Στα οφέλη της λειτουργίας υγιών αγροτικών συνεταιρισμών για τα μέλη τους και την οικονομία συνολικά, αλλά και στην απαξίωση του συνεργατισμού στα μάτια της κοινωνίας, αφού διαχρονικά οι συνεταιρισμοί χρησιμοποιήθηκαν ως κομματικά παραμάγαζα, μηχανισμοί ανέλιξης πολιτικών στελεχών και διαχειριστές - μεσάζοντες κοινοτικών επιδοτήσεων αναφέρθηκε η ειδική αγορήτρια και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης με το Ποτάμι, Κατερίνα Μάρκου, κατά τη συζήτηση επί της αρχής του νομοσχεδίου για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου.
Η κ. Μάρκου μίλησε για τα επιτυχημένα παραδείγματα από το εξωτερικό, αλλά και από το εσωτερικό (ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού, ΘΕΣ Γάλα κ.α.), λέγοντας ότι «ο συνεργατισμός δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένων ωφελειών που ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός δεν μπορεί να επιδιώξει μόνος του. Πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μελών του. Πρέπει να αποτελεί κινητήρα για την αναζήτηση νέων ευκαιριών, για την καλύτερη σύνδεση με την αγορά και τους καταναλωτές, για την καινοτομία, την επιμόρφωση, την επέκταση της συνεργατικής δραστηριότητας».
Επέκρινε την κρατικιστική αντίληψη του νομοσχεδίου, αλλά και το γεγονός ότι αφήνονται και πάλι παραθυράκια και εξαιρέσεις στο νομικό πλαίσιο, λέγοντας ότι «ο συνεταιρισμός δεν είναι άσκηση διαδικασιών, και γραφειοκρατικών ρυθμίσεων. Θέλουμε να είναι παραγωγικός και να αποφέρει κέρδη στα μέλη του».
Επεσήμανε την ανάγκη να δοθούν κίνητρα για τους υγιείς, τους καινοτόμους, τους αποτελεσματικούς συνεταιρισμούς, φορολογικά και ασφαλιστικά, αλλά και για την ένταξη ενός παραγωγού σε συνεταιρισμό.
Αναφέρθηκε επίσης στη δημιουργία νέων οργανισμών και νομικών προσώπων, χωρίς προφανή χρησιμότητα αλλά με πολυμελή διοικητικά συμβούλια. «Μετράμε ήδη 7 έμμισθους διορισμούς στον Οργανισμό Διαχείρισης Ακινήτων Γαιών και Εξοπλισμών, με απαιτούμενα προσόντα το πτυχίο ΑΕΙ, την επιχειρηματική εμπειρία και διοικητικές ικανότητες, παρόλο που το Υπουργείο σας έχει Διεύθυνση Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στη σημασία της συνεταιριστικής παιδείας και επιμόρφωσης για τα μέλη και τη διοίκηση των συνεταιρισμών, επισημαίνοντας όμως ότι «καλό θα ήταν, αντί να συστήσετε άλλον ένα οργανισμό για να κάνει σεμινάρια μετά από δύο χρόνια, να ασχοληθείτε λίγο περισσότερο με την ανάπτυξη της γεωργικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία αγροτικών σχολείων στην περιφέρεια».
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα του ελληνικού γάλακτος, όπου «βλέπουμε την κυβέρνηση, αντί να στηρίζει την εγχώρια παραγωγή, αντί να λαμβάνει μέτρα για την περιφρούρηση εγχώριων προϊόντων με υψηλή οικονομική και εξαγωγική αξία, αντί να μεριμνά για την προστασία των καταναλωτών από την παραπλάνηση για την προέλευση των προϊόντων που καταναλώνουν, να αδρανεί ή και όταν δεν αδρανεί να παρεμβαίνει εκεί που θα έπρεπε να αφήνει την αγορά και τον ανταγωνισμό να λειτουργεί» και επιφυλάχθηκε για την οριστική τοποθέτηση επί του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Τα οφέλη της λειτουργίας υγιών αγροτικών συνεταιρισμών είναι πολλαπλά και αφορούν όχι μόνο τα μέλη τους αλλά και το σύνολο της οικονομίας.
