Τριάντα χρόνια στη δημοσιογραφία έχω γνωρίσει τους περισσότερους πολιτικούς. Ολοι μπορούσαν μόνοι τους και κανείς δεν ήθελε να βοηθήσει τον άλλο. Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε με τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου. Ηταν και οι δύο νέοι, είχαν ονόματα σύμβολα και κανείς δεν θα τους έλεγε προδότες αν συνεργαζόντουσαν. Θα έσωζαν την Ελλάδα και θα έμεναν στην Ιστορία. Αλλά τι θα έκαναν οι κομματικοί στρατοί αν υπήρχε συμφωνία. Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Η χώρα να είναι σχεδόν σε έκτακτη ανάγκη - όχι σήμερα, τα τελευταία τρία χρόνια.
Δεν το περίμενα να συμβεί έτσι. Είχα σχεδιάσει μάλιστα δύο εκπομπές. Ηθελα να πάω στα Κατεχόμενα και συζητούσαμε για μια εκπομπή για τα ψάρια του Αιγαίου. Οχι ταξιδιωτική, ούτε θα ψαρεύαμε για να φάμε - έχει άλλωστε τόσο πολύ κουτάλα η τηλεόραση που δεν έχω όρεξη ούτε πιρούνι να απλώσω. Θα πηγαίναμε όμως να πάρουμε από τους ψαράδες στους Φούρνους, στην Ικαρία, στη Σάμο, δείγματα από τις ψαριές τους. Είχαμε συνεννοηθεί με τα παιδιά του Αρχιπελάγους να τα εξετάσουν και να δούμε πόσο έχει προχωρήσει το κακό. Γιατί θα το έχετε μάθει, τα ψάρια του Αιγαίου έχουν πια πλαστικό. Απ' τις χωματερές μας δηλαδή που χύνονται στη θάλασσα. Θυμάμαι πριν 4-5 χρόνια ήμουν Πάσχα σε ένα όμορφο νησί. Κολύμπησα, ήμασταν μαζί με τον Αντώνη Σουρούνη, τον συγγραφέα, μεγάλο χειμερινό κολυμβητή, και όταν βγήκαμε διαπιστώσαμε ότι είχε κολλήσει πάνω μας μια γλίτσα. Με τα πολλά ανακαλύψαμε ότι η απομονωμένη μαγευτική παραλία ήταν πολύ κοντά στη χωματερή του νησιού και εκεί κατέληγαν και τα λύματα της αρχοντικής ορεινής «πρωτεύουσας».
Την επόμενη μέρα ο Δήμος γέμισε τον ουρανό με βεγγαλικά. Πόλεμος ολόκληρος. Βεγγαλικά και το επόμενο μεσημέρι. Μαζί με κρασιά και κεράσματα στους δρόμους. Και ο διάολος το έκανε και συνάντησα τον δήμαρχο. «Κάναμε τη νύχτα μέρα» μου υπερηφανεύτηκε. Χαμογέλασα αλλά δεν δίστασα. Τον ρώτησα για την παραλία με τα λύματα. «Θέλει πολλά λεφτά ρε φίλε, τι να κάνουμε;». Και για τα βεγγαλικά πόσα δώσατε; «Ε μια πενηντάρα θα έφυγε». Εννοούσε 50.000 ευρώ. Ηταν ακόμη εποχές που λεφτά υπήρχανε. Δεν θυμάμαι αν του απάντησα. Η μέρα μου πάντως χάλασε.
Το ίδιο χάλια ένιωσα τώρα το φθινόπωρο στα Τίρανα. Περπάταγα βιαστικός στην κεντρική πλατεία ώσπου έπεσα επάνω σε μια παρέα κοριτσιών. Από μακριά άρχιζαν να μου φωνάζουν αλλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι. Νόμιζα ότι φώναζαν κάποιον άλλο. Αλλά πόσοι «Σταύροι» υπήρχαν στην Πλατεία Σκεντέρμπεη των Τιράνων; Τέλος πάντων. Τα κορίτσια ήταν από την Ελλάδα. Ηπειρώτισσες. Δεν είχαν περάσει στα ελληνικά πανεπιστήμια και είχαν έρθει φοιτήτριες στα Τίρανα. Με κέρασαν γλυκό και με ρωτούσαν για την Ελλάδα. Χαμογελούσα και εδώ αλλά η ψυχή μου είχε μαυρίσει. Κάπως έτσι βρέθηκα ένα βράδυ να σκέφτομαι «δεν παρατάς τις εκπομπές μήπως και κάνεις κάτι σημαντικότερο». Αμαρτία είναι να το συγκρίνω και ίσως και να κάνω λάθος αλλά ναι μάλλον είναι σημαντικότερο. Ετσι τουλάχιστον επέμεναν όλους αυτούς τους μήνες οι φίλοι μου. «Μπες μπροστά ρε Σταύρο. Εσένα σε ξέρει ο κόσμος. Μήπως καταφέρουμε να αλλάξουμε κάτι». Εδώ είμαστε λοιπόν. Το Ποτάμι.
Τριάντα χρόνια στη δημοσιογραφία έχω γνωρίσει τους περισσότερους πολιτικούς. Ολοι μπορούσαν μόνοι τους και κανείς δεν ήθελε να βοηθήσει τον άλλο. Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε με τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου. Ηταν και οι δύο νέοι, είχαν ονόματα σύμβολα και κανείς δεν θα τους έλεγε προδότες αν συνεργαζόντουσαν. Θα έσωζαν την Ελλάδα και θα έμεναν στην Ιστορία. Αλλά τι θα έκαναν οι κομματικοί στρατοί αν υπήρχε συμφωνία. Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Η χώρα να είναι σχεδόν σε έκτακτη ανάγκη - όχι σήμερα, τα τελευταία τρία χρόνια.
Πολλοί αυτές τις ώρες πάνε να με φοβίσουν. «Πού πήγες και έμπλεξες». «Και πες ότι βγαίνεις, τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις;». Δεν το έχω σκεφθεί ποτέ έτσι. Πάντα οι δρόμοι ήταν για μένα μια ευκαιρία. Ετσι έφτασα και στη δημοσιογραφία. Πέρασα το ποτάμι - εννοώ τώρα τον Κηφισό που χώριζε τα δυτικά προάστια από την Αθήνα - και τα κατάφερα (μάλλον). Βέβαια τότε ήμουν 22 και τώρα είμαι 50. Είμαι πιο μυαλωμένος δηλαδή.