26 Νοεμβρίου, 2015

«Ο κτηνοτρόφος δεν είναι εχθρός αλλά θεματοφύλακας του βοσκότοπου»

Στην ανάγκη να υπάρξει ένα νέο νομοσχέδιο που να λύνει τα προβλήματα των Ελλήνων κτηνοτρόφων και να δίνει πραγματικές αναπτυξιακές προοπτικές, αντί να κάνει απλά διαχείριση των κονδυλίων της νέας ΚΑΠ, δημιουργώντας πελατειακές σχέσεις και εφησυχασμό στους κτηνοτρόφους αναφέρθηκε η βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του Ποταμιού, Κατερίνα Μάρκου, μιλώντας ως ειδική αγορήτρια επί του σχεδίου νόμου για τις βοσκήσιμες γαίες στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου.

Επανέλαβε τις συγκεκριμένες προτάσεις για βελτίωση του νομοσχεδίου και διατύπωσε επιφυλάξεις, ιδίως όσον αφορά την ορολογία που χρησιμοποιείται, την εμπλοκή πολλών συναρμόδιων φορέων χωρίς ξεκάθαρους ρόλους, την έλλειψη προβλέψεων για τη δημιουργία νέων εκμεταλλεύσεων ή την επέκταση παλαιών αλλά και τον αποκλεισμό των κτηνοτροφικών οργανώσεων από τις διαδικασίες διαχείρισης και κατανομής, την ίδια στιγμή που οι κτηνοτρόφοι επιβαρύνονται με τα κόστη της διαδικασίας.

«Ο κτηνοτρόφος δεν είναι εχθρός ούτε του βοσκοτόπου, ούτε του κράτους. Αντιθέτως, όπως είπα, πρέπει να είναι ο θεματοφύλακας του βοσκοτόπου του, να είναι κεντρικό πρόσωπο στον όποιο σχεδιασμό».

Η κ. Μάρκου μίλησε και για την πρόταση που έκανε να δοθεί προτεραιότητα στις σπάνιες αυτόχθονες φυλές κατά τη διανομή των βοσκοτόπων, που έκανε αποδεκτή ο Υπουργός, επισημαίνοντας ότι οι φυλές αυτές, μοναδικές στη χώρα μας, αποτελούν και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την ελληνική κτηνοτροφία, συμβάλλοντας στην παραγωγή ιδιαίτερων και μοναδικών προϊόντων, ακριβώς σύμφωνα και με τις διεθνείς τάσεις ζήτησης.

Τέλος, για το θέμα της φέτας, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα ζωικά κεφάλαια αιγών στην Ευρώπη, τόνισε την ανάγκη να περιφρουρηθεί η μοναδικότητα του προϊόντος όχι μόνο στο θέμα της τυροκόμησης, «Αν παράγουμε φέτα από γάλα προβάτων ξένων φυλών που τρέφονται με εισαγόμενες ζωοτροφές, τότε ποια θα είναι η διαφορά με το πρόβειο τυρί μιας ξένης χώρας; Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται και η σημασία του βοσκότοπου, όχι μόνο στο πλαίσιο της επιλεξιμότητας, αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφίας και ως συγκριτικό πλεονέκτημα».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

Θέλω να ξεκινήσω με δύο λόγια για το θέμα των σπάνιων φυλών όπου ο Υπουργός υιοθέτησε την πρότασή μας για να δοθεί προτεραιότητα στις σπάνιες αυτόχθονες φυλές κατά τη διανομή των βοσκοτόπων και τον ευχαριστούμε γι αυτό.

Πέρα από τη διατήρηση της γενετικής κληρονομιάς των ελληνικών κτηνοτροφικών ζώων, που είναι από μόνος του ένας αξιόλογος και σημαντικός στόχος στο πλαίσιο και της βιοποικιλότητας, οι φυλές αυτές, μοναδικές στη χώρα μας, αποτελούν και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την ελληνική κτηνοτροφία. Συμβάλουν, δηλαδή, στην παραγωγή ιδιαίτερων και μοναδικών προϊόντων, ακριβώς σύμφωνα και με τις διεθνείς τάσεις ζήτησης.

