31 Οκτωβρίου, 2018

Σκέψεις για την άνοδο της εθνικιστικής δεξιάς ανά τον κόσμο

Η ομιλία της Σώτης Τριανταφύλλου στο 3ο Συνέδριο του Ποταμιού

Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:

Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:

Γεια σας από το Παρισάκι. Voila μερικές σκέψεις για την άνοδο της εθνικιστικής δεξιάς στον κόσμο, στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και μέχρι τη Βραζιλία.

Γενικά μιλώντας, όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας, θεωρείται φασίστας. Το έγραφε ο Όργουελ το 1946. Φασιστικό είναι οτιδήποτε ανεπιθύμητο. Ο όρος έχει στρογγυλοκαθίσει στη σύγχρονη γλώσσα, με αποτέλεσμα να τον εκστομίζουμε χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνει, πέραν του ότι είναι κάτι κακό.

Σύμφωνα με μια λενινιστική οπτική, που είναι πιο διαδεδομένη από ότι θα περίμενε κανείς, φασισμός είναι η τρομοκρατική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, η οποία υποτίθεται ότι αντιτίθεται στην κυριαρχία του προλεταριάτου. Αλλά τόσο ο ναζισμός, όσο ο φασισμός και ο κομμουνισμός έχουν κοινές ρίζες. Έχουν θεμελιώδεις συγγένειες και όχι μόνο επειδή οδηγούν σε ολοκληρωτικά συστήματα.

Η σημερινή αριστερά και οι υπερευαίσθητες ψυχές βλέπουν στην άνοδο της δεξιάς τον κίνδυνο του εκφασισμού. Είναι αλήθεια. Οι ηγέτες των κομμάτων της λαϊκής δεξιάς, τύπου Λεπέν, Όρμπαν, Σαλτνίνι και Ντόναλτ Τραμπ δεν είναι άνθρωποι με τους οποίους θα θέλαμε να κάνουμε παρέα.

Σήμερα μπορείς να κατηγορήσεις για φασισμό ένα λευκό, αλλά εάν κατηγορήσεις ένα μαύρο μολονότι ο μαύρος ρατσισμός είναι πιο εκδηλωτικός από το λευκό, χαρακτηρίζεσαι ρατσιστής και σου αφαιρείται το δικαίωμα του λόγου.

Φασίστες θεωρούνται λοιπόν οι κάθε λογής αντιπαθητικοί άνθρωποι. Οι πλούσιοι, όσοι πιστεύουν στο νόμο και στην τάξη, οι συντηρητικοί. Όμως, εάν δούμε την ιστορία, φασίστες ήταν ανέκαθεν οι φτωχοί, οι μικροαστοί, οι φιλήσυχοι, ή και αγανακτισμένοι πολίτες, οι κομφορμιστές.

Και εδώ βέβαια χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, για το τι σημαίνει κομφορμισμός. Άλλοτε οι φασίστες ήταν συντηρητικοί, άλλοτε δεν ήταν. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι δεν μπορούν να θεωρηθούν συντηρητικοί. Είχαν οράματα ανατροπής και δυστοπίας. Οι φουτουριστές δεν ήταν συντηρητικοί.

Έχουμε να κάνουμε πάντως σήμερα με μια εκδίκηση των συντηρητικών πολιτών. Δηλαδή, εκείνων που εμφορούνται από παραδοσιακές αξίες, που είναι για παράδειγμα χριστιανοί, που φοβούνται τις αλλαγές, που έχουν επαρχιακή νοοτροπία, ή που πιστεύουν ότι η πατρίδα τους είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο επειδή τους γέννησε.

Αλλά οι συντηρητικοί είναι εξίσου επιρρεπείς στο φασισμό με τους επαναστάτες, όχι περισσότερο. Ένα μέρος τους, τρέφει πράγματι οράματα ολοκληρωτισμού. Μερικοί οπαδοί του Μπολσονάρου στη Βραζιλία, φαντάζονται ένα ισχυρό κράτος με έναν αυταρχικό ηγεμόνα, που θα υπάρχει ευταξία και κοινωνική γαλήνη. Αλλά οι περισσότεροι συντηρητικοί στον κόσμο, θέλουν απλώς την ησυχία τους.

Για να βρούμε φασίστες, θα χρειαστεί να τους αναζητήσουμε στους θιασώτες της πολιτικής βίας, σε όσους επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους, θεωρώντας τους θεσμούς της δημοκρατίας διεφθαρμένους και σε όσους ευαγγελίζονται το νέο άνθρωπο, ένα νέο τύπο ανθρώπου. Δεν πρόκειται για ζήτημα ορισμού, η κοινή λογική υπαγορεύει τη διάκριση μεταξύ φασίστα και συντηρητικού πολίτη.

