«Η πρότασή μας διαφοροποιείται από αυτή της κυβέρνησης γιατί δεν υπολογίζει την ανταποδοτική σύνταξη με βάση έναν μαθηματικό τύπο αλλά βασίζεται κυρίως σε αυτό που λέγεται νοητή κεφαλαιοποίηση, δηλαδή, υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εισφορών που ο κάθε εργαζόμενος χωριστά έχει πληρώσει στη διάρκεια του εργασιακού βίου. Είναι μια τελείως διαφορετική λογική, σκοπός της οποίας είναι κυρίως να συνδεθεί η σύνταξη με τις εισφορές και μέσω αυτού να υπάρξει κίνητρο για τον εργαζόμενο κάθε φορά και η αίσθηση ότι υπάρχει ανταποδοτικότητα, η οποία κατά τη γνώμη μας διαταράσσεται με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο», τόνισε ο βουλευτής Λάρισας με το Ποτάμι, κ. Κώστας Μπαργιώτας, στη συζήτηση της β’ ανάγνωσης του σχεδίου νόμου «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων».
Ο κ. Μπαργιώτας αναφέρθηκε στην ανεπάρκεια του προτεινόμενου ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο ολόκληρη η Ευρώπη έχει απορρίψει, λέγοντας ότι «υπόκειται στις ανάγκες της συγκυρίας και σε πολιτικές σκοπιμότητες, όποιες και να είναι αυτές, θετικές ή αρνητικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι διαταράσσει το αίσθημα της δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης που πρέπει να έχει ο εργαζόμενος απέναντι στο ασφαλιστικό του ταμείο, σε σχέση με τις εισφορές του. Είναι βασισμένο σε συστήματα άμεσα διανεμητικά, τα οποία μέχρι τη δεκαετία του 1990 λειτουργούσαν μια χαρά στην Ευρώπη. Όμως, το δημογραφικό, η ύφεση και η ανεργία οδήγησαν σε αδιέξοδο πολλές χώρες, οι αναλογιστικές τους μελέτες δεν έβγαιναν και το αποτέλεσμα είναι να περάσουν σε κάτι διαφορετικό και το διαφορετικό για τους περισσότερους ήταν τα συστήματα τριών πυλώνων».
Στη συνέχεια επεσήμανε την διαχρονική απροθυμία του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει σε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος λέγοντας, «απέφυγαν να την κάνουν οι προηγούμενοι, σπρώχνοντας, ελπίζοντας ότι θα σπρώξουν το πρόβλημα στο 2020, διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα και από τα capital controls και το πρόβλημα επανήλθε οξύτερο στο 2016 και ουσιαστικά προσπαθούμε να κάνουμε μια μεταρρύθμιση, κάνουμε έναν ολόκληρο κύκλο, ο οποίος κλείνει και πάμε σε έναν καινούργιο, περικοπών, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε αυτό που πραγματικά οφείλουμε να κάνουμε: Ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα».
Κλείνοντας αναφέρθηκε στο βασικό πρόβλημα του νομοσχεδίου, την άνιση μεταχείριση μεταξύ των γενεών, λέγοντας «η έλλειψη της ανταποδοτικότητας και της διαγενεακής ισορροπίας και δικαιοσύνης στο παρόν νομοσχέδιο, το γεγονός δηλαδή ότι ουσιαστικά καταληστεύει τους νέους εργαζόμενους, για να μπορέσει να πληρώσει τις υφιστάμενες συντάξεις, δίνοντας ταυτόχρονα εγγυήσεις στην πραγματικότητα ότι οι νέοι θα πάρουν πολύ λιγότερα χρήματα όταν θα έρθει η ώρα να συνταξιοδοτηθούν, είναι το κύριο πρόβλημα του του νομοσχεδίου. Δεν είναι ισορροπημένο και δεν είναι δίκαιο ανάμεσα στις γενεές. Κάτι που πιστοποιείται και από την αναλογιστική μελέτη που κατέθεσε ο υπουργός, όπου το σύστημα φαίνεται βιώσιμο αρκεί μετά το 2018 να προσαρμοσθούν οι συντάξεις των παλαιών ασφαλισμένων με αυτές των νέων».
