του Στέφανου Κασιμάτη Το «Ποτάμι» έκανε μια δύσκολη, αλλά καθαρή αρχή, χωρίς να καταφύγει σε υλικά κατεδαφίσεων. Δημιούργησε την προσδοκία ότι δίνει την προτεραιότητα στον κοινό νου, αδιαφορώντας για τις ετικέτες του πολιτικού καθωσπρεπισμού και κατάφερε να συγκεντρώσει ψήφους από ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό φάσμα
Οταν μια ωραία πρωία εμφανίσθηκε ―σχεδόν από το πουθενά― το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη με το σακίδιό του, ο πολιτικός χώρος στον οποίο διεκδικούσε μια θέση, δηλαδή ο χώρος από το κέντρο ώς τη δημοκρατική αριστερά (contradictio in terminis αυτό το τελευταίο, αλλά για την οικονομία της συζήτησης ας τον δεχθούμε...), ήταν πλήρως απορροφημένος από ένα θεολογικό ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας: το «πρόσημο» των μεταρρυθμίσεων! Τους απασχολούσε, με άλλα λόγια, αν η αποσυναρμολόγηση του κρατισμού στην Ελλάδα (γιατί αυτό σημαίνει «μεταρρυθμίσεις») είναι κάτι καλό ή κάτι κακό.
Θα μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει κάποιος ότι το ζήτημα ήταν πολύ ευκολότερο από όσο παρουσιαζόταν μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συζήτησης. Αλλωστε, το είχε λύσει, προ πολλού, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του εικοστού αιώνα, ο Ντεγκ Χσιάο Πιγκ. Αλλά επειδή στην Ελλάδα μας ταλαιπωρεί τη ζωή το σύμπλεγμα που μας αναγκάζει να εφευρίσκουμε κάθε φορά ξανά τον τροχό, η λεγόμενη Κεντροαριστερά έπρεπε σώνει και καλά να ανοίξει μόνη της το μονοπάτι που είχαν χαράξει άλλοι. Εστω και έτσι, η συζήτηση μπορούσε να είναι παραγωγική και ωφέλιμη, εφόσον γινόταν μέσα στο πνεύμα της κοινής λογικής. Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, όπου το δικαίωμα της ψήφου είναι καθολικό, το κριτήριο της κοινής λογικής δεν είναι κάτι ιδιαιτέρως περίπλοκο. Εξετάζεις τι είναι αυτό που μπορεί στην πράξη να λειτουργεί αποτελεσματικά και κατά πόσον αποβαίνει προς όφελος των πολλών.
Εδώ όμως υπεισέρχεται η περιλάλητη ελληνική ιδιαιτερότητα και το απλό περιπλέκεται ώς εκεί που δεν παίρνει άλλο. Για τους πασίγνωστους και χιλιοειπωμένους ιστορικούς λόγους, στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης προοδευτικό θεωρείται γενικώς το αριστερό. Ως εκ τούτου, η πραγματικότητα έρχεται σε δεύτερη (τρίτη, τέταρτη και βάλε...) μοίρα εν σχέσει με την πραγματικότητα, ενώ ο σκοπός και η πρόθεση πάντα υπερτερούν του αποτελέσματος. Αυτό, πάνω κάτω, περιγράφει την έννοια του πολιτικού καθωσπρεπισμού (political correctness) στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Εξαιτίας της, το κράτος έγινε αυτοσκοπός. Ολοένα διευρυνόμενο (έως ότου χρεοκόπησε...), το κράτος έγινε η πανάκεια για μικρούς και μεγάλους απατεώνες: τους πάμπολλους μικρούς, που μέσω αυτού κέρδιζαν, εις βάρος των άλλων, το δικαίωμα στην τεμπελιά, αλλά και τους λίγους μεγάλους (επιχειρηματίες συνήθως) που θησαύριζαν εκμεταλλευόμενοι τις προνομιακές σχέσεις τους με τους διεφθαρμένους πολιτικούς μάνατζερ του κράτους τέρατος.
Υπό τους όρους αυτούς, λοιπόν, η συζήτηση περί του «προσήμου» των μεταρρυθμίσεων ήταν μια ανούσια συζήτηση, αντάξια θεολόγων του ύστερου Μεσαίωνα, που φιλονικούσαν για το φύλο των αγγέλων. (Λες και οι άγγελοι έχουν σεξουαλική δραστηριότητα, ώστε να ενδιαφέρεται κανείς για το φύλο τους...). Για τον λόγο αυτόν, η συζήτηση γινόταν με πομπώδεις μεταφορικούς όρους, ώστε να καλύπτεται η βαθιά αμηχανία εκείνων που τη διεξήγαγαν. (Μπερδεμένη γλώσσα σημαίνει μπερδεμένη σκέψη ― τόσο απλό είναι...).