Θέλω να το συνδέσω και με το θέμα της φέτας, επειδή ξεκίνησε η κουβέντα προχθές. Ξέρετε, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα διάφορα προϊόντα που παράγουμε, να τηρούνται και συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητας που πραγματικά περιφρουρούν τη μοναδικότητα του προϊόντος. Τι εννοώ; Αν παράγουμε φέτα από γάλα προβάτων ξένων φυλών που τρέφονται με εισαγόμενες ζωοτροφές, τότε ποια θα είναι η διαφορά με το πρόβειο τυρί μιας ξένης χώρας? Η μοναδικότητά μας είναι μόνο στη μέθοδο τυροκόμησης? Πώς εκμεταλλευόμαστε το συγκριτικό πλεονέκτημα η χώρα μας να έχει ένα από τα μεγαλύτερα ζωικά κεφάλαι αιγών στην Ευρώπη? Αυτά είναι θέματα που πρέπει να τα δούμε καλύτερα.

Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται και η σημασία του βοσκότοπου, όχι μόνο στο πλαίσιο της επιλεξιμότητας, που όπως είπα είναι σημαντική και τη θέλουμε και τη στηρίζουμε. Αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφίας και ως συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ακούσαμε και τον κ. Δήμο προχθές που μίλησε για το απραγματοποίητο δυναμικό της ελληνικής υπαίθρου να θρέψει πολλά ακόμα ζώα, να φέρει εισόδημα και δουλειά ιδίως στην περιφέρεια. Αυτό πρέπει να είναι το όραμα πίσω από το νομοσχέδιο.

Ο Υπουργός μίλησε για όραμα αλλά δυστυχώς δεν είναι εμφανές. Το είπα και στην πρώτη μου τοποθέτηση, η αντιμετώπιση δεν είναι επαρκής. Σίγουρα είναι θετική η καταγραφή και η αποτύπωση αλλά θα παραμείνει άνευ αντικειμένου αν δεν συνδυάζεται με όλα τα υπόλοιπα δεδομένα, κτηματολόγιο, χρήσεις γης, ιδιοκτησιακά δεδομένα.
Επιμένω ότι η ορολογία που χρησιμοποιείται σε αρκετά σημεία περιπλέκει αντί να ξεκαθαρίζει. Μιλάτε για βοσκήσιμες γαίες και όχι για βοσκοτόπους, μιλάτε για είδη βλάστησης ενώ μάλλον δεν είναι απαραίτητο, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι η κατοχύρωση των τοπικών πρακτικών έχει γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μιλάτε για καταγραφή στο άρθρο 2 και για αποτύπωση στο άρθρο 6. Μπλέκετε τις Περιφέρειες, τις Περιφερειακές Ενότητες, του Δήμους και τις Αποκεντρωμένες χωρίς ξεκάθαρους ρόλους.

Επίσης, η διαδικασία καθορισμού και κατανομής των βοσκοτόπων είναι εξ ορισμού δυναμική. Αύριο ένας νέος κτηνοτρόφος θα θέλει να δημιουργήσει μια νέα εκμετάλλευση ή να επεκτείνει την εκμετάλλευσή του. Πώς θα γίνεται αυτό? Δεν μας έχετε εξηγήσει ακόμα. Θα πρέπει να ζητήσει αναθεώρηση του διαχειριστικού σχεδίου και ανανέωση της βάσης δεδομένων? Μεθαύριο, μια περιοχή κηρύσσεται αναδασωτέα. Τι θα γίνει με τα σχέδια και τη βάση δεδομένων;

Εν τω μεταξύ, έχουν ένα δίκιο και οι κτηνοτρόφοι που λένε ότι με το νομοσχέδιο αποκλείονται από τις διαδικασίες διαχείρισης και κατανομής, την ίδια στιγμή που επιβαρύνονται με τα κόστη της διαδικασίας. Μάλιστα, χάνουν και τα δικαιώματά τους αν δεν φροντίσει η αρμόδια Υπηρεσία να εκπονήσει εγκαίρως το διαχειριστικό σχέδιο.

