της Αντιγόνης Λυμπεράκη
Η Ελλάδα στην Ευρώπη απέτυχε. Ο λόγος ήταν ότι είδαμε την Ευρώπη σαν εργαλείο για να μείνουμε οι ίδιοι, περνώντας καλύτερα. Όχι, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, σαν ένα λόγο για να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Προσηλωμένοι στον καθρέφτη, στο είδωλο της όψης μας βουλιάξαμε στην αυταρέσκεια και δεν καταλάβαμε ότι βαδίζαμε προς την καταστροφή.
Και μάλιστα φαίνεται ότι ούτε και τώρα δεν το έχουμε καταλάβει…
Όταν μπήκαμε στην ΟΝΕ νομίσαμε πως αναβαθμιστήκαμε από πατίνι σε αεροπλάνο. Πως βρήκαμε επιτέλους τη συντομότερη οδό για την ουσιαστική μας ένταξη στην καρδιά της Ευρώπης, χωρίς αστερίσκους. Η κονταρίδα μας ήταν το διαβατήριο και το εισιτήριο μαζί.
Εκ των υστέρων πέσαμε από τα σύννεφα. Εκ των υστέρων καταλαβαίνουμε πως η αφθονία πόρων δεν αρκούσε για να γίνει η χρυσαλλίδα πεταλούδα. Είμαστε η μόνη χώρα της Ευρώπης που δεν κατάφερε μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αυξήσει αισθητά την παραγωγικότητα και τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.1 Και να σκεφτεί κανείς πως μιλάμε για μια διαδρομή 33 χρόνων μετά την ένταξη και αφού μεσολάβησαν τουλάχιστον 6 γενεές παρεμβάσεων μέσα από τους πόρους των Διαρθρωτικών Ταμείων (περίπου 5 ετήσια ΑΕΠ).
Γιατί η κονταρίδα μας αντί να μας οδηγήσει στον κήπο της Εδέμ μας έριξε στα βράχια της χρεοκοπίας; Ο λόγος δεν πρέπει να αναζητηθεί στις θεωρίες μεγέθυνσης και σε άλλα τεχνοκρατικά.
Αποτύχαμε επειδή δεν πιστέψαμε πως έπρεπε κι εμείς να αλλάξουμε. Επειδή οι πολιτικοί μας δεν πίστεψαν ότι κάνουν κάτι καλό για μας, αλλά επειδή μας το ζητούσαν οι απαιτητικοί ξένοι. Θεώρησαν ότι η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ ήταν η επιβράβευση για το πριν και όχι το κατώφλι μιας απαιτητικής διαδρομής για το μέλλον. Πιστεύοντας οι πολιτικοί σε αυτό, πέρασαν τον ιό αυτό και στην κοινωνία που τους άκουγε.
Κολλήσαμε έτσι όλοι εμείς αυτάρεσκα σε αυτό που ξέραμε, περιφρονώντας ακόμα και την ιδέα να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που εργαζόμαστε, συνεννοούμαστε, καταναλώνουμε και προνοούμε για το μέλλον.
Ακόμα και στα καλύτερά του, ο «εκσυγχρονισμός» δεν τόλμησε να κάνει τομές στη λειτουργία των θεσμών και στα κεντρικά συστατικά που κινητοποιούν τις οικονομικές συμπεριφορές. Η μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα εξαντλήθηκε σε απλή αναφορά των προβλημάτων. Η αγορά εργασία, ασφαλιστικό σύστημα, διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους έκαναν μια δειλή εμφάνιση, αλλά στη συνέχεια αποσύρθηκαν άρον-άρον για να στριμωχτούν κάτω από το χαλί. Ηλπιζαν οι πολιτικοί πως στην Ευρωζώνη θα μπορούσαν να γίνουν αυτόματα οι μεταρρυθμίσεις που οι ίδιοι δεν τολμούσαν να θέσουν ευθέως σε συζήτηση.
Δεν είναι τόσο, λοιπόν, ότι δεν κάναμε μεταρρυθμίσεις. Είναι ότι κι αυτές που κάναμε, τις κάναμε με μισή καρδιά, χωρίς πεποίθηση, ίσα-ίσα για να δείξουμε πως τις κάναμε.
Δεν πιστέψαμε πως τις χρειαζόμαστε για να γίνουμε καλύτεροι.
Έτσι, τα χαμηλά επιτόκια και η σταθερότητα που προσέφερε το κοινό νόμισμα έγιναν δωρο-επιταγές αμέριμνης κατανάλωσης, ανοιχτές επιταγές «πίστωσης χρόνου» που κάθε κυβέρνηση ευχόταν να διαρκέσουν μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που θα μετέφερε την καυτή πατάτα….
Η πολιτική τάξη ανέθετε το σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων σε τεχνοκράτες (στην καλύτερη περίπτωση) και προσπαθούσε να τις ψευτοϋλοποιήσει αναπτύσσοντας, όμως, την αντίθετη ρητορική (για να μην τις καταλάβει κανείς). Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία ήταν μονίμως απροετοίμαστη και εχθρική. Η υλοποίηση κολλούσε και συχνά οδηγούσε σε μεγαλύτερες αποτυχίες από εκείνες που υποτίθεται πως θα αντιμετώπιζε.
Τώρα έχουμε γυρίσει στα ίδια. Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ήμαστε ήδη τέλειοι το 2009. Οι κυβερνητικοί λένε γίναμε τέλειοι μετά το 2010 και δεν χρειαζόμαστε καμιά άλλη αλλαγή. Και οι δύο καταλήγουν στην αδράνεια, προκειμένου να επιστρέψουν στα πολιτικά παιχνίδια που τους αρέσουν να παίζουν.
Αυτή τη στιγμή μόνο το Ποτάμι αντιστέκεται στην αυταρέσκεια . Πολιτικοποιεί το αίτημα των μεταρρυθμίσεων, και τις τοποθετεί στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης.
Θα πετύχει εκεί που απέτυχαν οι άλλοι;
Το Ποτάμι πείθει επειδή δεν κουβαλάει βαρίδια αποτυχίας. Η αξιοπιστία του δεν στηρίζεται στην κολακεία. Η ειλικρίνεια αντικαθιστά τον ξύλινο λόγο.
Το Ποτάμι είναι διαφορετικό, αφού υπάρχει επειδή ακριβώς πιστεύει ότι πρέπει να αλλάξουμε. Όχι να κάνουμε πως αλλάζουμε, μένοντας κατά βάση ίδιοι.