του Άγγελου Δεληβορριά
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Πολιτισμός είναι ισότιμος, αν όχι υπέρτερος κάθε άλλου τομέα δημόσιας ευθύνης, και ότι εμπίπτει κατά κύριο λόγο στις αρμοδιότητες της Πολιτείας. Δεν υπάρχει όμως επίσης αμφιβολία ότι έτσι εμπλέκεται στα γρανάζια της κρατικής μηχανής, με αποτέλεσμα να εξαρτάται άμεσα από την ελέγχουσα τη λειτουργία της πολιτική. Γι’ αυτό και ο Πολιτισμός μιας χώρας σαν την Ελλάδα, όπου ανθίζει σταθερά η φαιδρά πορτοκαλέα, θα ήταν αδιανόητο να μην έχει προ πολλού μαραθεί.
Ας μου συγχωρεθεί η κατηγορηματική διατύπωση μιας άποψης, την οποία εντούτοις δικαιολογούν όσα από τα στιγμιότυπα του πολιτισμικού μας παρελθόντος επιχειρήσω να συνοψίσω, θεωρώντας το πολιτισμικό μας παρόν αρκετά γνωστό. Με αφετηρία λοιπόν τα μεταπολεμικά χρόνια του περασμένου αιώνα, θα θυμίσω πρώτα την υποτυπώδη εκδοχή ενός Πολιτισμού, η πρόσληψη και η αντιμετώπιση του οποίου είχαν συνθλιβεί ανάμεσα στην εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα νεοελληνική Παιδεία και στα αδιαλείπτως με την πολιτική διαπλεκόμενα Θρησκεύματα. Οι ηλικιακά ωριμότεροι δεν θα έχουν λησμονήσει τον βίο και την πολιτεία ενός Υπουργείου, όπου το συρρικνωμένο νόημα του Πολιτισμού μάταια προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα στις γραφειοκρατικές αρμοδιότητες μιας υποβαθμισμένης Διεύθυνσης Γραμμάτων και Τεχνών.
Το περιεχόμενο της έννοιας του Πολιτισμού δεν άργησε να προβιβαστεί, γενικά και αόριστα όμως, αναβαθμισμένο κυρίως ως προς το σκέλος των Τεχνών. Κάτι που έγινε με τη μετάταξη των σχετικών υπηρεσιών στο Υπουργείο Προεδρίας και με την απαλλαγή τους από τις διαιωνιζόμενες δημοσιοϋπαλληλικές αγκυλώσεις του Υπουργείου Παιδείας. Έγινε ακόμα με τον νοηματικό περιορισμό της έννοιας του Πολιτισμού σε εκφάνσεις του Θεάτρου και της Μουσικής ειδικότερα, και με την εξασφάλιση ενός έκδηλου πρωθυπουργικού ενδιαφέροντος. Οφείλω πάντως να προσθέσω ότι το ανέλπιστο αυτό ενδιαφέρον είχε τότε καλύψει, εκτός από την Αρχαιολογία, τόσο τις Ανθρωπιστικές όσο και τις Φυσικές Επιστήμες. Γιατί δεν είναι τυχαία η σύσταση του Εθνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, η ίδρυση του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, του μόνου πνευματικού μας οργανισμού στο εξωτερικό, και η δημιουργία του ερευνητικού κέντρου «Δημόκριτος». Η υπαγωγή των αρμοδιοτήτων, όχι όμως και όλων των υποχρεώσεων του Πολιτισμού, στο Υπουργείο Προεδρίας πρέπει να σχετίζεται και με όσες επείγουσες ανάγκες εντυπώσεων συνόδευαν τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για έναν ευρωπαϊκού τύπου εκσυγχρονιστικό αναπροσανατολισμό. Μαζί βεβαίως με τον ενστικτώδη θαυμασμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την πνευματική καλλιέργεια, αλλά και μια πικρή γνώση της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Ακολούθησαν οι περιπέτειες της δικτατορικής και μεταδικτατορικής περιόδου, εγγράφοντας στο ιστορικό του εν Ελλάδι Πολιτισμού τη σύσταση ενός ομότιτλου, πλασματικά ανεξάρτητου και αυτονομημένου Υπουργείου. Από τότε, ανενδοίαστα πλέον, άρχισε να αποκαλύπτεται η κραυγαλέα εννοιολογική σύγχυση των εκάστοτε κρατούντων ως προς το τι μπορεί να σημαίνει και τι να σηματοδοτεί η λέξη Πολιτισμός. Κάτι που φάνηκε καθαρά με την αποτίναξη του περιττού βάρους των Ιστορικών Αρχείων, των αχρείαστων Βιβλιοθηκών και των άνευ αντικρίσματος επιμέρους επιστημονικών τομέων. Πρωτίστως όμως φάνηκε με τη ριζική μετατόπιση του στόχου των πολιτιστικών δράσεων στα Θεάματα, τα οποία όσο θεαματικότερα τόσο πιο προσοδοφόρα πολιτικά έχουν από αρχαιοτάτων χρόνων αποδειχθεί. Με εξαίρεση έτσι την αρχαιότητα, μια θεμελιακή παράμετρο της και πολιτικά εδραιωμένης ιδεολογίας, αφήνει αδιάφορους τους κρατούντες ο κατακερματισμός της αυτοτέλειας του Πολιτισμού και η υποβάθμιση της σημασίας του. Ενδεικτική άλλωστε είναι και η από κάθε άποψη πρωτοφανής διεύρυνση της υπόστασής του, όπως την αποτυπώνουν στο εν λόγω Υπουργείο οι εναλλασσόμενες περιοδικά συνοδευτικές του πλαισιώσεις από τις προσχηματικά ομόλογες κατηγορίες δύο άλλων, συγγενών δήθεν τομέων.
Αναφέρομαι στον καθόλου κλασικό αθλητισμό των οιστρογόνων και στην επίκληση μιας παρά φύσιν σήμερα σχέσεως του πνεύματος προς το σώμα, στο οικονομικό και πολιτικό αντίκρισμα των επενδύσεων του ποδοσφαίρου με τον ανάλογο τζόγο και τους συχνούς κανιβαλισμούς, στην ύπουλη εκτροπή της προσοχής του κοινού από τα καυτά θέματα της καθημερινότητας, αλλά και στις πρόσκαιρες εκτονώσεις των δαπανηρών πανηγυρισμών της Ολυμπιάδας. Εξίσου πονηρός εξάλλου είναι και ο συγχρωτισμός του Πολιτισμού με τα όποια “αγαθά” του Τουρισμού, τα αποτιμημένα αξιολογικά σε απόλυτα εθνικά κεφάλαια. Δεν νομίζω μάλιστα πως θα διαφωνούσε κανείς αν υποστήριζα ότι επείγει η μελέτη και η κριτική της προχειρότητας του σχεδιασμού, καθώς και των σε βάθος χρόνου αρνητικών επιπτώσεων της “τουριστικής αξιοποίησης”. Της εκποίησης του ελληνικού χώρου σωστότερα. Όπως επίσης δεν θα διαφωνούσε με την επιβεβλημένη αναζήτηση των πολιτικών ευθυνών και με μια απολύτως επιτακτική ανάγκη: να διερευνηθεί επιτέλους υπεύθυνα πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η οικονομία του τόπου μας, χωρίς τη σταδιακή του μετατροπή σε ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας και την αναπότρεπτη μετουσίωση των κατοίκων του σε θεμιτής ή αθέμιτης φύσεως υπηρετικό προσωπικό.