Αυτό αποδεικνύουν τα πολλά επιτυχημένα διεθνή παραδείγματα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και έμπνευση και πηγή καλών πρακτικών για τη χώρα μας.
Στη Νέα Ζηλανδία, ο συνεταιρισμός Fonterra συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν των έντεκα χιλιάδων γαλακτοπαραγωγών της χώρας με τζίρο που αγγίζει το 10% του συνολικού ΑΕΠ.
Στο Mechelen του Βελγίου, λειτουργεί ένα από τα μεγαλύτερα δημοπρατήρια οπωροκηπευτικών παγκοσμίως, με πάνω από 200 υπαλλήλους και ετήσιο τζίρο 230 εκατομμυρίων ευρώ, από συνεταιριστική οργάνωση των παραγωγών με πάνω από 2.500 μέλη.
Το ίδιο και στην Ολλανδία, στην αγορά των λουλουδιών, ενώ ο θεσμός είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος και αποτελεσματικός στη Δανία, την Γαλλία, το Ισραήλ, ακόμα και στις ΗΠΑ, στη κατεξοχήν χώρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του καπιταλισμού.
Δυστυχώς, η χώρα μας – παρά τη μακρά ιστορική παράδοση από την εποχή του μεσοπολέμου ακόμη στον τομέα του συνεργατισμού με την κοινοτιστική παράδοση και το κοινοτιστικό πνεύμα του Καραβίδα – μόνο μεμονωμένες επιτυχημένες περιπτώσεις έχει να παρουσιάσει. Από παλιότερα, επίσης, τη «Συντροφιά των Αμπελακίων». Πιο πρόσφατα, μου έρχεται στο νου ο συνεταιρισμός ΘΕΣ Γάλα και ο ΑΣΕΠΟΠ στο Βελβεντό της Κοζάνης.
Η συνολική εικόνα πάντως είναι δραματική.
- Έχουμε τους περισσότερους συνεταιρισμούς στην Ευρώπη με το μικρότερο όμως κύκλο εργασιών και με περιορισμένη προστιθέμενη αξία,
- Η συντριπτική πλειοψηφία των συνεταιρισμών είναι ανενεργοί, μόνο 15% εμφανίζει δραστηριότητα, και πολλοί είναι απλά «σφραγίδες» χωρίς λόγo ύπαρξης πέρα από την εξυπηρέτηση κάποιων μικροσυμφερόντων,
- Από τους λίγους ενεργούς συνεταιρισμούς, μόνο 15 – 20 είναι οικονομικά εύρωστοι. Οι περισσότεροι βουλιάζουν υπό το βάρος των χρεών προς Τράπεζες αλλά και το κράτος,
- Η υπερχρέωση βέβαια είναι αποτέλεσμα και της κακοδiαχείρισης των συνεταιρισμών.
Καλή είναι, βέβαια, η θεωρία περί των αξιών του συνεταιριστικού κινήματος, που πολύ λυρικά περιγράφει ο συντάκτης της αιτιολογικής έκθεσης του νομοσχεδίου. Όμως εδώ είμαστε αντιμέτωποι με πραγματικά και ρεαλιστικά δεδομένα!
Από τη μία, τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που συνεπάγεται η νέα παγκοσμιοποιημένη αγορά και για τα αγροτικά προϊόντα σε συνδυασμό με τις οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης και των μνημονιακών υποχρεώσεων.
Από την άλλη, την απαξίωση της έννοιας του «συνεταιρίζεσθαι» στα μάτια όχι μόνο του αγροτικού κόσμου αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας ως εστίας διαφθοράς και κακοδιοίκησης, αφού διαχρονικά οι συνεταιρισμοί χρησιμοποιήθηκαν ως κομματικά παραμάγαζα, μηχανισμοί ανέλιξης πολιτικών στελεχών και διαχειριστές παύλα μεσάζοντες κοινοτικών επιδοτήσεων.
Ο συνεργατισμός, το συνεταιρίζεσθαι δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένων ωφελειών που ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός δεν μπορεί να επιδιώξει μόνος του. Για να το πω απλά, ο συνεταιρισμός έχει νόημα μόνο αν είναι χρήσιμος για τα μέλη του.
