του Κωνσταντίνου Κατώπη
Θέλουμε μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή νομοθεσία για το κλίμα και την ενέργεια βασισμένη σε νομικά δεσμευτικούς στόχους και σε κυρώσεις σε περίπτωση αποκλίσεων από αυτούς. Μια τέτοια νομοθεσία θα δημιουργήσει κίνητρα για τον οικονομικό μετασχηματισμό προς τη βιωσιμότητα.
Η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει το μερίδιο που της αναλογεί και στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα στο Παρίσι το 2015 (COP 21), μαζί με τα κράτη μέλη, να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο για να επιτευχθεί μια δεσμευτική παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα.
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ χρειάζεται να έχει ήδη προχωρήσει στην αύξηση του υφιστάμενου και ξεπερασμένου στόχου μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για το 2020 από 20% σε 30% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, και τον καθορισμό ενός στόχου για την περαιτέρω μείωση αυτών των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, προκειμένου να επιτευχθεί μια κοινωνία με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα το 2050.
Το σύστημα εμπορίας των εκπομπών της ΕΕ (ETS) χρειάζεται να αναμορφωθεί ριζικά, ώστε να καταστεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο.
Απαιτείται επίσης μια συνεκτική πολιτική για την ενέργεια, με βάση την εξοικονόμηση, την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ως εκ τούτου, η θέσπιση εθνικών δεσμευτικών στόχων 2030 για την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ζωτικής σημασίας. Η κατανάλωση ενέργειας θα πρέπει να μειωθεί κατά 40% μέσα στα επόμενα 15 χρόνια και ταυτόχρονα οι ΑΠΕ, εκτός από τα αγροκαύσιμα, πρέπει να ενισχυθούν ώστε να φτάσουν να καλύπτουν το 45% της ενεργειακής μας κατανάλωσης έως το 2030. Αυτό είναι απαραίτητο για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, ταυτόχρονα όμως είναι και συμφέρον σε καθαρά οικονομικούς όρους, καθώς θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα μειώσει την εξάρτηση από Ευρώπης από τις δαπανηρές και ανασφαλείς εισαγωγές καυσίμων.
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση αλλά και τα κοινοβουλευτικά κόμματα απέχουν πολύ από την κατανόηση των παραπάνω αναγκαιότητα, πόσο μάλλον από την υιοθέτηση αντίστοιχων προτεραιότητες. Ειδικά ο κ. Μανιάτης και το ΥΠΕΚΑ δίνουν ρεσιτάλ διγλωσσίας. Ανάλογα με το εκάστοτε ακροατήριο μπορεί να εμφανίζεται ως υπέρμαχος των ΑΠΕ και της εξοικονόμηση ενέργειας στην πράξη όμως, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη, προωθεί την αύξηση της ήδη μεγάλης σύνδεσης με τα ορυκτά καύσιμα. Η εξόρυξη υδρογονανθράκων είναι η νέα Μεγάλη Ιδέα που θα μας φέρει πίσω στην παλιά μας ευμάρεια. Ενισχύει το ρόλο του λιγνίτη ως "εθνικό καύσιμο" με την επιμονή στη νέα τεράστια και απιδεδειγμένα ασύμφορη επένδυση της Πτολεμαΐδας 5, αλλά και τη δέσμευση του όποιου ιδιώτη επενδυτή αποκτήσει τη "μικρή ΔΕΗ" να προχωρήσει μια ακόμα νέα λιγνιτική μονάδα, τη Μελίττη 2.
Το Ποτάμι και ιδιαίτερα ο Σταύρος Θεοδωράκης γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματα και τα αδιέξοδα του λιγνίτη. Ο οικολογικός χώρος και σίγουρα όχι μόνο αυτός περιμένει με μεγάλο ενδιαφέρον το νέο κόμμα να τοποθετηθεί ξεκάθαρα στα ζητήματα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής.