήμερα».

«Όταν συμφωνούσαμε, υπογράφαμε, νομοθετούσαμε και στη συνέχεια στρίβαμε χωρίς καν το … πρόσχημα του αρραβώνα. Η παγίωση της κουτοπόνηρης αυτής τακτικής, της στάχτης στα μάτια των κουτόφραγκων και εμείς να μην αλλάζουμε τίποτα, μη τυχόν και θίξουμε τα μικρά και τα μεγάλα που θα ξεβόλευαν τα κομματικά μας ακροατήρια, προφανώς, εξάντλησε τα όρια της. Και αυτό πληρώνουμε σήμερα».

Σύμφωνα με τον βουλευτή Ηρακλείου σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η απόλυτη ανελαστικότητά των εταίρων, που οδηγεί σήμερα στη σκαιά καταπάτηση στοιχειωδών κοινοβουλευτικών κανόνων.

Σε σχέση με τα προαπαιτούμενα τα οποία εισήχθησαν με τη μορφή τροπολογιών σε άσχετο νομοσχέδιο, ο Σπύρος Δανέλλης εκτίμησε πως ο γενικός τίτλος τους, θα μπορούσε να είναι με 5 λέξεις «ο σχολαστικισμός των εταίρων, ως απόρροια της απόλυτης έλλειψης εμπιστοσύνης».

«Ή ακόμη καλύτερα, νομοθετικά «καψόνια», προκείμενου οι εταίροι να τελειώνουν με τα μεγάλα και εύκολα λόγια της Κυβέρνησης».

Σύμφωνα με τον βουλευτή, ωστόσο, «η ολοκλήρωση του Προγράμματος, η ολοκλήρωση του Μνημονίου, δεν είναι θέμα οριοθετημένου χρονικού ορίζοντα, αλλά θέμα επιτυχίας των στόχων, για αυτό τον λόγο οι εταίροι δεν επιθυμούν να αφήσουν οποιοδήποτε περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας του νόμου».

«Σας επιβάλλουν να αποκτήσετε το ownership του προγράμματος» τόνισε χαρακτηριστικά.

Κλείνοντας ο Σπύρος Δανέλλης κάλεσε όλες τις πτέρυγες της Βουλής να προβληματιστούν από την πρωτοφανή απαξίωση που βιώνει το πολιτικό σύστημα και κυρίως από την αδιέξοδη εικόνα, της αντιμετάθεσης ρόλων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

«Η «ιερή οργή» των τέως κυβερνητικών για τη μηδενιστική και καταστροφική αντιπολίτευση των νυν κυβερνόντων είναι δίκαιη μεν, αλλά πολιτικά αδιέξοδη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τόσα στραπάτσα, πρέπει να καταλάβει πλέον, το λεπτό όριο μεταξύ κυνισμού και πραγματισμού και επιτέλους να απομακρυνθεί από την υποκριτική διγλωσσία».

Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η αρχική κυβερνητική επιλογή να σπρώξει το κλείσιμο της αξιολόγησης στο μέλλον, με την ψευδαίσθηση ότι οι συνθήκες θα βελτιώνονταν και το αποτέλεσμα για τη χώρα θα είναι καλύτερο, αποδείχτηκε ουτοπική και ιδιαίτερα επιζήμια.

Η δυσκολία διαχείρισης κόμματος και ψηφοφόρων την ώθησε στην περιχαράκωση υποστήριξης των συμβόλων, την ώρα που κατάπινε τα σημαντικά και δύσκολα.
Η πολυετής δέσμευση για επίτευξη μη ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων, έγινε πολύ ευκολότερα αποδεκτή από ότι τα εργασιακά, η λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές ή η πώληση των ΜΗΣΥΦΑ εκτός φαρμακείων.

Εγκλωβιστήκατε με την υπόθεση διευθέτησης του χρέους ενώ ξέραμε από τη Συμφωνία του ’15 ότι αυτό θα γίνει μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος, δηλαδή μετά τον Ιούλιο του 2018, με αποτέλεσμα την άγονη σπατάλη διαπραγματευτικού κεφαλαίου και τη δημιουργία υψηλών, πλην όμως μάταιων, προσδοκιών.
Γεγονός που κοστίζει ιδιαίτερα στην αξιοπιστία σας, αλλά και στη λειτουργία της αγοράς.