Πράγματι, τον πολιτικό λόγο που γνωρίζει επιτυχία σήμερα, δεξιό κι αριστερό, χαρακτηρίζει ο λαϊκισμός, το μίσος για τις ελίτ και η χρήση απλής γλώσσας, γλώσσας του δρόμου. Σήμερα, επικρατεί σύγχυση για το ποιος είναι συντηρητικός. Πρέπει άραγε να αποδεχόμαστε ως μοιραίες και αναπόφευκτες όλες τις αλλαγές; Σύγχυση υπάρχει και για το τι σημαίνει προοδευτικός, για το αν δηλαδή η Αριστερά είναι προοδευτική ή οπισθοδρομική όπως πιστεύω.

Πάντως, το 1969, όταν ένας Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο στου Κορνέλ διάβασε σε κοινό αριστερών φοιτητών μια ομιλία του Μουσολίνι χωρίς να αποκαλύψει το όνομα του ρήτορα, το αμφιθέατρο σείστηκε από ενθουσιασμό. Αλλά βεβαίως, κανείς από τους ριζοσπάστες φοιτητές εκείνης της εποχής που επιδίδονταν σε καταλήψεις και εκφοβισμό Καθηγητών, δεν έβλεπαν το φασίστα στον καθρέφτη τους.

Αυτή είναι η σημερινή συγκυρία. Ο φασισμός δε λανθάνει αποκλειστικά στους κόλπους της Δεξιάς. Το μίσος ανάμεσα στους κομμουνιστές, τους αναρχικούς και τους φασίστες, δεν οφείλεται στις αγεφύρωτες διαφορές τους, αλλά σε μια σειρά από ανομολόγητες ομοιότητες. Η σημερινή άνοδος της λεγόμενης άκρας Δεξιάς ή του Δεξιού Λαϊκισμού, είναι λαϊκό κίνημα που απορρίπτει τόσο τον οικονομικό φιλελευθερισμό όσο και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Και πράγματι, συγχωρίζεται με Νεοναζί και άλλα εγκληματικά στοιχεία.

Η εν λόγω τακτική είναι κοινή στα πολιτικά άκρα, αμφότερα στρατολογούν το κοινωνικό περιθώριο. Το ανθρώπινο υλικό, που ακολουθεί σήμερα την άκρα Δεξιά, θα μπορούσε να ακολουθήσει τα θορυβώδη αριστερά κινήματα, όπως την ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, αν η Αριστερά δεν ήταν ισλαμοφιλική. Αλλά όταν στη Βρετανία το Marks and Spencer πουλάει μπούρκες για κοριτσάκια και αντιδρά σε αυτό μόνο η Δεξιά, ακολουθούν τη Δεξιά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα ολοκληρωτικά συστήματα στηρίχθηκαν στους λαούς. Και αν δε θέλουμε να επαναληφθούν, μέσα από το Φιντές της Ουγγαρίας ή το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας, είναι καλή ιδέα να δώσουμε ελευθερία και βήμα σε όλες τις πολιτικές πεποιθήσεις. Το μίσος δε μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσω της τακτικής «κουρδιστό πορτοκάλι».

Η παρούσα κατάσταση, είναι απόρροια της αποτυχίας των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων να τραβήξουν τους Ευρωπαίους από το τέλμα του έθνους. Δεν ήταν εύκολο και γίνεται δυσκολότερο. Έτσι, όλες οι παραλλαγές της Δεξιάς ενισχύονται. Από τη Μπαλαβί του Ντόναλντ Τραμπ, μέχρι το συντηρητισμό του Κόντε και του Όρμπαν.

Και οι βασικές αιτίες είναι, η αριστερή ηγεμονία στο εποικοδόμημα και η επιδείνωση της ποιότητας ζωής λόγω του εξισλαμισμού. Η Σουηδία έγινε η χώρα με ταμ περισσότερα εγκλήματα τιμής στην Ευρώπη. Πώς μπορεί να περνάει κάτι τέτοιο στα ψιλά; Η σοσιαλδημοκρατία έσφαλε θλιβερά σε αυτό το μείζον ζήτημα και συνεχίζει να μην παραδέχεται την εθελοτυφλία της.

Έτσι, πολίτες χωρίς ιδιαίτερο ηθικό ανάστημα, στρέφονται σε κάτι παλιό και γνώριμο: Στο χώμα και στο αίμα της πατρίδας. Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε, σε τι έχουν δίκιο αυτοί οι άνθρωποι; Δε μπορεί, σε κάτι θα έχουν δίκιο. Καλό είναι να μην τους θεωρήσουμε παράφρονες. Αν και υπάρχει μαζική παραφροσύνη. Στη σημερινή συνθήκη βρίσκεται αλλού.

*H Σώτη Τριανταφύλλου είναι ιστορικός και συγγραφέας