του Θάνου Βερέμη
Η κατακερματισμένη κοινωνία αποτελείται από πολλές αυτόνομες ομάδες οι οποίες αντιμετωπίζουν το κράτος με γνώμονα το συμφέρον των μελών τους και ρυθμίζουν τις υποθέσεις τους ανεξάρτητα από επίσημους κανόνες. Οι ομάδες αυτές ενίοτε ομονοούν όταν πρόκειται για περίσταση εθνικού κινδύνου ή εκλογικής συνεργασίας.
Η κατακερματισμένη κοινωνία εχθρεύεται τα ολοκληρωτικά ή και τα αυταρχικά συστήματα και περιφρονεί την κοινωνία των πολιτών και το κράτος δικαίου. Προτιμάει τις αδύνατες και ανομικές δημοκρατίες τις οποίες διαβρώνει με μεγαλύτερη ευχέρεια.
Ο αγώνας για την ελληνική ανεξαρτησία του 1821-30 διεξάγεται από αρματολικές φατρίες και ομάδες με πυρήνα τους προκρίτους και τις οικογενειακές τους ιεραρχίες. Η συνεργασία Ρουμελιωτών, Πελοποννησίων και νησιωτών κατά τα πρώτα τρία χρόνια της παλιγγενεσίας απέδωσε ανέλπιστα αποτελέσματα στις μάχες κατά των Οθωμανών. Οι πρώτες επιτυχίες ωστόσο ενθάρρυναν υπερβολικά τους αγωνιστές οι οποίοι ξέχασαν τον Αγώνα και ρίχτηκαν στους εμφυλίους για τον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος και ο συγκεντρωτικός του χαρακτήρας υπήρξε έργο των δυτικοφρόνων εκσυγχρονιστών της ελληνικής διασποράς. Η Φιλική Εταιρεία, ο Θεόδωρος Νέγρης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, υπήρξαν παράγοντες που συνέβαλαν στη χάραξη τα συνταγμάτων του Αγώνα. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων ωστόσο ανήκε στις τάξεις των κατακερματισμένων ομαδοποιήσεων ο ρόλος των οποίων ποικίλλει στην πολιτική ζωή. Οι αυτονομημένες ομάδες που συσπειρώνονται γύρω από οικογένειες και διευρύνονται με συγγενείς, φίλους, κουμπάρους, πελάτες και προστάτες, αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά τις ανάλογα συγκροτημένες ομάδες. Η οργάνωση του είδους αυτού αποτελεί αρχικά πρωτόγονη άμυνα έναντι του οθωμανικού συστήματος το οποίο απειλεί την ασφάλεια των «Τζιμμήδων» (μη μουσουλμάνων) ως υπηκόων δεύτερης κατηγορίας. Τα αρματολίκια και οι ομάδες που συγκεντρώνονται γύρω από τους προκρίτους και τους νησιώτες καπετάνιους, αποτελούν την μορφή που λαμβάνει η κατακερματισμένη κοινωνία στο βαλκανικό περίγυρο. Πρόκειται για προ-νεωτερικό σύστημα που απαντάται με διαφορετικές μορφές σε πολλά σημεία του κόσμου. Κατά τον Ernest Gellner η κοινωνία αυτή εχθρεύεται τα αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα και περιφρονεί την κοινωνία των πολιτών. Τι είναι η κοινωνία πολιτών η οποία αναπτύσσεται στη δυτική Ευρώπη μαζί με την βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο του Φιλελευθερισμού; Πρόκειται για τις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες πλαισιώνουν μη κρατικούς θεσμούς και προσφέρουν εναλλακτική προς το κράτος δύναμη, χωρίς να παρακωλύουν τον ρόλο του ως εγγυητή της τάξης και της ασφάλειας, ή τον ρόλο του κράτους ως διαμεσολαβητή ανάμεσα σε μεγάλα συμφέροντα. Σκοπός της κοινωνίας των πολιτών είναι να εμποδίζει την αποκλειστικότητα της κρατικής ισχύος έναντι της κοινωνίας.
Η επιρροή και η ισχύς της κατακερματισμένης κοινωνίας υπήρξε στην Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογη με την ποιότητα των πολιτικών ηγετών. Το μέγιστο μέρος του 19ου αιώνα και σημαντικό τμήμα του 20ου ελέγχεται από δυτικόφρονες εκσυγχρονιστές της διασποράς (κατά την προέλευση ή την εκπαίδευση) όπως οι Καποδίστριας, Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης και πολλοί ακόμα.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος που αποτελεί φυσική του απόληξη (1946-49) δημιούργησε δύο συμπαγείς κατηγορίες Ελλήνων καταργώντας προσωρινά την κοινωνική πολυδιάσπαση. Ακόμα και οικογένειες διαπερνά ο ιδεολογικός διχασμός του εμφυλίου. Η επιστροφή στην ομαλότητα επαναφέρει τις διαστρωματωμένες φατρίες και τα πελατειακά δίκτυα του κομματικού βίου ανασυγκροτούνται.