Σύμφωνα με το δόγμα που ασπάζονται και διατυμπανίζουν μόνο στα λόγια όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές παρατάξεις, ο Πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία. Μια βιομηχανία ωστόσο παντελώς αδιάφορη για την πρέπουσα ευεργετική διάδοση και την παραγωγική κατανάλωση των προϊόντων της, για τη διαφήμιση και την εξαγωγή τους, καθώς και για την ταυτόχρονη εισαγωγή των αναγκαίων εκείνων ανταλλακτικών που θα εκσυγχρόνιζαν τους μηχανισμούς της. Την αποκλειστική βεβαίως ευθύνη της πολιτικής για την κρατούσα κατάσταση δεν τη μετριάζουν καθόλου κάποιες αιωρούμενες αμφιβολίες γύρω από τα πραγματικά αίτια του κακού. Αν θα μπορούσαν δηλαδή να αποδοθούν σε μια συγχωρητέα οπωσδήποτε άγνοια, και να αναχθούν συγκαταβατικά στη γενικότερη πολιτιστική υποανάπτυξη των εκπροσώπων της εξουσίας. Ή μάλλον αν θα έπρεπε να θεωρηθούν ως εσκεμμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαιώνιση των πελατειακών σχέσεων και η πατροπαράδοτη κομματική συναλλαγή στο καταταλαιπωρημένο πεδίο μιας Δημόσιας Διοίκησης, η οποία επίσης δεινοπαθεί καθολικά.
Στην καταβαράθρωση της ιδέας και των ιδανικών του Πολιτισμού η πολιτική έχει τη συνδρομή των τηλεοπτικών και ηλεκτρονικών μέσων, τη βοήθεια μιας σημαντικής μερίδας από τον ημερήσιο και περιοδικό Tύπο, τη συνεπικουρία των ερεθιστικών προκλήσεων του life-style και της ευζωίας. Ένα αμερικανικού δηλαδή τύπου όνειρο που δύσκολα θα μπορούσε να απαλειφθεί από τις αμφίβολες προσδοκίες για την οψέποτε ποιοτική αναβάθμιση των πολιτικών αξιών. Η αποκλειστική ευθύνη της πολιτικής εξουσίας για την υποτίμηση και την υποβάθμιση του Πολιτισμού, για την κατάτμηση της ενότητας και της συνοχής των συστατικών του γίνεται ευκολότερα κατανοητή αν ληφθούν υπόψη ορισμένες θεμελιακές αρχές. Οι οποίες δεν θα έβλαπτε να συζητηθούν, να ελεγχθούν, να συμπληρωθούν, να επικυρωθούν, ίσως μάλιστα και να συμπεριληφθούν στο καταστατικό πιστεύω μιας άλλου είδους, άλλου ύφους και άλλου ήθους πολιτικής, αδέσμευτης από τη συνήθη κομματική τακτική των συναλλαγών, των έντεχνων δολιχοδρομήσεων και των ύποπτων διακανονισμών του παρελθόντος.
Ας συνειδητοποιήσουν επιτέλους οι πολιτικοί ότι ο Πολιτισμός είναι ο κοινός λόγος της ανθρωπότητας. Ότι είναι δεμένος άρρηκτα με την Παιδεία, την Επιστήμη, την Ψυχαγωγία και τις εξελικτικές διαδικασίες της Κοινωνίας. Γι’ αυτό και υπερβαίνει τις όποιες παραλλαγές μπορεί να διακρίνουν κατά τόπους τους γεωγραφικούς, εθνικούς, ιδεολογικούς ή θεολογικούς του προσδιορισμούς.
Ως πρωταρχικής σημασίας παράγων, ο Πολιτισμός πρωταγωνιστεί στην ποιοτική αναβάθμιση της καθημερινότητας, καλλιεργώντας συστηματικά την αυτογνωσία και τη συνειδητότητα, τη συναίσθηση της ατομικής και συλλογικής ευθύνης, την κριτική, το ήθος και την πνευματικότητα, την προσωπική αγωγή και την κοινωνική συμπεριφορά, τον διάλογο και τη συνεννόηση σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, την ταυτότητα του Πολίτη και τα εξ αυτής απορρέοντα χρέη. Είναι δηλαδή προϋπόθεση για τη χρηστή οργάνωση του κράτους σε κάθε τομέα της εσωτερικής και της εξωτερικής του πολιτικής.