Απαιτεί πίστη και εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών, μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει. Πίστη ότι είναι καλύτερα με τον συνεταιρισμό παρά έξω από αυτόν. Δεν κάνουμε άσκηση στον εφαρμοσμένο σοσιαλισμό, εδώ. Ο συνεταιρισμός είναι μια ιδιωτική επιχείρηση όπου συλλογικά και ατομικά οφέλη ταυτίζονται.
Οι βασικοί στόχοι είναι η μείωση του κόστους παραγωγής, ζωτικής σημασίας για την ελληνική πρωτογενή παραγωγή αφού το υψηλό κόστος είναι ο βασικός παράγοντας μειωμένης ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης απέναντι στο ολιγοψώνιο της βιομηχανίας, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων μέσα από την τυποποίηση ή τη μεταποίηση, και, εν τέλει, η αύξηση του κέρδους για τους παραγωγούς.
Επιπλέον, ο συνεταιρισμός πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μελών του. Πρέπει να αποτελεί κινητήρα για την αναζήτηση νέων ευκαιριών, για την καλύτερη σύνδεση με την αγορά και τους καταναλωτές, για την καινοτομία, την επιμόρφωση, την επέκταση της συνεργατικής δραστηριότητας. Κι όμως, όπως δείχνει έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που δημοσιεύθηκε πέρσι, η πλειοψηφία των Συνεταιρισμών στην Ελλάδα ενδιαφέρονται κυρίως για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών με προϊόντα χαμηλού κόστους και στη συνέχεια για την ανάπτυξη νέων προϊόντων που ενδεχομένως θα αποφέρουν και περισσότερα έσοδα. Όχι πως αυτός ο δρόμος της ασφάλειας έσωσε πολλούς συνεταιρισμούς από την οικονομική καταστροφή.
Το ζήτημα είναι αν το παρόν νομοσχέδιο λαμβάνει μέτρα για να αναστρέψει αυτή την κατάσταση, να οδηγήσει πραγματικά στην εξυγίανση του συνεταιριστικού τοπίου, προς όφελος των αγροτών αλλά και της κοινωνίας.
Εν πολλοίς, το νομοσχέδιο αποτελεί μια συρραφή με μικρές τροποποιήσεις των προηγούμενων νόμων, του 2081 του 2000 και του 4015 του 2011. Από τις καινοτομίες που είχατε προαναγγείλει στη διαβούλευση, λίγα πράγματα έχουν απομείνει.
Το εύρος, λοιπόν, της παρέμβασης παραμένει μικρό και περιορισμένο! Και πάλι, όμως, επιμένετε στην ύπαρξη ενός ειδικού νόμου μόνο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, με εξαντλητική ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων, όπως η συγκρότηση του ΔΣ και οι αρχαιρεσίες, αλλά και αρκετά παραθυράκια και εξαιρέσεις. Ο συνεταιρισμός δεν είναι άσκηση διαδικασιών, και γραφειοκρατικών ρυθμίσεων. Θέλουμε να είναι παραγωγικός και να αποφέρει κέρδη στα μέλη του. Να μην φοβόμαστε να το πούμε αυτό.
Αυτό δε που επιχειρείτε να κάνετε είναι να εξαναγκάσετε ουσιαστικά τη δημιουργία μεσαίων και μεγάλων συνεταιρισμών, ξεχνώντας βέβαια τη βασική αρχή του συνεργατισμού, ότι η συμμετοχή είναι εθελοντική.
Λέτε, ο αριθμός μελών πρέπει να είναι 30. Στη διαβούλευση λέγατε δέκα. Και γιατί όχι 40 ή 50 ή 20 ή 3, όπως για τους γυναικείους συνεταιρισμούς; Την κολοκυθιά παίζουμε; Στην αμέσως επόμενη πρόταση, αρχίζετε τις εξαιρέσεις. Εξαιρείτε και τους υφιστάμενους. Μετά, επιβάλετε διακρίσεις για συνεταιρισμούς με πάνω από 50 μέλη και με πάνω από 500 μέλη. Και στη συνέχεια, ορίζετε ότι για τη δημιουργία και δεύτερου συνεταιρισμού, χρειάζονται τα διπλάσια μέλη από τον πρώτο. Με το ζόρι, λοιπόν, όλοι στον ίδιο συνεταιρισμό. Λογική και άκρη πάντως δεν βγαίνει.