Η εντύπωση ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι ατομικιστές αποτελεί παρανόηση του χαρακτήρα της νεώτερης ελληνικής κοινωνίας. Η κατακερματισμένη κοινωνία επιβάλλει στα άτομα που την συνθέτουν συγκεκριμένες ταυτότητες οι οποίες απηχούν τις προτεραιότητες και τις αξίες των ομάδων της προέλευσής τους. Οι δυνατότητες επιλογής μιας διαφορετικής ταυτότητας που είναι δυνατό να διασπάσει την ενότητα της ομάδας, αποθαρρύνεται. Έτσι η ατομικότητα και η πρωτοβουλία αποτελούν κατακτήσεις των Ελλήνων που βρίσκονται ή μετακινούνται σε περιβάλλοντα του εξωτερικού όπου οι φορτικοί κανόνες της πατρίδας τους αδυνατίζουν. Πρόκειται συνεπώς για την αιρετική συμπεριφορά της κάθε ομάδας έναντι της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους δικαίου μάλλον, παρά για ασυμβίβαστη ατομικότητα του κάθε Έλληνα έναντι της εξουσίας του κράτους. Αν και το αποτέλεσμα φαίνεται ταυτόσημο, στην πραγματικότητα το προϊόν της κατακερματισμένης κοινωνίας δεν αποβλέπει στην αλλαγή της κρατικής εξουσίας αλλά στην άλωση ή τη νομή της. Ο εκπρόσωπος της κοινωνίας πολιτών αντίθετα, επιδιώκει μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας να αναμορφώσει το κράτος για να το καταστήσει αποτελεσματικότερο ως προς το κοινωνικό σύνολο το οποίο αυτό υπηρετεί.
Η επίδραση της κατακερματισμένης κοινωνίας αυξάνεται στα χρόνια της μεταπολίτευσης γιατί μειώνονται σημαντικά οι ιδεολογικές συγκρούσεις που κυριαρχούσαν στον πολιτικό βίο πριν από την δικτατορία της 21ης Απριλίου. Η επιρροή της κοινωνίας αυτής είναι ασφαλώς συντηρητική αφού δεν αποβλέπει σε μεταρρύθμιση που μπορεί να αλλάξει το οικείο τοπίο της πολιτικής και να μπερδέψει τους γνωστούς πελατειακούς διαύλους που οδηγούν στον προσεταιρισμό του κράτους. Είναι ενδιαφέρον ότι η αριστερά η οποία υπήρξε ριζοσπαστικός κοινωνικός παράγων στην αφετηρία και την πρώτη διαδρομή της, μετά την νομιμοποίηση της έπαψε να αποτελεί την κακή συνείδηση των δημοκρατών και έγιναν σταδιακά ένα κοινωνικό κατεστημένο αμετακίνητο και προσκολλημένο στις ιδέες του παρελθόντος.
Ωστόσο το πάντρεμα της κατακερματισμένης κοινωνίας με τον λαϊκισμό αποτέλεσε το πιο καίριο χτύπημα κατά της κοινωνίας των πολιτών, το κράτος δικαίου και της αξιοκρατίας. Ο λαϊκισμός αποτελεί επείσακτη ιδεολογία την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακάλυψε στις ΗΠΑ και έφερε στον ελληνικό βιότοπο της κατακερματισμένης κοινωνίας. Η πρώτη ενέργεια του λαϊκισμού ήταν να νομιμοποιήσει ηθικά τα αρνητικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής. Έτσι η ανομία νομιμοποιήθηκε ως το «δίκιο του λαού». Όποιος συνεπώς αναβαπτιζόταν στα λαϊκά νάματα δεν μπορούσε να έχει ποτέ άδικο, ούτε βέβαια οι απαιτήσεις του να είναι παράλογες. Ο Ανδρέας έγινε προφήτης μιας νέας εποχής με κατανόηση για τις παραβιάσεις του νόμου, σαν να είχε ανατραπεί η έννομος τάξη, επαναστατικώ δικαίω. Ο λαϊκισμός απευθύνεται στον «μικρομεσαίο» παρανομαστή και τον αναδεικνύει ως κοινωνικό πρότυπο. Ουδείς λόγος λοιπόν για επιλογή του πολιτικού προσωπικού του κόμματος του Ανδρέα με αξιοκρατικά κριτήρια αφού αυτά αποτελούσαν κατά το ΠΑΣΟΚ κριτήρια εισόδου των «προνομιούχων» στην πολιτική ή στο κράτος. Μέγιστο μέρος της κακοδαιμονίας, η οποία πλήττει σήμερα το Κοινοβούλιο και την κρατική μηχανή, έχει τις καταβολές της στην κατίσχυση του λαϊκισμού στην πολιτική και την κοινωνία.
Η γλώσσα μας στα χείλη των πολιτικών συχνά δεν αποτελεί μέσον επικοινωνίας αλλά απόκρυψης της αλήθειας. Για όσους δεν κατανοούν τη σημασία των πολιτικών δηλώσεων «λαός» είναι οι ημέτεροι, «δικαιοσύνη», το βόλεμα των ημετέρων, «ανακατανομή» του εθνικού εισοδήματος, οι παχυλοί μισθοί των διευθυντών των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, επίσης ημετέρων.