Με το ανάπτυγμα των ποικίλων του εκφάνσεων, τη σπουδή, την έρευνα, τα γράμματα, τις τέχνες και την ψυχαγωγία, ο Πολιτισμός διαπλάθει τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας. Απαιτεί συνεπώς μια επενδυτική πολιτική άλλης τάξεως από αυτήν που τον αποδυναμώνει στην Ελλάδα. Όπου όμως, στο πείσμα των αρνητικών περιστάσεων, οι επιδόσεις του είναι αξιοθαύμαστες. Και όπου, μολονότι δεν έγινε αντιληπτή η οικονομική πλευρά της αξίας του, εκπροσωπεί το μόνο από τα εντόπια προϊόντα που μπορεί εξάγεται, να συναγωνίζεται τα ξένα και να ευδοκιμεί σε χώρες φιλικότερης υποδοχής.
Για τους αμετανόητα ευρωπαϊστές, ο ελληνικός πολιτισμός συνολικά συγκαταλέγεται στα βασικά συστατικά της ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία μόνο ως σύνθεση όλων των επιμέρους ευρωπαϊκών πολιτισμικών ταυτοτήτων μπορεί να νοηθεί και να υπάρξει. Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός, σε σχέση με τις όποιες ευρωπαϊκές προοπτικές της Ελλάδας, υποδηλώνει ότι η επίλυση του ελληνικού προβλήματος θα μπορούσε να αναζητηθεί ταυτόχρονα και προς την ευρωπαϊκή κατεύθυνση.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι μια τέτοια διέξοδος προϋποθέτει την επιβεβλημένη άλλωστε και για πολλούς άλλους λόγους πολιτική ένωση των χωρών της ευρωζώνης. Η οποία δεν επιτρέπεται να συναρτάται αποκλειστικά με την οικονομική ένωση, όπως διαφαίνεται από τη σκοπιά της κρίσεως που επεκτείνεται απειλητικά πέρα από τα κράτη του Νότου. Αλλά και από μια διακρατική ενοποίηση της νομολογίας των κανόνων οι οποίοι θα όφειλαν να διέπουν συνολικά τη Δημόσια Διοίκηση και την Παιδεία, με κεντρικό οπωσδήποτε άξονα τον Πολιτισμό.
Απαιτείται, μ’ άλλα λόγια, να γίνει και ευρύτερα συνειδητό ότι μοναδικό υπόβαθρο της ευρωπαϊκής ιδέας είναι η αρραγής εσωτερική, ουσιαστική συμπληρωματικότητα των αμέσως αλληλοεξαρτημένων πολιτισμικών καταθέσεων όλων των ευρωπαϊκών κρατών. Επειδή οι καταθέσεις αυτές συνθέτουν εντέλει το νόημα της ευρωπαϊκής ενότητας στον χώρο και στον χρόνο. Μιας ενότητας, εντούτοις, η οποία καλύπτει αυτονόητα το σύνολο των εντός των γεωγραφικών ορίων της ευρωπαϊκής ηπείρου χωρών, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σήμερα στην ευρωζώνη ή όχι.
Το εξεταζόμενο θέμα έχει αναμφίβολα και αναρίθμητες άλλες πτυχές οι οποίες, με δεδομένους τους περιορισμούς του χρόνου, δύσκολα μπορούν να θιγούν έστω και επιδερμικά. Ό,τι προσπάθησα να εκθέσω τηλεγραφικά, οπωσδήποτε, δεν είναι παρά κάποιες ενδεικτικής φύσεως επισημάνσεις, αφορμές για ξετύλιγμα, όπως θα έλεγε και ο δάσκαλός μου, ο Χρήστος Καρούζος.