Ναι, ο κατακερματισμός είναι πρόβλημα, μειώνει την αποτελεσματικότητα του συνεταιρισμού. Δεν γίνεται όμως να την επιβάλλετε με το ζόρι. Το συνεταιρίζεσθαι είναι ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση, και η διεθνής αλλά και η ελληνική εμπειρία δείχνουν ότι ο αριθμός των μελών δεν αποτελεί εγγύηση αποδοτικότητας. Καταλάβετε ότι τα κίνητρα της αγοράς θα «πουν» ένας συνεταιρισμός πόσα τελικώς μέλη θα συγκεντρώσει. Η Πίνδος έχει 485 μέλη και τζίρο 176 εκ. ευρώ και η ΕΑΣ Νάξου 3.200 μέλη με 17 εκατ. ευρώ τζίρου.
Το θέμα είναι αν η συνεταιριστική δομή εξυπηρετεί αποτελεσματικά και ποιοτικά τους στόχους των μελών της.
Στη συνέχεια, για την καταπολέμηση της διαφθοράς και των οικονομικών προβλημάτων, εισάγετε τρία επίπεδα ελέγχου.
- Εσωτερικό έλεγχο από το εποπτικό συμβούλιο
- Οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο από εξωτερικούς ελεγκτές
- Εποπτεία από τη Διεύθυνση Οικονομικών Ελέγχων και Επιθεώρησης του Υπουργείου σας.
Περάσαμε, δηλαδή, από την πλήρη ασυδοσία στις απανωτές βαθμίδες που θυμίζουν κομματική οργάνωση Κι εδώ, βέβαια, βλέπουμε ότι οργανώσεις που έχουν μέχρι 50 μέλη δεν ελέγχονται καθόλου. Αντικίνητρο, δηλαδή, για τη δημιουργία μεγαλύτερων οργανώσεων. Αντιλαμβάνεστε την αντίφαση με τα προηγούμενα.
Προφανώς, πρέπει να υπάρχει αυτοέλεγχος αλλά και εποπτεία από το κράτος και αυτή πρέπει να αφορά όλους τους συνεταιρισμούς. Είναι δυνατόν όμως να βάζετε τους συνεταιρισμούς να δημοσιεύουν χρηματοοικονομικές καταστάσεις στις εφημερίδες όταν αυτό έχει καταργηθεί για τις ΑΕ και τις ΕΠΕ;
Μαζί όμως με τον έλεγχο και την τιμωρία, η κρατική εποπτεία μπορεί και πρέπει να είναι και βοηθητική, αξιολογική. Υπάρχει ήδη το Μητρώο ως εργαλείο παρακολούθησης και αξιολόγησης της δραστηριότητας των συνεταιρισμών. Μέσα από τη λειτουργία του, μπορείτε να δώσετε κίνητρα για τους υγιείς, τους καινοτόμους, τους αποτελεσματικούς συνεταιρισμούς, όπως φορολογικά, ασφαλιστικά.
Αφαιρέσατε βέβαια την έννοια του ανενεργού συνεταιρισμού και αυξήσατε τις διαχειριστικές χρήσεις που αποτελούν λόγο διαγραφής από 2 σε 3. Αλήθεια, τι θα γίνει με το ξεκαθάρισμα του Μητρώου; Είναι δυνατόν να μιλάμε ακόμα για εταιρείες που εκκαθαρίστηκαν με το νόμο του 2011, εις βάρος βέβαια όσων συνεταιρισμών προσαρμόστηκαν στο νέο νομοθετικό πλαίσιο γιατί αυτούς συνήθως τους ξεχνάμε; Τα νούμερα τα ξέρουμε από το 2014 για τους συνεταιρισμούς – σφραγίδες. Τους τελευταίους 15 μήνες που βρίσκεστε στην κυβέρνηση έγινε κάποιο ξεκαθάρισμα;
Ένας άλλος παράγοντας αποδοτικότητας των συνεταιρισμών είναι και η δέσμευση των μελών του για παράδοση της παραγωγής τους στον συνεταιρισμό για εμπορία. Αυτό, όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση, είναι αυτονόητο. Ειδικά σε συνδυασμό με την πρόβλεψη της συμβολαιακής γεωργίας, είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο συνεταιρισμός στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, τι ποσότητες μπορεί να διαθέσει. Κι εδώ, όμως, εισάγετε πάλι εξαίρεση από την υποχρέωση παράδοσης του 80% της παραγωγής με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία ή άλλοι σοβαροί λόγοι. Εδώ πρέπει να μας πείτε ποιες περιπτώσεις έχετε κατά νου.
Παραμένετε φειδωλοί ως προς τα κίνητρα είτε για την ένταξη ενός παραγωγού σε συνεταιρισμό είτε για τους ίδιους τους συνεταιρισμούς. Ειδικά στη φορολογία, παραμένει το 26%.
Τέλος, επαναλαμβάνεται και σε αυτό το νομοσχέδιο το γνωστό μοτίβο της δημιουργίας διαφόρων οργανισμών και νομικών προσώπων, χωρίς προφανή χρησιμότητα αλλά με πολυμελή διοικητικά συμβούλια. Μετράμε ήδη 7 έμμισθους διορισμούς στον Οργανισμό Διαχείρισης Ακινήτων Γαιών και Εξοπλισμών, με απαιτούμενα προσόντα το πτυχίο ΑΕΙ, την επιχειρηματική εμπειρία και διοικητικές ικανότητες, παρόλο που το Υπουργείο σας έχει Διεύθυνση Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας. Θα μας συγχωρέσετε τη δυσπιστία απέναντι στη σκοπιμότητα, δικαιολογείται από την προηγούμενη εμπειρία.
Υπάρχουν και θετικά σημεία στο νόμο, όπως η απλοποίηση της διαδικασίας ίδρυσης με απλή πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών και η αναγνώριση ότι οι συνεταιρισμοί είναι επιχειρηματικές ενώσεις.
Θετική είναι και η αναγνώριση της σημασίας της συνεταιριστικής παιδείας και επιμόρφωσης για τα μέλη και τη διοίκηση των συνεταιρισμών. Να σας θυμίσω όμως ότι υπάρχουν και πανεπιστημιακά ιδρύματα, και ερευνητικά ιδρύματα, και γεωργικές σχολές, όπως η παραμελημένη Αβερώφειος στη Λάρισα, το ΜΑΙΧ στα Χανιά και ο ΕΛΓΟ – Δήμητρα που μπορούν να παρέχουν τέτοιου είδους προγράμματα και μάλιστα υψηλού επιπέδου. Καλό θα ήταν, αντί να συστήσετε άλλον ένα Οργανισμό, αναφέρομαι στο Ταμείο, με υποχρεωτική μάλιστα εισφορά επί των πλεονασμάτων του συνεταιρισμών, για να κάνει σεμινάρια μετά από δύο χρόνια, να ασχοληθείτε λίγο περισσότερο με την ανάπτυξη της γεωργικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία αγροτικών σχολείων στην περιφέρεια.
Θα έχουμε την ευκαιρία στις επόμενες συζητήσεις να αναφερθούμε και πιο λεπτομερώς στα υπόλοιπα σημεία του νόμου που χρειάζονται διευκρινίσεις καθώς και στις πολλές άσχετες διατάξεις.
Αυτό που θέλω να τονίσω κλείνοντας είναι ότι δεν πρέπει να χάνουμε τη μεγάλη εικόνα. Οι συνεταιρισμοί πρέπει να λειτουργούν, να εξελίσσονται και να παράγουν μέσα στο πλαίσιο μίας εθνικής πολιτικής για την αγροτική παραγωγή. Το λέω αυτό με αφορμή και τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα του ελληνικού γάλακτος. Γιατί βλέπουμε την κυβέρνηση, αντί να στηρίζει την εγχώρια παραγωγή, αντί να λαμβάνει μέτρα για την περιφρούρηση εγχώριων προϊόντων με υψηλή οικονομική και εξαγωγική αξία, αντί να μεριμνά για την προστασία των καταναλωτών από την παραπλάνηση για την προέλευση των προϊόντων που καταναλώνουν, να αδρανεί ή και όταν δεν αδρανεί να παρεμβαίνει εκεί που θα έπρεπε να αφήνει την αγορά και τον ανταγωνισμό να λειτουργεί.
Κατερίνα Μάρκου - Β' Θεσσαλονίκης