Η πρόσφατη αποδοχή από τους βουλευτές της διατήρησης των προνομίων του υπεράριθμου προσωπικού της Βουλής, υπήρξε μια πολύ κακή στιγμή της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού τα άτομα αυτά (το προσωπικό) που όταν ψηφιζόταν το πολυνομοσχέδιο, είχαν το θράσος να αποκαλούν τους ευεργέτες τους βουλευτές «αλήτες», εξασφαλίζονται πλέον οριστικά από τους εθνοπατέρες ως πελάτες, φίλοι και συγγενείς, με υπερβολικές για τις μέρες μας απολαβές. Ο γνωστός συνδικαλιστής κ. Π. Λαφαζάνης συγκινήθηκε ως αριστερός με το δράμα των υπεράριθμων και υπερασπίστηκε τα κεκτημένα τους όπως κάθε καλός βοσκός φροντίζει τα πρόβατα και ιδιαίτερα τα ερίφια του κοπαδιού του.
Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά, οι εκλεγμένοι μας αντιπρόσωποι αποδίδουν ένα μέρος της ψυχοσύνθεσής μας, εκεί που δίνεται και χάνεται η μάχη ανάμεσα στο ανώριμο εγώ μας και την μηδέποτε ωριμάζουσα ατομική μας προσωπικότητα. «Ανάγοντας την ευκολία και το βόλεμα σε αξία, η λαϊκιστική κουλτούρα κρατεί την κοινωνία σε παθολογική ανωριμότητα, ώστε μεγάλο μέρος της να προχωρεί σε φαντασιώσεις σαν την μεγαλομανή μανία καταδιώξεως που μας κατατρέχει...». Τι είναι ο λαϊκισμός κατά τον Στέλιο Ράμφο; «...η ανάδειξι του παρία σε πολιτικά προνομιούχο και κατ’ επέκτασιν η εξίσωσι της αξιοκρατίας με την ανισότητα». Υπάρχουν πολλές τέτοιες καίριες παρατηρήσεις στο νέο εγχειρίδιο του Σ. Ράμφου, «Ο “άλλος“ του καθρέφτη» (Μούσες, εκδόσεις Αρμός).
Κάποιοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας γνωρίζουν την ελληνική Αχίλλειο πτέρνα και φροντίζουν να θωπεύουν την ανασφάλεια και το σύνδρομο του θύματος που κατατρύχει τους πιο ανώριμους από τους ψηφοφόρους. Η οικονομική και πολιτική μας κρίση επιτείνει από μόνη της την ανασφάλεια με πραγματικά πλέον δεινά. Το αντιμνημονιακό όμως στρατόπεδο αποδίδει την κακοδαιμονία στους κακόβουλους δανειστές μας και βέβαια το ίδιο το μνημόνιο το οποίο, κατά τα συνθήματα των αντιμνημονιακών, μεταμορφώνεται από συνέπεια της κρίσης, σε γενεσιουργό αιτία. Μολονότι η όλη επιχείρηση υπήρξε πρωτοτυπία της Ευρωζώνης και συνεπώς βαρύνεται από τα λάθη της απειρίας των ειδικών που ανέλαβαν να την διεκπεραιώσουν, χωρίς το μνημόνιο θα βρισκόμασταν σήμερα στον πάτο ενός πηγαδιού με υποτιμημένες δραχμές. Ο ΣΥΡΙΖΑ ευτυχώς σταμάτησε να χρησιμοποιεί πλέον τον όρο «τοκογλυφικά» για τα δάνεια της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, οι ανεπίδεκτοι όμως του Κοινοβουλίου επιμένουν να κάνουν χρήση του κάλπικου χαρακτηρισμού.
Επιμένουν επίσης τα προϊόντα των πελατειακών διορισμών στο Δημόσιο, οι Μπαλασόπουλοι και οι Φωτόπουλοι, που εξακολουθούν να μας βασανίζουν. Οι παρατρεχάμενοι των δημάρχων στους ΟΤΑ αποτελούν ένα ακόμα θλιβερό κατάλοιπο του παρελθόντος για να μας θυμίζουν με τους τραμπουκισμούς τους ότι η ομηρία μας είναι πολύπλευρη. Έχουμε ακόμα τις στάσεις εργασίας υπαλλήλων του ΟΑΣΑ γιατί δεν θέλουν να μπουν στο ενιαίο μισθολόγιο. Αν οι εξαιρέσεις που επιχειρούνται πετύχουν, το ενιαίο μισθολόγιο θα περιλαμβάνει τελικά τους πιο αδύναμους από τους εργαζόμενους. Τα κόμματα της αριστεράς παραδόξως υποστηρίζουν στις διαμάχες αυτές τους πιο ευνοημένους του Δημοσίου. Τέλος, υπάρχει η λευκή απεργία των δικαστικών ώστε να ολοκληρώνεται η εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών, με την υπόμνηση της κατοχής μας από ποικιλία ειδικών συμφερόντων.
Η εκτίμηση του Edward Gibbon, Βρετανού ιστορικού του 18ου αιώνα για τους Αθηναίους του τρίτου αιώνα π.Χ., λίγο πριν από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, θα ταίριαζε πολύ στη συμπεριφορά των Ελλήνων κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αντί να μεριμνούμε για το μέλλον και τις πολύτιμες ελευθερίες μας, προτιμήσαμε να διογκώνουμε ένα ανίκανο και αντιπαραγωγικό κράτος ώστε να σιτιζόμαστε χωρίς κόπο σ’ αυτό. Και σημειώνει ο Gibbon: «Στο τέλος περισσότερο από ό,τι αγαπούσαν την ελευθερία τους (οι Αθηναίοι) προτίμησαν τις ανέσεις και την εύκολη ζωή. Αλλά τα έχασαν όλα, την ασφάλεια, τις ανέσεις και την ελευθερία. Όταν οι Αθηναίοι αποφάσισαν ότι ήθελαν να είναι ελεύθεροι από ευθύνες ώστε να μην προσφέρουν πια στην κοινωνία, αλλά αυτή να τους συντηρεί, έχασαν τα πάντα».