Κάπου εκεί, έκανε «τζα!» ο Σταύρος, με σήμα κατατεθέν το σακίδιο. Ανθρωπος με ελλιπή μόρφωση και στοιχειώδη αστική αγωγή, ωστόσο άνθρωπος της δουλειάς και της πράξης, γνωστός και καταξιωμένος σε όλες τις επαγγελματικές δραστηριότητες με τις οποίες είχε ώς τότε καταπιαστεί: δημοσιογράφος στην τηλεόραση και τις εφημερίδες, εστιάτωρ και ιδρυτής μιας ενδιαφέρουσας ιστοσελίδας γνώμης. Το βασικό του πλεονέκτημα ήταν ότι είχε επίγνωση των αδυναμιών του και, γι’ αυτό, ήξερε να ρωτάει και ―το σημαντικότερο― ήξερε να ακούει. Πλαισιώθηκε, λοιπόν, από έναν κύκλο πολύ αξιόλογων συμβούλων: Τσακυράκης, Γεωργελές, Κιντή και άλλοι ― που αν πω το όνομά τους θα μου θυμώσουν, γι’ αυτό δεν το λέω.
Ο Σταύρος (και το σακίδιό του, ασφαλώς...) κατάφεραν αμέσως να προκαλέσουν αναστάτωση στο υπό διάλυση κατεστημένο της Κεντροαριστεράς, επειδή ένα από τα πρώτα πράγματα που τόλμησε να πει ήταν ότι δεν τον ενδιαφέρει αν οι λύσεις είναι δεξιές ή αριστερές· τον ενδιαφέρει μόνον αν είναι λύσεις. «Ιερά αγανάκτησις» κατέκλυσε τους εκπροσώπους της καθωσπρέπει Κεντροαριστεράς! Ποιος είναι ο παρείσακτος ιερόσυλος που τολμά να αδιαφορεί για το «πρόσημο» των μεταρρυθμίσεων; Εξ ου και τον υποδέχθηκαν με δηλώσεις στις οποίες το δηλητήριο ισορροπούσε με την περιφρόνηση.
Το 6,6% που έλαβε τελικά στις ευρωπαϊκές εκλογές το «Ποτάμι» δεν ήταν, βέβαια, τόσο εντυπωσιακό όσο το 9% που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις. Παρόλα αυτά, είναι ένα διόλου αμελητέο ποσοστό, εν σχέσει λ.χ. με το 8% του «Ελιά» (που, όπως φαίνεται, δεν ήταν παρά ένα περιστασιακό τέχνασμα του ΠΑΣΟΚ προκειμένου να μετάσχει μεταμφιεσμένο στις εκλογές...). Σήμερα, το «Ποτάμι» ξεκινά το πρώτο συνέδριό του στο Λαύριο και θα διαρκέσει ώς την Κυριακή. Εν όψει των διεργασιών του ευρύτερου χώρου, ο δρόμος στον οποίο θα επιλέξει να προχωρήσει το «Ποτάμι» είναι ίσως ―κατά την ταπεινή γνώμη μου― η εξέλιξη με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον φέτος το καλοκαίρι, μετά την απογοήτευση του ανασχηματισμού.
Το «Ποτάμι» έκανε μια δύσκολη, αλλά καθαρή αρχή, χωρίς να καταφύγει σε υλικά κατεδαφίσεων. Δημιούργησε την προσδοκία ότι δίνει την προτεραιότητα στον κοινό νου, αδιαφορώντας για τις ετικέτες του πολιτικού καθωσπρεπισμού και κατάφερε να συγκεντρώσει ψήφους από ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Προς ποια κατεύθυνση θα εξελιχθεί όμως; Θα γίνει ένα ακόμη πολυσυλλεκτικό συνονθύλευμα, που θα αναλώνεται σε μια διαρκή άσκηση τήρησης ισορροπιών, ή θα επενδύσει στο συγκριτικό πλεονέκτημά του, συγκρουόμενο με τον ανούσιο καθωσπρεπισμό των «προσήμων»; Θα φανεί από τον τρόπο με τον οποίο θα εξειδικεύσει την ελπίδα που γέννησε η δημιουργία του: την ελπίδα ότι υπάρχει θέση στην πολιτική για τη λογική και τον πραγματισμό. Για να δούμε, λοιπόν!
28 Ιουνίου 2014, Η Καθημερινή