Ακολουθεί η απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του κ. Μπαργιώτα:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΑΡΓΙΩΤΑΣ (Ειδικός Αγορητής του «Ποταμιού»): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έτσι όπως συνθλίβεται η β΄ ανάγνωση, η οποία υποτίθεται πρέπει να γίνεται μετά από κάποιο χρόνο και με την ευκαιρία να ξαναδεί κανείς όλα τα δεδομένα, ανάμεσα στη χθεσινή συνεδρίαση και στην αυριανή Ολομέλεια, θα προσπαθήσω να ξεφύγω από το κλασικό αντιπολιτευτικό και την επισήμανση επιμέρους διαφορών ή προβλημάτων όπως έγινε, πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου, σε μερικές περιόδους.
Κύριε Υπουργέ, μόνο αυτό, το θέμα των εκπαιδευτικών ίσως θα πρέπει να το δείτε μιας και έχουν την ιδιορρυθμία που έχουν και πολύ χαίρομαι που θα υιοθετήσετε την τροπολογία για τα ΑμΕΑ.
Θα προσπαθήσω σήμερα κυρίως να αναφερθώ στην πρόταση που έχουμε εμείς και που, κατά τα φαινόμενα, είναι διαφορετική από των περισσότερων για την προσέγγιση στο ασφαλιστικό δηλαδή και στη μακροχρόνια λύση του. Δεν είναι πολλά, τα ξέρετε. Μια που μέχρι το δεύτερο πυλώνα, μάλλον συμφωνήσαμε, κ. Υπουργέ και χαίρομαι. Βέβαια δεν συμφωνήσαμε νομοθετικά, δεν αποτυπώθηκε νομοθετικά.
Η πρότασή μας είναι μια πρόταση τριών πυλώνων, όπως συνήθως λέγεται. Ο πρώτος πυλώνας είναι ο πυλώνας που εισάγει το νομοσχέδιο, η κύρια σύνταξη που χορηγείται από το κράτος και τα δημόσια ταμεία -έχουμε διαφορές, θα τις πούμε μετά- τα επαγγελματικά ταμεία που συστήνουν και διαχειρίζονται επαγγελματικές ενώσεις ή κλάδοι, μηχανικοί, γιατροί κ.λπ. και είναι ουσιαστικά κεφαλοποιητικά από τις εισφορές, αξιοποιούν ένα μέρος των υποχρεωτικών εισφορών, αλλά όχι μόνο αυτά και υπάρχει και ένας τρίτος κλάδος, ο οποίος είναι προαιρετικός και μπορεί να γίνει μέσω των επαγγελματικών ταμείων ή ανεξάρτητα και εμπλέκει και την ιδιωτική ασφάλιση. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η ιδιωτική ασφάλιση είναι ανεπιθύμητη και τα κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα είναι κάτι που εξισώνεται με το κακό και το τοξικό. Είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί.
Η πρόταση για την κύρια σύνταξη διαφοροποιείται από τη συγκεκριμένη κυρίως γιατί δεν μετράει, δεν υπολογίζει τη σύνταξη την ανταποδοτική το δεύτερο κομμάτι με βάση έναν μαθηματικό τύπο, τα χρόνια υπηρεσίας και έναν μαθηματικό τύπο για όλους τους εργαζόμενους με τον ίδιο τρόπο, αλλά βασίζεται κυρίως σε αυτό που λέγεται νοητή κεφαλαιοποίηση, δηλαδή, υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εισφορών που ο κάθε εργαζόμενος χωριστά έχει πληρώσει στη διάρκεια του εργασιακού βίου. Είναι μια τελείως διαφορετική λογική, σκοπός της οποίας είναι κυρίως να συνδεθεί η σύνταξη με τις εισφορές και μέσω αυτού να υπάρξει κίνητρο για τον εργαζόμενο κάθε φορά και η αίσθηση ότι υπάρχει ανταποδοτικότητα, η οποία κατά τη γνώμη μας διαταράσσεται με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Έτσι το κύριο κίνητρο και για τα δύο, επαγγελματικό ταμείο και για ιδιωτική ασφάλιση -που μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και υπάρχουν διάφορες συζητήσεις που πρέπει να γίνουν εδώ, συμφωνούμε μέχρι τα επαγγελματικά ταμεία, δυστυχώς συζήτηση δεν έγινε, θα μπορούσε να νομοθετηθεί τώρα ή να ενεργοποιηθεί η πρόβλεψη του παλιού νόμου που είναι ανενεργή- το κύριο κίνητρο είναι η δυνατότητα για μεγαλύτερη σύνταξη μέσω ενός τρόπου έμμεσης αποταμίευσης, ο οποίος μπορεί να ενθαρρυνθεί με διάφορους τρόπους φορολογικά κίνητρα κ.ο.κ..