Μετά την προσωρινή διάσωσή μας από την καταβαράθρωση προς τη δραχμή, θα μπορούμε πλέον να θεσπίσουμε την έκφραση «ακριβά την γλιτώσαμε» έναντι του παραδοσιακού «φτηνά την γλιτώσαμε». Το κόστος της σωτηρίας σταθμίζεται κυρίως από την απώλεια της εθνικής μας αξιοπιστίας και την απομείωση του αυτοσυναισθήματος αξίας. Πώς θα επανακτήσουμε τους άυλους αυτούς τίτλους αν όχι με μια πλήρη ανακαίνιση της νοοτροπίας μας και της προβληματικής μας εκπαίδευσης; Και πρώτα απ’ όλα πρέπει να θεσπίσουμε ένα νέο περιεχόμενο στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο να απαξιώνει τις πελατειακές σχέσεις που συνεισέφεραν στη διόγκωση του μετριοκρατικού μας συστήματος. Τα άτομα εκείνα που γαλουχήθηκαν με την πεποίθηση ότι μια θέση στο Δημόσιο εξασφαλίζει τους κατέχοντες από κάθε ανασφάλεια ισοβίως, δεν πρέπει να έχουν πια θέση πουθενά.
Η αδυναμία του μέσου Έλληνα να αντιληφθεί ότι τις περιττές θέσεις στο Δημόσιο συντηρούν οι φορολογούμενοι και όχι η θεία πρόνοια, κατασκεύασε το κράτος των ελλειμμάτων. Κάθε κοινωνική απολαβή χωρίς αντίστοιχη παραγωγή έργου, επιβαρύνει ανάλογα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η δομική αδυναμία του μέσου πολίτη να κατανοήσει την πολιτική οικονομία του Δημοσίου, οφείλει χάριτες στη χρόνια πολεμική που ασκεί η Αριστερά κατά της εκλογίκευσης της δημόσιας διοίκησης. Οι μαρξιστές στη χώρα μας αν και επιδίδονται σε οικονομικές ερμηνείες της ιστορίας αρνούνται να ποσοτικοποιήσουν τις επιδόσεις του κράτους φοβούμενοι μήπως έτσι το απαξιώσουν. Ωστόσο, η κοστολόγηση των υπηρεσιών του κράτους είναι το σοβαρότερο κριτήριο για τη διατήρησή τους ή την αντικατάστασή τους.
Όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε την ολέθρια κατάργηση των προτύπων δημοσίων σχολείων, υπάκουε σε μια άλλη παθογένεια της ελληνικής Αριστεράς, την ποιοτική ισοπέδωση. Ετσι, η αριστεία που απορρέει από την εύνοια την οποία η φύση κατανέμει ανεξαρτήτως κοινωνικών ή εκπαιδευτικών προνομίων, έπρεπε να αγνοηθεί ώστε να εξομοιωθεί η απόδοση όλων των παιδιών αδιακρίτως. Επρόκειτο για μια πράξη συμπίεσης των φυσικών ικανοτήτων προς τα κάτω, την οποία δεν διανοήθηκε να εφαρμόσει ποτέ κανένας αθλητικός σύλλογος ή η Eπιτροπή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δυστυχώς η κατάργηση των προτύπων δημοσίων σχολείων στέρησε την κοινωνία από τις υπηρεσίες των αρίστων των χαμηλών οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων, υπέρ της μακροημέρευσης των ευνοημένων τάξεων. Ετσι, ενώ πριν από τριάντα χρόνια τα δημόσια γενικά προηγούνταν ποιοτικά των ιδιωτικών γυμνασίων και λυκείων, σήμερα, προς δόξα του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, η εικόνα έχει αντιστραφεί. Η ανοησία εισβάλλει με διεκδικητική ορμή στο Δημόσιο. Ας αποκτήσει το υπουργείο Παιδείας το θάρρος να αναγνωρίσει το γεγονός ότι κάποια παιδιά διαθέτουν από την αφετηρία τους ικανότητες τις οποίες αν δεν αναδείξει η πολιτεία θα χαθούν ως κοινωνικό αγαθό, ή χειρότερα θα αποξενωθούν ολότελα από την κοινωνία.
Η εκπαιδευτική ισοπέδωση δεν αποτελεί προϊόν παρανόησης, αλλά συχνά κακόβουλης πολιτικής. Ο φθόνος τον οποίον προκαλεί η φυσική ικανότητα σε κάποιους λιγότερο ικανούς δεν θεραπεύεται με νομοθετικές πράξεις, αλλά με αναγνώριση ότι η κατηγορία των αρίστων αποτελεί κοινωνική ομάδα που χρειάζεται ειδική μεταχείριση. Οχι μόνο για να αξιοποιηθούν οι ικανότητές τους για το καλό του συνόλου, αλλά για να μη μεταλλαχθούν από την εγκατάλειψη σε προβληματικά άτομα. Για όποιον δυσπιστεί με την άποψη αυτή, ή την βρίσκει «ελιτίστικη», κάνω έκκληση στον κοινό νου του αναγνώστη αυτής της στήλης. Σκεφτείτε τους εκπροσώπους των κομμάτων στην κυβέρνηση ή τη Βουλή και πείτε στον εαυτό σας αν βλέπετε τις διαφορές ανάμεσα στους κ. Χατζηδάκη, Στουρνάρα και Δένδια έναντι των κ. Παναγιωτόπουλου και Ρουπακιώτη, τους κ. Σαχινίδη και Μανιάτη έναντι των κ. Παπουτσή και Σκανδαλίδη, τον κ. Σταθάκη έναντι του κ. Λαφαζάνη, το κόμμα της «Δράσης» έναντι του συνόλου των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» κ.λπ., κ.λπ.
Η αναζήτηση αρίστων στον κυβερνητικό χώρο μπορεί να εξασφαλιστεί με έναν σοβαρό ανασχηματισμό. Η επιλογή είναι εύκολη όταν δεν σκιάζεται από την υστεροβουλία. Και επιτέλους υπάρχουν οι «τρελοί και αφοσιωμένοι» στον τόπο αυτό.
Όσοι από εμάς γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια του πολέμου και ήταν μικροί για να θυμούνται τον Εμφύλιο, έζησαν την πιο καλή περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Δεκαετίες ανασυγκρότησης, ανάπτυξης, ευκαιριών, ελπίδας και, τέλος, υλικής ευμάρειας. Η οικονομική άνεση, που προπολεμικά περιοριζόταν σε μερικές εκατοντάδες οικογενειών, διαχύθηκε σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ώστε τα διαμερίσματα και στη συνέχεια τα αυτοκίνητα και τα ταξίδια στο εξωτερικό για ψώνια να γίνουν κοινός τόπος. Από λαός σκληραγωγημένος στις κακουχίες και την ξενιτιά, οι Ελληνες μεταμορφώθηκαν σταδιακά σε μαλθακούς καταναλωτές. Και πολλοί από τους νέους αυτούς Ελληνες, που δεν γνώρισαν από τις οικογένειές τους παρά μόνο τη διαπαιδαγώγηση της ανέχειας, πέρασαν στα παιδιά τους την αυταρέσκεια του γρήγορου πλουτισμού και την περιφρόνηση για οποιοδήποτε εμπόδιο θέτει η νομιμότητα στην ασυδοσία.
Οταν οι απαγορεύσεις της αστικής κοινωνίας και η ηθική του στυλοβάτη της οικογένειας έχασαν την αξιοπιστία τους, οι πρώτοι που το κατάλαβαν ήταν τα παιδιά. Ετσι, για τους ευνοημένους γόνους της δεύτερης και της τρίτης μεταπολεμικής γενεάς η εχθρότητα για τους νόμους και την πολιτική συναίνεση έγινε ένα είδος ιδεολογικής ορθοδοξίας.
Η μετάλλαξη των αστών συνέπεσε και με την κακή συνείδηση δεξιών γόνων για την κακομεταχείριση της Αριστεράς. Καθώς μάλιστα οι αριστεροί κυριαρχούν μεταπολεμικά στον κόσμο της διανόησης, η αποκατάστασή τους έγινε ένα ακόμα στοιχείο της νέας ορθοδοξίας. Δυστυχώς η μεταπολιτευτική Αριστερά αποτέλεσε πρόσθετο σύμπτωμα της συμβατικής μας σκέψης. Οχι μόνο δεν κομίζει τίποτα σχετικό με τα σημερινά μας προβλήματα αλλά αναμασάει τις πιο ξεπερασμένες ιδέες της επαναστατικής αυταρχικότητας.
