20 Σεπτεμβρίου, 2014

Η μαύρη τρύπα των αναπτυξιακών προγραμμάτων και της καινοτομίας

του Αντώνη Κοκόση

Για τους πολίτες και την κοινωνία, τα αναπτυξιακά προγράμματα και η καινοτομία έχουν θέση ανάμεσα στα ανέκδοτα και στις αμαρτωλές εξαγγελίες των πολιτικών.

Σαν ανέκδοτα λειτουργούν καθώς, για δεκαετίες τώρα, συνδέουν αρκετά δισεκατομμύρια διαθέσιμων πόρων με μηδενικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Μόλις πρόσφατα ξεκίνησαν οι εξαγγελίες για το καινούριο αναπτυξιακό πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2014-2020 ύψους 25 δις. Είναι η συνέχεια του προηγούμενου αναπτυξιακού (κάπου 18-23 δις) που συνδυάστηκε με χρήματα που άντλησε η χώρα μας από εκπονούμενα ερευνητικά προγράμματα (Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ: 50 δις) καθώς και με όσα προβλέπεται να αντλήσει στο άμεσο μέλλον (Ορίζοντας 2020: 80 δις). Που πηγαίνουν όμως και που πήγαν τόσα δισεκατομύρια; Τι είδους ανάπτυξη διασφάλισαν και διασφαλίζουν; Πόσα προϊόντα έχουν αποδώσει. Πόσες υγιείς επιχειρήσεις; Ποιες αξίες έχουν δημιουργήσει στην αγορά; Ποιο είναι το συνολικό οικονομικό και ποιο το κοινωνικό όφελος σε βάθος χρόνου; Τις απαντήσεις στα ερωτήματα τις βιώνουμε καθημερινά ενώ η επιλογή της Μαύρης Τρύπας στον τίτλο της εισήγησης αντανακλά το προκλητικά μηδενικό αποτέλεσμα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα αναπτυξιακά προγράμματα είναι η επένδυση για το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας. Χωρίς όμως απαντήσεις που να πείθουν για το χρήσιμο αποτέλεσμα, οι σύγχρονες έννοιες που συνδέουν την ανάπτυξη με την οικονομία της γνώσης απαξιώνονται σταδιακά, αφήνοντας παράλληλα την κοινωνία αδιάφορη τόσο για την έλλειψη στρατηγικής όσο και για την έλλειψη απολογισμού και ελέγχου. Σύγχρονες έννοιες γύρω απο την κοινωνία της πληροφορίας, τις περιβαλλοντικές τεχνολογίες, την πράσινη ανάπτυξη, τα καινοτόμα προϊόντα, έχουν καταστεί πλέον ύποπτες λέξεις που ακούγονται με επιφύλαξη σαν παραπέτασμα και δικαιολογία για να ξοδευτεί φρέσκο χρήμα.

Εδώ βρίσκεται μια πρώτη μεγάλη αλήθεια. Το μηδενικό αποτέλεσμα δεν συνδέεται μόνο με τις γνωστές ανικανότητες της Πολιτείας να χαράξει στρατηγική και να διαχειριστεί έργο. Συνδέεται άμεσα με την διαπλοκή και τη διαφθορά. Δίπλα στις ανικανότητες, είναι έκδηλο πως πόροι και χρήματα ξοδεύονται σε πελατειακούς σκοπούς βοηθώντας κόμματα που διαχειρίζονται εξουσία να ‘γεμίσουν τρύπες’, να χαρτζιλικώσουν δυνητικούς ψηφοφόρους, να ευχαριστήσουν ημέτερους (ενίοτε να βολέψουν και τους ίδιους αν θυμηθούμε πρόσφατους ‘τουριστικούς ξενώνες’ και ‘ξενοδοχειακές επιχειρήσεις’ κάποιων επώνυμων πολιτικών).