Ο κύριος σκοπός είναι η συσχέτιση με τις εισφορές, όπως είπα. Επιτείνονται γενικώς τα κίνητρα του εργαζόμενου με αυτό τον τρόπο και το να συνεισφέρει στο ασφαλιστικό, να δώσει ως εισφορές δηλαδή και παραπάνω εισφορές και να παραμείνει στην εργασία του, καθώς κεφαλαιοποιεί. Όσο περισσότερο μένει τόσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο από το οποίο περιμένει να πάρει σύνταξη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο άρχισαν να χρησιμοποιούνται αυτού του τύπου τα ασφαλιστικά συστήματα στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων. Το σημερινό νομοσχέδιο, παρά τις αντιπαραθέσεις και τις διαφορές, στην ουσία, είναι το ίδιο στη λογική με την οποία υπολογίζει την κύρια σύνταξη με το προηγούμενο, με το νομοσχέδιο Κουτρουμάνη – Λοβέρδου ουσιαστικά και τις βελτιώσεις που έγιναν, υπολογίζει με τον ίδιο τρόπο, με έναν μαθηματικό τύπο, ο οποίος έχει ένα πολύ μεγάλο μειονέκτημα που φαίνεται πολύ καθαρά σήμερα. Υπόκειται στις ανάγκες της συγκυρίας και σε πολιτικές σκοπιμότητες, όποιες και να είναι αυτές, θετικές ή αρνητικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι διαταράσσει το αίσθημα της δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης που πρέπει να έχει ο εργαζόμενος απέναντι στο ασφαλιστικό του ταμείο, σε σχέση με τις εισφορές του.
Η διαφορά, εδώ η σημαντική είναι ότι οι νέοι συντελεστές στην πραγματικότητα οδηγούν σε μεγαλύτερες περικοπές από τις προηγούμενες, σε σχέση πάντα με το 2009. Όχι απλώς δεν γυρίζουμε στο 2009, όπως ήταν η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, πάμε σε μεγαλύτερες περικοπές από αυτές που έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες φτάνουν μέχρι το 30%. Απαντά, όμως, στα προβλήματα της συμμόρφωσης προς το Συμβούλιο της Επικράτειας, μια και το στέλνει ουσιαστικά στο 18% - τις περικοπές εννοώ που κρίθηκαν αντισυνταγματικές- νομιμοποιεί όλες τις περικοπές που έχουν γίνει μέχρι εδώ, οι οποίες ήταν επί των συντάξεων και φαίνονταν με διάφορους τρόπους, περικόπτει ριζικά τις συντάξεις των νέων –το φέρνει μπροστά, από το 2022, το φέρνει στο 2018- και αυτό είναι ένα σημείο, που έχει αρκετό ενδιαφέρον και προετοιμάζει το έδαφος για περαιτέρω προσαρμογή στις καταβαλλόμενες συντάξεις από το 2018. Νομίζω ότι θα υπάρξει καινούργιος κύκλος.
Είναι πάντα στα πλαίσια της ίδιας φιλοσοφίας που λέει «pay as you go», όπως λέγονται αυτά τα συστήματα, είναι ένα σύστημα άμεσα διανεμητικό, καθαρά διανεμητικό, συστήματα τα οποία μέχρι τη δεκαετία του 1990 λειτουργούσαν μια χαρά στην Ευρώπη. Όμως, το δημογραφικό, η ύφεση και η ανεργία οδήγησαν σε αδιέξοδο πολλές χώρες, οι αναλογιστικές τους μελέτες δεν έβγαιναν και το αποτέλεσμα είναι να περάσουν σε κάτι διαφορετικό και το διαφορετικό για τους περισσότερους ήταν τα συστήματα τριών πυλώνων.