Στα απομνημονεύματά του για την προπολεμική Αυστροουγγαρία, ο Στέφαν Τσβάιχ έγραφε: «Βρίσκαμε το καινούργιο γιατί ποθούσαμε το καινούργιο, πεινούσαμε για κάτι που μας ανήκε, και ανήκε μόνο σε μας και όχι στον κόσμο των πατέρων μας. Οι νέοι διαθέτουν, όπως ορισμένα ζώα, ένα ένστικτο που τους προειδοποιεί για τις μετεωρολογικές μεταβολές. Κι έτσι η γενιά μας προαισθανόταν, πριν ακόμα το υποπτευθούν οι καθηγητές μας και τα πανεπιστήμια, πως κάτι νέο ερχόταν». Μπορούμε άραγε να πούμε το ίδιο για τους δικούς μας νέους σήμερα, όταν οι πιο ανήσυχοι προσανατολίζονται σε χώρες του εξωτερικού προς αναζήτηση καλύτερης τύχης και οι περισσότεροι ατενίζουν με πίκρα τον χαμένο παράδεισο της πρόσληψης στο Δημόσιο;
Μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια μεταμορφωθήκαμε σε κοινωνία με 1.300.000 συμπολίτες χωρίς κανένα εισόδημα, αριθμός υπερδιπλάσιος από εκείνον του 2007 (Κ. Καλλίτσης, 13/01/13). Αναρωτιόμαστε, για μια ακόμα φορά στη νεότερη ιστορία μας, ποιοι είμαστε, τι μας έχει απομείνει από το παρελθόν μας και, κυρίως, πού πάμε. Η Ευρωπαϊκή Ενωση υπήρξε μια σταθερή για μας αξία και γι’ αυτό στη σημερινή καταχνιά παραμένει ένας φάρος προσανατολισμού. Δεν υπόσχεται όμως η Ε.Ε. επιστροφή στις μέρες των χαμηλότοκων δανείων που χρηματοδοτούσαν τις καταναλωτικές μας συνήθειες. Η διαπαιδαγώγηση της ανέχειας ίσως καταστήσει την επόμενη γενιά πιο λιτοδίαιτη και λιγότερο απαιτητική, αλλά και πιο εφευρετική. Στο μεταξύ, τα προϊόντα της προβληματικής διαπαιδαγώγησης εισέρχονται ήδη στην πολιτική. Διεκδικητικοί, συχνά ανεπάγγελτοι πολιτευτές, μεγαλωμένοι χωρίς γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει, ταλαιπωρούν τον πολιτικό μας βίο. Ποιοι θα αντικαταστήσουν άραγε την προβληματική ηγεσία της σήμερον;
Αισιοδοξία προκαλεί το γεγονός ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου αρχίζει να αποδίδει εξαιρετικά Διοικητικά Συμβούλια για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Εξέχοντες Ελληνες της διασποράς προθυμοποιούνται να υπηρετήσουν την πατρίδα. Θα χρειαστούν ωστόσο αρκετά χρόνια ώσπου το σωτήριο αυτό μέτρο αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Στο μεταξύ, κάποιοι αριστείς της επιστήμης θα πρέπει να εγκαταλείψουν τον εφησυχασμό τους για να αντιμετωπίσουν τους σημερινούς βουλευτές που ανακαλύπτουν την πολιτική πυρίτιδα στον θεσμικά «υπανάπτυκτο» κόσμο.
Παρακολουθήσαμε πρόσφατα δύο διαλέξεις για το πολιτικό παρόν της χώρας μας από δύο γνώστες και φίλους της Ελλάδας. Τον ιστορικό του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, Mark Mazower, και τον ανθρωπολόγο του Πανεπιστημίου Harvard, Michael Herzfeld. Και οι δύο ομιλητές επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και σε ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει: τον σωβινισμό, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία, την απομόνωση και τη βία. Ο Mazower ακολούθησε το παράδειγμα του Eric Hobsbawm, ο οποίος θεώρησε τη σύγκριση κομμουνισμού και ναζισμού ηθικό ατόπημα, αφού ο πρώτος αποσκοπεί στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων, ενώ ο δεύτερος στις παράφορες και απάνθρωπες επιδιώξεις του. Βέβαια ο μαρξισμός είναι παιδί του Διαφωτισμού και του ρασιοναλισμού, ενώ ο φασισμός - ναζισμός, απότοκος του ρομαντισμού και του αντιδιαφωτισμού, ωστόσο και οι δύο έχουν μια από κοινού περιφρόνηση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Χωρίς τον έλεγχο που ασκεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα και το κράτος δικαίου, οποιοδήποτε καθεστώς μπορεί να εκτραπεί σε πράξεις ολοκληρωτισμού και βαρβαρότητας, ανεξαρτήτως δηλωμένων προθέσεων. Οι μεν στα γκουλάγκ και οι δε στα στρατόπεδα του θανάτου.
Η Ελλάδα με την κατακερματισμένη κοινωνία της δεν υπήρξε ποτέ ευεπίφορη στις μαζικές ιδεολογίες. Τόσο ο κομμουνισμός όσο και ο ελάχιστος στην Ελλάδα φασισμός, ήταν προϊόντα των εκτάκτων συνθηκών που προκάλεσε η μικρασιατική καταστροφή. Το ΚΚΕ απέκτησε ερείσματα στα αστικά κέντρα που έγιναν καταφύγιο για τους ενδεείς πρόσφυγες, ενώ η φασίζουσα οργάνωση «Τρία Έψιλον» της Θεσσαλονίκης κατευθυνόταν από πρόσφυγες οι οποίοι ανταγωνίζονταν με τους άστεγους Εβραίους, τα θύματα της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917, για τα ελάχιστα καταλύματα της πόλης.
Πέρα όμως από τις έκτακτες συγκυρίες που εξηγούν τη γένεση των μαζικών ιδεολογιών, οι παραδοσιακές δομές της ελληνικής κοινωνίας αντιστρατεύονταν τις οριζόντιες συσπειρώσεις των ιδεολογικών άκρων. Από το τέλος του Αγώνα το ελληνικό κράτος παρέλαβε μια κατακερματισμένη κοινωνία φατριών. Κάθε φατρία διέθετε τη δική της ηγεσία και ιεραρχία και όλες μαζί πολιορκούσαν το κράτος για ρουσφέτια και παροχές.
Η ασφαλέστερη εκδήλωση αντίθεσης προς το κράτος υπήρξε πάντα η περιφρόνηση των νόμων και η άμυνα του κράτους, η αυστηρή τιμωρία των παρανομούντων. Οταν το κράτος χάνει την ενότητά του, ενδίδει ευκολότερα στην παρανομία. Η έξαρση της ανομίας συνοδεύει περιόδους όπως του διχασμού, της κατοχής και του εμφυλίου. Οι αδύναμες πολιτικές ηγεσίες, καλή ώρα οι σημερινές, προκαλούν με τη φοβισμένη ανοχή τους προς την ανομία την επιδείνωση του φαινομένου.
