Ενώπιον των κυβερνητικών επιλογών για οριζόντιες περικοπές με σκοπό τη δημοσιονομική προσαρμογή ενός διαρκώς εκτροχιαζόμενου δημόσιου τομέα, ας προσπαθήσουμε –ακόμη μια φορά- να επαναφέρουμε (ή να εγκαινιάσουμε) μια άλλη συζήτηση: Εκείνη, δηλαδή, που θεωρεί σημαντικότερη των περικοπών και της δημοσιονομικής προσαρμογής, τους θεσμούς της Διακυβέρνησης (για τους οποίους όμως, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και αλλαγές εκ βαθέων, πολύ μεγαλύτερης δυσκολίας από τις επιχειρούμενες).
Θεωρητικώς, υπάρχει εκ μέρους τόσο των εθνικών κυβερνήσεων της περιόδου του Μνημονίου όσο και των δανειστών, μια υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων, αν κι αυτές έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα του «μαϊντανού», ως αναγκαίο συμπλήρωμα των υπολοίπων δράσεων – εκείνων, δηλαδή, των οποίων μνεία γίνεται στη δανειακή σύμβαση, και αφορούν τη «δημοσιονομική προσαρμογή».
Τις μέρες αυτές ενόψει μιας ακόμη «αξιολόγησης» ζούμε το ίδιο βαρετό τροπάρι: Η ελληνική πλευρά, ομού μετά της Τρόικας, «ψάχνουν» για τα περίφημα 11.5 δις… 2.2. δις εξ αυτών πρέπει να προκύψουν μέσα από τη «διοικητική μεταρρύθμιση»! Ο αρχικός φωστήρας που κατανόησε ότι το κέρδος από την διοικητική μεταρρύθμιση εκτιμάται σε 2.2 δις, παραχώρησε τη θέση του στους επόμενους, οι οποίοι αγωνίζονται κι αυτοί με τη σειρά τους, για την εξασφάλιση του ποσού-φαντάσματος. Φαντάσματος, όχι μόνο διότι το ποσόν δεν υπάρχει, αφού ο ερασιτέχνης αρχιτέκτονας του μνημονίου τοποθέτησε τις μισθολογικές περικοπές και τις εξοικονομήσεις από τα κτίρια και την υποδομή των δημοσίων υπηρεσιών σε άλλα κεφάλαια, ώστε να μην εκτιμώνται ως έσοδα προερχόμενα από την διοικητική μεταρρύθμιση, αλλά και διότι έμμεσα οφέλη δεν αναγνωρίζονται από το Μνημόνιο. Cash only! (το οποίο, μεθερμηνευόμενο εις «μαλλιαρή» ελληνική θα μπορούσε να ταυτίζεται με το «ό,τι αρπάξουμε»). Η προσπάθεια είναι εργώδης: Δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ομού με ταμεία και αυτο-χρηματοδοτούμενες υπηρεσίες, υπόκεινται σε εξονυχιστικό έλεγχο, μπας και υποκρύπτεται εκεί ο αναζητούμενος θησαυρός. Όταν, εν τέλει, διαπιστώνεται ότι ο θησαυρός είναι άνθραξ, τότε το υποψήφιο θύμα εγκαταλείπεται – ακόμη, δηλαδή, κι αν προκύπτουν οργανωτικά/διοικητικά παράδοξα κι αντινομίες, στη λειτουργία του, που επιτάσσουν την αναδιοργάνωσή του, αυτή παραπέμπεται στο απώτατο, δυσδιάκριτο μέλλον. Στον βαθμό που ο δημοσιονομικός Μινώταυρος δεν ικανοποιείται άμεσα, κάθε μεταρρυθμιστικό ενέργημα παρέλκει... παραπέμπεται στις καλένδες... ακόμη κι αν αυτό σημαίνει απώλεια κοινοτικών πόρων, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει καλύτερες υπηρεσίες, ακόμη κι αν σημαίνει καλύτερης ποιότητας Διακυβέρνηση.
Η ακολουθούμενη πρακτική έχει δυσφημίσει απερίγραπτα το πολιτικό και διοικητικό σύστημα, τα οποία έχουν καταστεί ανυπόληπτα. Οι νεώτερες γενιές αποστρέφουν το πρόσωπό τους όχι μόνον από τα φυσικά πρόσωπα που τα υπηρετούν, αλλά και από την ίδια την ιδέα των θεσμών- πολλώ δε μάλλον, δεν διατίθενται να στρατευθούν για την βελτίωσή τους.