Απαραίτητη προυπόθεση κάθε ανάπτυξης είναι η στρατηγική και ο έλεγχος στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν αναφερόμαστε βέβαια σε γραφειοκρατικού χαρακτήρα νομοτυπικούς ελέγχους – αυτοί γίνονται, όπως επιβάλλονται από την νομοθεσία, ενίοτε μάλιστα ενσωματώνονται στη διαπλοκή. Αναφερόμαστε σε ουσιαστικό έλεγχο και απολογισμό του διαχρονικού αναπτυξιακού αποτελέσματος (εταιρείες που αναπτύχθηκαν, καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες, πνευματικά δικαιώματα που κατοχυρώθηκαν). Η κοινωνία, με εξασθενημένα αντανακλαστικά και έντονα συμπτώματα μιθριδατισμού στη διαφορά και την ανέχεια, ούτε θέτει ούτε απαιτεί πλέον σχεδιασμένο πλάνο πλεύσης στην ανάπτυξη. Δέχεται με ανακούφιση τις ενέσεις από τους πόρους των αναπτυξιακών, αδιαφορώντας σιωπηλά για το μέλλον που χάνεται. Είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να προσφέρει στα κόμματα της εξουσίας. Η στρατηγική και ο έλεγχος θα τα στερούσαν απο τις γνωστές ευκολίες της σημερινής διαχείρισης (η κακο-διαχείρισης) που κανένα τους δεν θέλει να χάσει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν πως κανένας καιροσκόπος πολιτικός δεν θέλει να ακούσει για στρατηγική και έλεγχο. Σωστή στρατηγική σημαίνει αξιοκρατική συμμετοχή και συνδρομή από ειδικούς και ειδήμονες που δεν μπορούν όμως να ελέγχονται από κομματικούς μηχανισμούς. Έλεγχοι και στρατηγική αναπτύσσονται σε χρονικούς ορίζοντες που διαπερνούν ορόσημα σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων που με τη σειρά τους απαιτούν χρήμα για διευκολύνσεις και πελατειακές συναλλαγές. Γιατί να χαθούν όλα αυτά στο όνομα κάποιας καινοτομίας και μακρόχρονου προγραμματισμού; Μην ξεχνάμε πως, σαν χώρα, η παράδοση είναι να αγοράζουμε παλιές τεχνολογίες στα φτηνά. Τα καινούρια τα φτιάχνουν άλλοι. Θα τα πάρουμε λοιπόν από αυτούς όταν είναι έτοιμα, όπως ακριβώς τα αγοράζαμε και παλιότερα. Οι επιχειρήσεις της χώρας – ειδικά οι μεγάλες – δεν λειτουργούν με πολύ διαφορετική φιλοσοφία. Όταν υγιείς εταιρείες τους εξωτερικού επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) πάνω από 10 με 20% του ετήσιου ισολογισμού τους, οι δικές μας έχουν τα ανάλογα ποσοστά τους καθηλωμένα στο απόλυτο μηδέν. Πριν και μετά την κρίση στα ίδια ποσοστά.

Σημασία λοιπόν είναι να ξοδέψουμε ότι μπορούμε και μετά βλέπουμε. Έτσι, με την ανοχή της κοινωνίας, η εκάστοτε πρόοδος από την εφαρμογή των αναπτυξιακών προγραμμάτων ουδέποτε καταγράφεται μέσα απο αποτελέσματα. Τουναντίον καταγράφεται, σχεδόν αποκλειστικά, μέσα από όρους ‘απορρόφησης’. Μεγάλα ποσοστά απορρόφησης συνιστούν μεγάλες επιτυχίες. Ο υπουργός που θα αυξήσει τα ποσοστά της επιτυχαίνει το στόχο του και επιβραβεύεται εξηγώντας με τον καλύτερο τρόπο πως το ουσιαστικό διακύβευμα είναι πως θα ξοδέψουμε (εδώ και τώρα!) ότι, όσα και όπως μπορούμε. Μετά έχει ο Θεός.
Είναι η ίδια λογική που μας έφερε στην κρίση που ζούμε σήμερα. Το μέλλον της χώρας και οι μακρόχρονοι στόχοι δεν φαίνεται σαν το τέλος του ανέκδοτου αλλά σαν την αρχή ενός καινούριου εφιάλτη που θα ταλανίζει τις επόμενες γενιές. Για μια χώρα σαν τη δικιά μας, μια χώρα με ισχυρή παιδοκεντρική κουλτούρα αλλά και επιστήμονες που, κατά γενική ομολογία, αποτελούν το μεγάλο δυναμικό της πατρίδας μας, η διαχείριση της αναπτυξιακής προοπτικής με μια τέτοια προχειρότητα αποτελεί ταυτόχρονα αδικία και έγλημα.

Για όσους από εμάς που ταξιδεύουμε συχνά στο εξωτερικό, οι σκιές απο το κακό όνειρο έχουν γίνει ορατές και ευδιάκριτες. Μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν, είναι πάρα πολλές οι μικρές χώρες, εντός και εκτός της ΕΕ (Φινλανδία, Δανία, Ολλανδία, Σουηδία, Ισραήλ), που έκτισαν προσεκτικά και αναπτύσσουν πλέον σημαντικές υποδομές σε τεχνολογίες με καινούρια προϊόντα. Κατά την ταπεινή μου άποψη βρίσκονται πλέον 20 με 30 χρόνια μπροστά μας. Αυτές οι χώρες έκτισαν και κτίζουν το μέλλον των παιδιών τους. Ακόμη και χώρες που πέρασαν από την οικονομική κρίση πρόσφατα (Πορτογαλία, Ιρλανδία) φαίνεται να επανέρχονται με αξιοσημείωτη σοβαρότητα πείθντας για την καλή τους πρόθεση.
Εμείς πότε άραγε θα ξεκινήσουμε;

διαβάστε επίσης