Με τη μεταπολιτευτική νομιμοποίηση του ΚΚΕ αρχίζει περίοδος διεκδικήσεων και εκδηλώσεων που προκαλούν τη νομιμότητα. Παράλληλα γεννιούνται νέοι αριστεροί σχηματισμοί, οι οποίοι θεωρούν την περιφρόνηση των νόμων κορωνίδα της ιδεολογίας τους. Χαρακτηριστικά φαινόμενα είναι το σύνθημα του ΚΚΕ «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», οι πολλές καταλήψεις του πανεπιστημίου και οι επιδρομές του ΠΑΜΕ σε λιμάνια και υπουργεία. Όμως και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν υστερεί σε δηλώσεις ότι θα εμποδίσει τον νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που πέρασε στη Βουλή με 80% ψήφους υπέρ. Ακολουθούν οι «αρματολοί» πρυτάνεις με δηλώσεις ότι θα πολεμήσουν τον νόμο, ενώ εξίσου μαχητικοί εμφανίζονται οι αξιοθρήνητοι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» και βέβαια η φοβερή «Χρυσή Αυγή». Βλέπουμε συνεπώς την ανομία ως γενεσιουργό αιτία της παράλυσης που ακολουθεί. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι παρά επιφαινόμενο της κρίσης αλλά και της κρατικής ανοχής προς την ανομία.
Όταν το κράτος δικαίου δοκιμάζεται, η Δημοκρατία παραμερίζει για να περάσει η αυθαιρεσία και ως γνωστόν τα μεγαλύτερα θύματα της αυθαιρεσίας είναι οι πιο ευάλωτοι πολίτες και όχι βέβαια οι ισχυροί. Αυθαιρεσίες άφθονες γνωρίζουμε από τους συνδικαλιστές των συγκοινωνιών, των πλοίων και ενίοτε μας θυμάται και ο κ. Φωτόπουλος. Η ανομία εύκολα προάγεται σε εγκληματική πράξη. Η δολοφονία τριών νέων ανθρώπων στη Marfin από μασκοφόρους της Αριστεράς μας θυμίζει πόσο λίγο απέχουμε από το έγκλημα, όταν περιφρονούνται οι νόμοι. Όσο για τη φοροδιαφυγή, είναι φαινόμενο που αποτελεί προμετωπίδα της ελληνικής ανομίας.
Απορώ πώς οι φίλοι μας του εξωτερικού δεν σκέφτηκαν αυτή την πρωταρχική απειλή για κάθε δημοκρατία, αντί των επιφαινομένων;
Βρισκόμαστε πάλι σε περίοδο μετάβασης που ουδείς γνωρίζει ποιο αντίκτυπο θα έχει στον καθημερινό μας βίο. Ανάμεσα στο 1990 και το 2010 ο αριθμός των ατόμων που ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχιας με 1.25$ την ημέρα, μειώθηκε από 43% σε 21%. Μια μείωση της τάξης του 1,1 δισεκατομμυρίου από το συνολικό πληθυσμό των 7 δισεκατομμυρίων. Η Δύση, αφού μεταμόρφωσε ολόκληρο τον κόσμο σύμφωνα με τα πολιτισμικά, οικονομικά και πολιτικά της πρότυπα, πληρώνει τώρα το τίμημα της επιτυχίας της. Η ευζωία του μέσου δυτικού ανθρώπου επιβαρύνει το κόστος της παραγωγής του. Οι δυτικές εταιρείες εδώ και πολλά χρόνια στέλνουν τα κεφάλαιά τους σε χώρες του Τρίτου κόσμου, ανατρέποντας την πρόβλεψη του Καρόλου Μαρξ ότι τα καπιταλιστικά κέντρα θα ρουφήξουν την ικμάδα της περιφέρειας. Ήδη, οι εξαθλιωμένες κάποτε Κίνα, Ινδία και Βραζιλία (μεταξύ άλλων) με τον μισό περίπου πληθυσμό του πλανήτη, διεκδικούν σε μια-δύο δεκαετίες τα σκήπτρα των μεγαλύτερων οικονομιών της γης. Τα κομμουνιστικά κόμματα εγκατέλειψαν προ πολλού το διεθνιστικό τους πρόγραμμα και αναζητούν την προστασία των εργαζομένων στην εθνική αναδίπλωση κάθε πατρίδας τους. Ωστόσο, θέλοντας και μη, οι χώρες των δυτικών ανθρώπων παραδίδουν τα σκήπτρα της ισχύος στις μεταλλαγμένες πρωτεύουσες της Ασίας.