Πόσο μελαγχολικές είναι οι σκέψεις που προκαλούνται όταν έχοντας βιώσει την εμπειρία της «μεταρρύθμισης» μέσω του Μνημονίου, ξανασυναντά κανείς αριστουργήματα της πολιτικής/διοικητικής επιστήμης, όπως το “The moral Sense” του J.Q. Wilson (1993), o οποίος απεβίωσε πρόσφατα, αφήνοντας ένα αξιοσημείωτο έργο στο οποίο γίνονται το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερες αναφορές. Τόνιζε ο Wilson αναφερόμενος στη «civic virtue»: «Η αστική/πολιτική αρετή απαιτεί την ύπαρξη μιας κοινωνίας που δεν είναι ούτε εθισμένη ούτε αλλεργική στην κυβέρνηση». Τα προβλήματα που συναρτώνται προς το κυβερνάν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τέτοιες λύσεις, ώστε να μην αποδυναμώνουν τις οργανώσεις που έχουν επιφορτιστεί με την εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών». Κι ακόμη (στο κλασικό «Τhe Bureaucracy Problem», 1967): «H μεγαλύτερη πρόκληση για τις πολιτικές ηγεσίες του μέλλοντος είναι να προσδιορίσουν τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο μπορούν να κατοχυρωθούν τα πραγματικά συμφέροντα του λαού, διευρύνοντας, εν ταυτώ, την υποστήριξη της εμπιστοσύνης του προς την κυβέρνηση που τα διαχειρίζεται και την συνακόλουθη νομιμοποίησή της». Εάν τούτο σημαίνει την επιλογή μεταξύ μιας ασθενικής κυβέρνησης που αναγκάζεται να «στρογγυλεύει» τις αντιθέσεις, να δημιουργεί ανούσιες ισορροπίες, στο όνομα μιας άνευρης εξισορρόπησης αιτημάτων και συμφερόντων ή, αντιθέτως, μιας ισχυρής κυβέρνησης, που μπορεί και θέλει να αντιμετωπίσει τα δημόσια προβλήματα, τότε ναι, η απάντηση είναι αναφανδόν υπέρ της ισχυρής.
Σαράντα χρόνια μετά, εν μέσω μιας απαράμιλλης κρίσης, ο καλύτερός του μαθητής και συνεργάτης, ο John J. Dilulio, Jr. γράφει το “Facing up to Big Government” (National Affairs, Spring, 2012): Ναι, υπάρχει αντίλογος στα φληναφήματα μιας θεωρίας Διακυβέρνησης που κατανοεί την διαδικασία του κυβερνάν ως μια ορθολογική άσκηση μεταξύ κυβέρνησης, αγορών και κοινωνίας πολιτών σε ένα γαλήνιο λιμάνι.....Η Κυβέρνηση, μόνη αυτή, εντέλλεται να λύσει τα προβλήματα. Εντέλλεται να αποφασίζει, όχι μόνον ασκώντας τη νομιμοποιημένη προς τούτο εξουσία της αλλά συγκεντρώνοντας όλη εκείνη την εξουσία που, επί δεκαετίες σπατάλησε, (και της οποία σήμερα υπάρχει ανάγλυφο και το δημοσιονομικό αποτύπωμά της) ανέξοδα σε πάσης φύσεως Αρχές, Σώματα, κλπ. Όχι, δεν συνιστά αυτή η πρόταση επιστροφή σε μεγάλες γραφειοκρατίες- το αντίθετο: Η Κυβέρνηση - μικρότερη η μεγαλύτερη, αδιάφορο- πρέπει να κυβερνά. Δεν πρέπει να απεμπολεί τον ρόλο της υπέρ άλλων τρίτων (πάσης φύσεως).
Στη δύστηνη Ελλάδα, οι κυβερνήσεις μας περιφέρουν τα ράκη της δημοσιονομικής προσαρμογής αντί να κυβερνούν. Έντρομες μπροστά στις δυσκολίες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης, ακολουθώντας την παραδοσιακή οδό του ψευτο-κοσμοπολιτισμού, επιλέγουν την δοκιμασμένη "Underdog culture" αντί να τολμήσουν να παρουσιάσουν την αλήθεια και να εφαρμόσουν πολιτικές που αξιοποιούν τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Δεν μπορούν να εμπνεύσουν, αφού η αναφορά στα ισχυρά στοιχεία της ταυτότητάς μας διαστρεβλώνεται ως «ρατσισμός» και «εθνικισμός». Φιλο-ευρωπαϊστές και οι αντι-μνημονιακοί ήρωες δεν αφήνουν περιθώριο στον Έλληνα πατριώτη που θέλει να προσφέρει, να συνδράμει, που νοιάζεται και πονάει τον τόπο του. Τον θέλουν φαλκιδευμένο από την ορμή, τη γνώση, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητά του να δρα μέσα από τις –ακόμη όρθιες- κομματικές ταμπέλες.
Η συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι μια και μόνη: Η κρίση θα βαθαίνει, οι πιέσεις θα εντείνονται, τα «διακυβεύματα» θα φαντάζουν όλο και πιο ανισόρροπα. Μόνη ελπίς: Η χώρα ανακαλύπτει τον χαμένο βηματισμό της, συστρατεύεται κάτω από μια εθνική ηγεσία και προχωράει. Προς τη δόξα. Τότε θα έχει αποκατασταθεί, επιτέλους και το νόημα της Διακυβέρνησης στη χώρα μας.