Η άφρων άρνηση εξαγωγής συμπερασμάτων και διδαγμάτων από την καταστροφική διαπραγμάτευση του ‘ 15, σας οδήγησε και πάλι στην ύστατη ώρα με την πλάτη στον τοίχο.

Δεν έχει πλέον νόημα να διαμαρτύρεται κανείς για τον τρόπο νομοθέτησης, που δεν τηρεί πλέον ούτε τα προσχήματα.

Η καταπάτηση κάθε έννοιας ορθής νομοθέτησης σφραγίζει με τα πιο μελανά χρώματα την κοινοβουλευτική αυτή περίοδο.

Ο κυνισμός του «Κουαρτέτου» απορρέει κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από το ότι κανείς πλέον μας εμπιστεύεται.

Η απώλεια εμπιστοσύνης κλιμακώνεται βαθμιαία, από το μακρινό 2011, μέχρι σήμερα. Όταν συμφωνούσαμε, υπογράφαμε, νομοθετούσαμε και στη συνέχεια στρίβαμε χωρίς καν το … πρόσχημα του αρραβώνα.

Η παγίωση της κουτοπόνηρης αυτής τακτικής, της στάχτης στα μάτια των κουτόφραγκων και εμείς να μην αλλάζουμε τίποτα, μη τυχόν και θίξουμε τα μικρά και τα μεγάλα που θα ξεβόλευαν τα κομματικά μας ακροατήρια, προφανώς, εξάντλησε τα όρια της.

Και αυτό πληρώνουμε σήμερα. Το προέχον μέλημα των εταίρων σήμερα, δυστυχώς, δεν είναι άλλο παρά η διασφάλιση επιστροφής των δανεικών.

Αυτό ερμηνεύει την εμμονή τους σε ζητήματα που απέχουν από την πραγματική μεταρρυθμιστική ατζέντα, που τόσο ανάγκη έχει η χώρα.

Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η απόλυτη ανελαστικότητά τους, που μας οδηγεί σήμερα στη σκαιά καταπάτηση στοιχειωδών κοινοβουλευτικών κανόνων.

Το Ποτάμι δεν συμμερίζεται και δεν υιοθετεί τις υποκριτικές κραυγές της αντιπολίτευσης. Η απώλεια της αξιοπιστίας μας κορυφώθηκε, αλλά δεν οφείλεται μόνο στη σημερινή κυβέρνηση.

Η άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας, για να χαϊδεύουμε αυτιά, δεν χρησιμεύει σε τίποτα, πλην ίσως για επίτευξη μικροκομματικών οφελών, αλλά – φευ - μόνο για λίγο.

Το Ποτάμι δεν φώναζε απλώς στην κυβέρνηση να κλείσει όσο πιο γρήγορα την στοιχειωμένη β’ αξιολόγηση, αλλά ταυτοχρόνως έλεγε πως ασφαλιστικό με συντάξεις υψηλότερες των μισθών, με παραγωγή συνταξιούχων στα πενήντα τους ακόμη και σήμερα, ούτε βιώσιμο, ούτε δίκαιο είναι.

Λέγαμε πως η διατήρηση αφορολόγητου, που επιτρέπει στο 55% των νοικοκυριών να μην φορολογούνται είναι παράλογη, έπρεπε όμως να τροποποιηθεί με την παράλληλη μείωση του χαμηλού (επώδυνα υψηλού όμως) πρώτου φορολογικού συντελεστή.

Λέγαμε, επίσης, πως δεν έχει νόημα τώρα η εμμονή σε επιμέρους προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας, που δεν παίρνουν υπόψη τους τη δεινή πραγματικότητα της θηριώδους δομικής ανεργίας και των νέων συνθηκών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που έρχεται – για να αναφερθώ μόνο σε δύο – τρία παραδείγματα.
Αυτά επιβάλλει ο ορθός λόγος και η αντίληψη της πραγματικότητας.

Πρέπει να σας θυμίσω, πως το «οδυνηρό ‘15» όταν ματαίως ζητούσαμε συμβιβασμό και συμφωνία, όσο το δυνατόν γρηγορότερα και προς Θεού, όχι μετά το πέρας ισχύος του Β’ προγράμματος στήριξης, όχι μόνο δεν εισακουστήκαμε, αλλά στη συνέχεια ανοήτως μας αποδώσατε και ευθύνες γιατί σας προτρέπαμε στο «Συμφωνία και ό,τι Συμφωνία να ‘ναι».

Μέχρι που συνειδητοποιήσατε με φρίκη το τι σήμαινε ή μη Συμφωνία. Όμως ο χρόνος είναι χρήμα και στην περίπτωσή μας επιπλέον θυσίες των πολιτών και βαρίδια στην πραγματική οικονομία.


Περνάω τώρα στις τροπολογίες. Ο γενικός τίτλος θα μπορούσε να είναι με 5 λέξεις «ο σχολαστικισμός των εταίρων, ως απόρροια της απόλυτης έλλειψης εμπιστοσύνης».

Με απλά λόγια σας υποβάλλουν σε νομοθετικά «καψόνια», για να τελειώνουν με τα μεγάλα και εύκολα λόγια.
Καψόνι ν. 1 ή τροπολογία 1058/64.

Η συγκεκριμένη τροπολογία αφορά την επαναδιατύπωση ενός εδαφίου του άρθρ. 15 του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, που πέρασε μόλις πριν δυο εβδομάδες και δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας.

Είναι φανερό πως οι εταίροι θέλουν απλώς να διασφαλίσουν με κάθε δυνατό τρόπο, ότι εφεξής, για την όποια αλλαγή στο όριο του αφορολόγητου, αυτή θα πρέπει να περάσει πρώτα από τη δική τους έγκριση.
Καψόνι ν. 2 ή τροπολογία 1059/65, σχετικά με τις Ελεύθερες Συλλογικές Διαπραγματεύσεις.

Το κείμενο της τροπολογίας είναι ακριβώς το ίδιο με τη διάταξη του αρ. 16 του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, στο οποίο αναφέρθηκα νωρίτερα.

Που βρίσκεται η διαφορά; Στην κυριολεξία, η νομική ομάδα του Ποταμιού και οι επιστημονικοί συνεργάτες «έβγαλαν τα μάτια τους» όλο το βράδυ, ψάχνοντας το τι αλλάζει.

Και τελικά αυτό που αλλάζει είναι μόλις επτά λέξεις στην αιτιολογική έκθεση. Πρωτοφανές! Ποιες είναι αυτές; «Υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος».

Που σημαίνει ότι η όποια ευνοϊκότερη ρύθμιση για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν θα ισχύσει από τις 20.8.2018 άκριτα, αλλά μόνο αν και εφόσον το Πρόγραμμα ολοκληρωθεί επιτυχώς.

Τι μας λένε δηλαδή; Ότι η ολοκλήρωση του Προγράμματος, η ολοκλήρωση του Μνημονίου, δεν είναι θέμα οριοθετημένου χρονικού ορίζοντα, αλλά θέμα επιτυχίας των στόχων. Και οι εταίροι δεν επιθυμούν να αφήσουν οποιοδήποτε περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας του νόμου.

Σας επιβάλλουν να αποκτήσετε το ownership του προγράμματος. Και αυτό το κάνουν μέσω μιας νομοτεχνικής διόρθωσης, σε μια διάταξη υψηλού πολιτικού προσήμου και υψηλού πολιτικού συμβολισμού για εσάς.

Καψόνι ν. 3 ή τροπολογία 1060/66 που τροποποιεί πάλι, αυτό που ψηφίστηκε πριν δυο εβδομάδες, σχετικά με τις συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου.

Συγκεκριμένα, γίνεται μετάθεση κατά 1 έτος της έναρξης εφαρμογής των ρυθμίσεων για τις συντάξεις (από 01/01/2022 σε 01/01/2023), οπότε σε καθαρά οικονομικούς όρους υπάρχει εξοικονόμηση 250 εκ. στον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ για το 2022.

Αυτό βέβαια ισοδυναμεί με ισόποσο "χαράτσι" στις τσέπες των συνταξιούχων.
Το ενδιαφέρον εδώ, το έχει η αιτιολογική έκθεση, που ουσιαστικά μας λέει πως το «χαράτσι» των συντάξεων, θα απελευθερώσει πόρους για άλλες ευπαθείς ομάδες.