Ο κτηνοτρόφος δεν είναι εχθρός ούτε του βοσκοτόπου, ούτε του κράτους. Αντιθέτως, όπως είπα, πρέπει να είναι ο θεματοφύλακας του βοσκοτόπου του, να είναι κεντρικό πρόσωπο στον όποιο σχεδιασμό. Γι αυτό και πρότεινα τη μακροχρόνια απόδοση των βοσκοτόπων, κατά προτίμηση γύρω από την εκμετάλλευση, αλλά και το χωρισμό σε κτηνοτροφικές ζώνες, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους κτηνοτρόφους.

Στη συζήτηση με τους φορείς ακούστηκαν και πολλές επιμέρους χρήσιμες παρατηρήσεις. Ενδεικτικά θα αναφερθώ στο θέμα της βόσκησης στους πυρήνες Εθνικών Δρυμών, όπου, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαία για το ίδιο το οικοσύστημα της περιοχής.

Η βόσκηση είναι, λοιπόν, ένα εργαλείο διαχείρισης της αειφορίας. Η αντιπαλότητα μεταξύ περιβάλλοντος και κτηνοτροφίας είναι ως ένα βαθμό τεχνητή. Εφόσον όλα γίνουν σωστά και με σχέδιο, χωρίς υπερβολές. Προχωρήστε λοιπόν με τα διαχειριστικά, συνεργαστείτε και με το Υπουργείο Περιβάλλοντος για να ολοκληρωθούν και οι δασικοί χάρτες και απαλλάξτε τους κτηνοτρόφους από αυτή τη διαμάχη ανάμεσα στα δύο Υπουργεία που δεν τους αφορά παρά μόνο τους δυσκολεύει.

Το ίδιο ισχύει και για τα θέματα των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων του άρθρου 12. Πρέπει να μπουν κάποιες προδιαγραφές που να διευκολύνουν τη συμμόρφωση και την αδειοδότηση, δεν μιλάμε για πολυκατοικίες. Επίσης, να δώσετε και κάποια κίνητρα μετεγκατάστασης έξω από οικισμούς.

Άλλο θέμα που ανέφερα και παρακαλώ να δείτε είναι η εισαγωγή διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης για τα διαχειριστικά ή διαδικασίας ενστάσεων που δεν προβλέπεται.

Επαναλαμβάνω την πρόταση να καλυφθεί η δαπάνη για τη διαχείριση των νεκρών ζώων, ιδίως όσων έχουν θανατωθεί λόγω ασθενειών, από το πλεόνασμα του ΕΛΓΑ για το ζωικό κεφάλαιο. Είναι άδικο να επιβαρύνετε τους κτηνοτρόφους με ένα ακόμα τέλος ανά ζώο, την ώρα που υποτίθεται πάμε να μειώσουμε τα κόστη παραγωγής, και θα έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο.

Πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός του ρόλου του ΕΛΓΑ και της θετικής του συμβολής στην προοπτική ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, θέματα που πρέπει να δούμε με ένα νέο νομοσχέδιο για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και όχι αποσπασματικά προτάσεις φορέων και κομμάτων στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Νομοσχέδιο που να λύνει τα προβλήματα που ακούσαμε προχθές και να δίνει πραγματικές αναπτυξιακές προοπτικές, και όχι απλά να κάνει διαχείριση κονδυλίων της νέας ΚΑΠ, δημιουργώντας πελατειακές σχέσεις και εφησυχασμό στους κτηνοτρόφους.

Τέλος, επί των τροπολογιών που έχουν ήδη κατατεθεί, οι οποίες, βέβαια, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο του νομοσχεδίου, θα τοποθετηθώ στην Ολομέλεια.

Κατερίνα Μάρκου - Β' Θεσσαλονίκης