Είναι άραγε η παρατεταμένη ύφεση στην Ευρώπη με 26 εκατομμύρια ανέργους, μη αναστρέψιμη; Ποια πολιτική θα επιλέξει μετά τις εκλογές του φθινοπώρου η ισχυρότερη οικονομική δύναμη της ηπείρου μας; Την εμβάθυνση της Ευρωζώνης, τον περιορισμό της σε έναν κύκλο εκλεκτών της οικονομίας ή τη διάλυση της νομισματικής ένωσης και την επιστροφή των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών στην πριν από την ΕΟΚ κατάσταση ανταγωνισμού; Θα αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαίοι τον διεθνή ανταγωνισμό ως κατακερματισμένες κρατικές οντότητες; Σε τι κατάσταση θα περιέλθει η Ελλάδα εκτός του σημερινού συστήματος της Ε.Ε.; Όπως εξήγησε ο Χριστόφορος Πισσαρίδης στο Μέγαρο Μουσικής, εάν η χώρα μας εγκαταλείψει ή εγκαταλειφθεί από το ευρώ, θα επιστρέψει σε εθνικό νόμισμα το οποίο ουδείς θα θέλει στο εξωτερικό και εσωτερικό. Θα πρέπει συνεπώς να μάθει να επιβιώνει χωρίς ορισμένα βασικά εισαγόμενα είδη. Ο κ. Τσίπρας προτιμάει την ασάφεια του «ναι μεν ευρώ, αλλά» κατακεραυνώνει τους οπαδούς του Μνημονίου. Η πεποίθησή του ότι μπορούμε να διαπραγματευτούμε νέα χαμηλότοκα δάνεια και «κουρέματα» χωρίς να υποβληθούμε σε θυσίες και μεταρρυθμίσεις, μας παραπέμπει στην ανέμελη νιότη του.
Και ενώ η κυβέρνησή μας πασχίζει να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του δανείου χωρίς να διώξει δημοσίους υπαλλήλους, οι σχέσεις με την Τουρκία έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο. Ευτυχώς ο κ. Ερντογάν υπήρξε πολύ απασχολημένος με την προσπάθεια να καθυποτάξει τους στρατιωτικούς του και τώρα το σύνολο των διαμαρτυρομένων αντιπάλων του, ώστε να μην έχει χρόνο να αναπτύξει επικίνδυνες εις βάρος μας πρωτοβουλίες. Τα τρία τελευταία χρόνια η μελέτη της Τουρκίας και των εκκρεμοτήτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λιμνάζουν. Στην ελληνική Βουλή, ωστόσο, η δεξιά αντιπολίτευση επιδίδεται σε ασκήσεις άγονου πατριωτισμού χωρίς να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες μιας ελληνοτουρκικής κρίσης. Τα πολλά χτυπήματα που δέχεται η Κύπρος και ο ζήλος των ΗΠΑ να αποκαταστήσουν τις σχέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία, προσθέτουν ένα ακόμα πρόβλημα στην ελληνική διπλωματική ατζέντα.
Ένας κυβερνητικός ανασχηματισμός θα ήταν πολύ χρήσιμος σήμερα, αλλά αν οι προβλέψεις της «Καθημερινής» περί «βασικών πυλώνων» της κυβέρνησης επαληθευτούν, τότε η όποια αισιοδοξία θα αποδειχθεί αδικαιολόγητη. Ο Κώστας Ιορδανίδης μας ξαναφέρνει στην πραγματικότητα όταν παρατηρεί ότι «η πολιτική στην Ελλάδα βρίσκεται σε εγγενή διάσταση με την κοινωνία από συστάσεως ελληνικού κράτους» («Κ», 21-04-2013). Θα έλεγα μάλλον ευτυχώς γιατί η πολιτική μας ηγεσία των πρώτων 150 ετών τουλάχιστον υπήρξε υψηλού επιπέδου. Τα τελευταία 20 - 30 χρόνια οι πολιτικοί μας έγιναν αντιπροσωπευτικότεροι του μέσου όρου της κοινωνίας που τους εκλέγει. Κανείς όμως δεν φαίνεται ευχαριστημένος από το φαινόμενο αυτό. Οι εχέφρονες ψηφοφόροι θα προτιμούσαν να βρίσκονται επικεφαλής οι άριστοι, αντί ηγετών αντιπροσωπευτικών του μέσου όρου. Είναι παρήγορο ότι και αριστεροί διανοητές όπως ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, επιτιμούν τον επείσακτο λαϊκισμό μας ο οποίος υπονομεύει την εκπαίδευση, την επιλογή δημόσιων λειτουργών και τον πολιτικό βίο γενικότερα. «Ιδιαίτερα ιλαροτραγική παρουσιάζεται η θέση της “Αριστεράς», η οποία, όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα “λαϊκά» αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής αίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται “λαός” - υποχρεώνεται δηλαδή να προωθεί την εκποίηση της χώρας εφόσον ο “λαός” την απαιτεί”. (Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, σ. 63).
Ο λαϊκισμός της Δεξιάς και της Αριστεράς αποπροσανατολίζει τους πάσχοντες από τα μέτρα λιτότητας με ένα κατηγορητήριο που μεταθέτει τις ευθύνες για την κρίση στους έξω και χαρακτηρίζει τα χαμηλότοκα δάνεια τα οποία μας προσφέρουν (αλλά μπορούμε να αρνηθούμε) σαν «τοκογλυφικά». Όταν ξεκαθαρίσει το τοπίο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και φύγουν οι τελευταίοι «αντιστασιακοί» πρυτάνεις, το πρώτο μέλημα των ανανεωμένων ΑΕΙ θα πρέπει να είναι η στόχευση του λαϊκισμού.