Άρα, η βασική μας διαφορά αυτής της πρότασης με την πρόταση που σήμερα συζητάμε τη νομοθετική, είναι η διαφορά φάσης. Ουσιαστικά έχουμε υιοθετήσει και προτείνουμε τη φιλοσοφία η οποία χρησιμοποιήθηκε για να μεταρρυθμιστούν τα συστήματα σαν αυτό που προσπαθεί να στήσει σήμερα η Κυβέρνηση. Είμαστε, δηλαδή, ένα βήμα μπροστά. Είπα και χθες ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι αναχρονιστικό, με τη λογική ότι στοχεύει να δημιουργήσει ένα σύστημα, το οποίο έχει σε άλλα κράτη που έχουν ανάλογα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με τα δικά μας, έχει μεταρρυθμιστεί ήδη δύο φορές από τότε. Αυτή είναι η βασική διαφορά και στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αυτό δεν είναι μεταρρύθμιση, είναι μια εισπρακτική προσπάθεια δημοσιονομική, η οποία έχει συμφωνηθεί, πρέπει να κοπεί 1,8 δισ., αλλά αυτό είναι διαφορετικό από τη δημιουργία ενός ασφαλιστικού, το οποίο θα διαρκέσει για τα επόμενα 30-40 χρόνια και θα μπορέσει να αντεπεξέλθει και να εγγυηθεί τις συντάξεις του ελληνικού λαού στην πραγματικότητα.
Στην πραγματικότητα η μεταρρύθμιση αυτού του τύπου είναι ανεπιθύμητη απ' όλο το πολιτικό σύστημα. Απέφυγαν να την κάνουν οι προηγούμενοι, σπρώχνοντας, ελπίζοντας ότι θα σπρώξουν το πρόβλημα στο 2020, διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα και από τα capital controls, το πρόβλημα επανήλθε οξύτερο στο 2016 και ουσιαστικά προσπαθούμε να κάνουμε μια μεταρρύθμιση, κάνουμε έναν ολόκληρο κύκλο, ο οποίος κλείνει και πάμε σε έναν καινούργιο, περικοπών, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε αυτό που πραγματικά οφείλουμε να κάνουμε: Ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Διάλογος, δυστυχώς, δεν έγινε. Νομίζω ότι δεν είναι στο βεληνεκές, δεν είναι στις επιδιώξεις της Κυβέρνησης κάτι τέτοιο. Στις επιδιώξεις της Κυβέρνησης είναι η σταθεροποίηση η πολιτική της πολιτικής αβεβαιότητας μέχρι το 2018. Δεν ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Όμως, το 2018 θα είμαστε ξανά εδώ, όσοι θα είναι εδώ, συζητώντας κάτι ανάλογο, το οποίο θα είναι ακόμη χειρότερο για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, από αυτό που έρχεται σήμερα.
Ήμασταν και είμαστε υπέρ των συζητήσεων. Αποδεικνύεται ότι ακόμη και ο κ. Κατρούγκαλος, που υπήρξε βίαια αντίθετος σε οποιοδήποτε διάλογο στην προηγούμενη περίοδο, όσο το κόμμα του ήταν στην αντιπολίτευση, συμφωνεί με πολλούς τρόπους. Το κόμμα σας ήταν πάντα αντίθετο, είχε υιοθετήσει πάντα μια καταγγελτική λογική, η οποία δεν απέβη σε κανένα διάλογο. Συμφωνείτε μέχρι και τα επαγγελματικά ταμεία. Καλό είναι αυτό. Νομίζω, όμως, ότι για να περάσουμε -και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σε αυτό- ασφαλιστικό βιώσιμο μακροπρόθεσμα με τις ρυθμίσεις που αυτό χρειάζεται και δεν είναι καθόλου ευχάριστες - δεν υπάρχει καμία λύση, η οποία να είναι ευχάριστη και να έχει την και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο- για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται αυτό που ο κ. Γιαννίτσης ονόμασε «ενεργητικές συμπράξεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνικών εταίρων».