Αφού πλέον έχει γίνει κατανοητό πως δυστυχώς, υπάρχουν και πιο ευπαθείς από τους συνταξιούχους, ή ορθότερα πολλούς από τους συνταξιούχους, όπως σας λέγαμε με αφορμή το Χριστουγεννιάτικο εφάπαξ «μποναμά».

Σε σχέση τώρα με την τροπολογία 1061/67, που αφορά τη χρηματοδότηση κομμάτων.
Ήταν ανάγκη να εκβιαστούμε από το Κουαρτέτο για μια εξυγιαντική για το δημόσιο βίο της χώρας διάταξη για τα τραπεζικά δάνεια των κομμάτων;

Λίγους μήνες πριν, Το Ποτάμι με ευκαιρία την Εξεταστική Επιτροπή για τα χρέη και τη χρηματοδότηση των κομμάτων, επέμενε για τη συμπερίληψη στο πόρισμα.

Παράλληλα επέμενε για άμεση ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας από πλευράς κυβέρνησης, για το κόψιμο του ομφάλιου λώρου, που συνέδεε τράπεζες και κόμματα.
Την τροπολογία αυτή βεβαίως την ψηφίζουμε.

Για την τροπολογία 1062/68 που ρυθμίζει τα της καταβολής του τέλους χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος των πλειστηριασμών από τον υπερθεματιστή.

Προφανώς, δεν ήταν ανάγκη να έρθει ως κατεπείγουσα τροπολογία, αν δεν είχε αντιμετωπιστεί τόσο πρόχειρα η συγγραφή του άρθρ. 59 του πολυνομοσχεδίου για τη Μεσοπρόθεσμη επικαιροποίηση του Προγράμματος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.

Σήμερα προέχει η έξοδος από το πεδίο της κινούμενης άμμου, που έχουμε εγκλωβιστεί, προκειμένου να περάσουμε σε μια κανονικότητα, όπου η οικονομία να αρχίσει να λειτουργεί και η κυβέρνηση να αρχίσει να παράγει κυβερνητικό έργο.

Ευχόμαστε η κυβέρνηση να εννοεί πλέον, πως η πραγματική κόκκινη γραμμή είναι η παραμονή της χώρας ως ισότιμου εταίρου στο στενό πυρήνα της Ε.Ε. .
Και αυτό όχι για λόγους κυνισμού, αλλά ως απόρροια συνειδητοποίησης του εθνικού συμφέροντος.
Ας βγούμε σοφότεροι από όλη αυτή την περιπέτεια, γιατί ο δρόμος μπροστά μας είναι μακρύς, δύσβατος και αμφίβολης κατάληξης.

Και ας μας προβληματίσει η απαξιωτική για το πολιτικό σύστημα και κυρίως αδιέξοδη εικόνα, της αντιμετάθεσης ρόλων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Μεταξύ πραγματισμού και λαϊκιστικής υποκρισίας.

Ας ανιχνεύσουμε την αναγκαία, συλλογική αυτογνωσία, που αποτελεί το βασικό προαπαιτούμενο για την επιτέλους έξοδό μας, από την κρίση και το φάσμα της χρεοκοπίας.
Η «ιερή οργή» των τέως κυβερνητικών για τη μηδενιστική και καταστροφική αντιπολίτευση των νυν κυβερνόντων είναι δίκαιη μεν, αλλά πολιτικά αδιέξοδη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τόσα στραπάτσα, πρέπει να καταλάβει πλέον, το λεπτό όριο μεταξύ κυνισμού και πραγματισμού και επιτέλους να απομακρυνθεί από την υποκριτική διγλωσσία.

Η διαιώνιση των μέχρι σήμερα συμπεριφορών, δηλαδή του κακού μας εαυτού, ως πολιτικού συστήματος, έχει κουράσει, έχει απογοητεύσει και εν τέλει μας αποξενώνει από τους πολίτες.
Παρατηρείστε πως από τις φλεγόμενες πλατείες λίγα χρόνια πριν, οδηγούμαστε στον κυνισμό της απόλυτης ιδιώτευσης.

Και αυτό δεν θα μας βοηθήσει, ούτε ως πολιτικό σύστημα, ούτε ως κοινωνία.
Ευχαριστώ.