Εμείς είμαστε πάντα υπέρ μιας τέτοιας τακτικής και νομίζω ότι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο. Θα ξαναχρειαστεί να συζητήσουμε για το ασφαλιστικό, γιατί στην πράξη νομίζω ότι η συζήτηση μπορεί να αρχίσει από σήμερα ή από αύριο που θα ψηφισθεί το νομοσχέδιο.
Θα ξαναχρειαστεί να συζητήσουμε για το ασφαλιστικό, γιατί στην πράξη νομίζω ότι η συζήτηση μπορεί να αρχίσει από σήμερα ή από αύριο που θα ψηφιστεί το νομοσχέδιο. Θα χρειαστεί το 2018 να ξαναδούμε από την αρχή το πρόβλημα. Ήδη η αναλογιστική μελέτη που κατατέθηκε λέει, ότι είναι βιώσιμη η λύση που προτείνει ο κ. Κατρούγκαλος με τη διαφορά ότι δεν έχει, όπως λέει η ίδια δεν έχει συνυπολογίσει την προσωπική διαφορά και την εγγύηση της ήδη υφιστάμενης σύνταξης. Αυτό σημαίνει, ότι το σύστημα είναι βιώσιμο χωρίς υπό την προϋπόθεση, ότι θα υπάρξουν για όλους οι μειώσεις που προβλέπονται για τους νέους. Αυτό είναι κάτι που πάει για το 2018, αλλά το κύριο πρόβλημα είναι, ότι τα ασφαλιστικά συστήματα, με όλους τους δυσμενείς όρους του δημογραφικού της τεράστιας ύφεσης και των άλλων προβλημάτων της εισφοροδιαφυγής και όλων των προβλημάτων που συσσωρεύονται δεν είναι βιώσιμο και τα ξαναχρειαστεί να συζητηθεί.
Πρέπει να δούμε χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες και ιδεοληψίες ένα καινούργιο σύστημα, το οποίο θα αποκαθιστά την εμπιστοσύνη του κόσμου προς το ασφαλιστικό, αλλιώς ουσιαστικά δουλεύουμε για ιδιωτικά συμβόλαια, όσων μπορούν να εισφοροδιαφεύγουν και όπως ξέρετε είναι πολλοί. Στην ουσία αυτό κάνουμε, όσο δεν κάνουμε μια βιώσιμη ουσιαστική λύση. Η έλλειψη της ανταποδοτικότητας και της διαγενεακής ισορροπίας και δικαιοσύνης στο παρόν νομοσχέδιο, το γεγονός δηλαδή ότι ουσιαστικά καταληστεύει τους νέους εργαζόμενους, για να μπορέσει να πληρώσει τις υφιστάμενες συντάξεις, δίνοντας ταυτόχρονα εγγυήσεις στην πραγματικότητα ότι οι νέοι θα πάρουν πολύ λιγότερα χρήματα όταν θα έρθει η ώρα να συνταξιοδοτηθούν, είναι το κύριο πρόβλημα του του νομοσχεδίου. Δεν είναι ισορροπημένο και δεν είναι δίκαιο ανάμεσα στις γενεές. Επίσης δεν είναι δίκαιο ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και στους διάφορους εργασιακούς κλάδους, καθώς η οριζόντια εισφορά του 20% στην πραγματικότητα είναι άδικη για μερικούς και ευνοεί κάποιους άλλους.
Τέλος δεν λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι δεκάδες στρεβλώσεις, που υπάρχουν στο σύστημα μέχρι σήμερα, πράγματα όπως το γεγονός ότι οι ίδιες σε χρήματα σε συντάξεις επιδοτούνται με δραματικά διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν συντάξεις των 1500 € να πω ένα παράδειγμα τυχαίο, που επιδοτούνται κατά 70% από τον προϋπολογισμό και άλλες που επιδοτούνται κατά 10%, περικόπτονται με τον ίδιο τρόπο, όλα αυτά διαταράσσουν το αίσθημα εμπιστοσύνης των ασφαλισμένων. Νομίζω είναι το σημαντικότερο μειονέκτημα του Νομοσχεδίου και η νάρκη που πραγματικά θα υπονομεύσει την ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, ελπίζει κανείς ότι το 2018 θα ξαναλλάξει. Σας ευχαριστώ.