21 Δεκεμβρίου, 2017

«Μάχες με όρους παρελθόντος, δεν δείχνουν την έξοδο από την κρίση»

Ομιλία Σπ. Δανέλλη για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Στην Ολομέλεια της Βουλής τοποθετήθηκε ο Ειδικός Αγορητής του Ποταμιού, Σπύρος Δανέλλης, σε σχέση με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις».

Δείτε το βίντεο της ομιλίας εδώ:

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Πριν αναφερθώ στο νομοσχέδιο θα ήθελα να κάνω δύο σχολιασμούς.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τη μεθοδολογία.
Κύριε Υπουργέ, η κατά κόρον αυτή χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία κατά το παρελθόν, η άκριτη κατάθεση πολλαπλών και ασχέτων μεταξύ τους τροπολογιών επί του σώματος εντελώς διαφορετικού νομοσχεδίου, δεν έπρεπε να ακολουθείται και από εσάς.
Η τυπολατρία δεν πρέπει να ξεπερνά την ουσία, την πραγματικότητα και τις ανάγκες της, όμως η κατάχρηση αυτής της μεθοδολογίας – και σήμερα και εχθές – νομίζω πως σας αδικεί.
Αδικεί τα θέματα, τα οποία αντιμετωπίζετε με αυτόν τον τρόπο, αδικεί εσάς και αδικεί βεβαίως τον Κοινοβουλευτισμό και τον τρόπο που νομοθετούμε.
Αυτή η κακή πρακτική κοινοβουλευτική πρακτική του παρελθόντος δεν είχατε κανένα λόγο να την υιοθετήσετε.
Και να σας πω για την πολυσυζητημένη τροπολογία, για την προστασία των συμβολαιογράφων κατά τη διενέργεια πλειστηριασμών.
Φαντάζεστε πως θα είχαμε τις ίδιες αντιδράσεις από πλευράς αντιπολίτευσης, αν είχε ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία, όπου θα καλούνταν οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να μιλήσουν για αυτό που αντιμετωπίζουν;
Φαντάζομαι πως δεν θα ήταν οι ίδιες.
Άρα σας αδικεί κατάφορα αυτή η μεθοδολογία.
Διότι την εκκρεμότητα αυτήν δεν την πληροφορηθήκαμε εχθές ή προχθές, ώστε να δικαιολογείται μια επείγουσα τροπολογία.
Έπρεπε σήμερα, την τελευταία ημέρα νομοθέτησης του χρόνου να καλύψουμε αυτήν την πολύ πραγματική ανάγκη;
Λάθος λοιπόν.
Τώρα, σε σχέση με την ουσία, αυτής της τροπολογίας.
Εγώ την χαιρετίζω.
Διότι δεν είναι δυνατόν, σε μια ευνομούμενη, ώριμη Δημοκρατία να υπάρχουν στη δημόσια ζωή αυτές οι εκδηλώσεις ακραίας βίας.
Είναι αδιανόητο.
Όπως είναι αδιανόητο, χωρίς κανείς να προβαίνει σε συμψηφισμούς, γιατί μπροστά στην απαίτηση της αντιμετώπισης του όλου ή του τίποτα, μοιραία, οδηγείσαι στο τίποτα.
Από αυτό εδώ το βήμα έλεγα εχθές, μιλώντας ως Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος στο νομοσχέδιο για τον Διαστημικό Οργανισμό, πως δεν είναι δυνατόν να ανεχόμαστε άλλο την κλιμάκωση της βίας στα ελληνικά Πανεπιστήμια.
Εχθές συνέβη ξανά, αυτό που συνέβη στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας πριν από λίγες μόλις ημέρες.
Εισβολή τραμπούκων εκ νέου και νέες καταστροφές.
Νομίζω πως πια είναι υπερ-ώριμες οι συνθήκες να επιδιώξουμε την αλλαγή του νόμου για το Πανεπιστημιακό Άσυλο.
Διότι ξεκάθαρα δεν καλύπτουμε αυτά, τα οποία ο νομοθέτης προέβλεπε 30 – 40 χρόνια πριν, όταν όντως υπήρχαν διαφορετικές ανάγκες, από ό,τι σήμερα.
Αναφέρθηκα, επίσης, στους σύγχρονους «Ρομπέν των φτωχών», στο Ρουβίκωνα.
Είπα ότι στην περίπτωσή τους ισχύει το «δώσε θάρρος στον χωριάτη».
Από τις επεμβάσεις στα δημόσια κτίρια, άρχισαν οι επεμβάσεις στα supermarkets, ζητώντας την «εργατική δικαιοσύνη», θεωρώντας πως έτσι μπορούν να υποκαταστήσουν το κράτος και τις υπηρεσίες του.
Και βεβαίως εχθές τους είδαμε και στο Αγρίνιο.
Αρχίζουν να εξαπλώνονται…
Για όλα αυτά τα φαινόμενα βίας, όπου ορισμένοι στο παρελθόν έχτισαν καριέρες, και σήμερα βλέπουμε να φτιάχνονται και δεύτερες καριέρες, πρέπει η Πολιτεία να απαντήσει άμεσα.
Και να πω και κάτι στους συναδέλφους μου της αντιπολίτευσης.
Νομίζω ότι το δικαίωμα στην εξέλιξη, στην αλλαγή, είναι αδιαπραγμάτευτο.
Γιατί είναι νόμος, ο οποίος δεν επιδέχεται εξαιρέσεων, είναι νόμος της φύσης.
Ισχύει και στην πολιτική.
Αλίμονο, αν ένα κόμμα δεν εξελίσσεται στις αντιλήψεις του, στον τρόπο αντιμετώπισης ζητημάτων, αν δεν έχει μια δυναμική που ακολουθεί τη νέα πραγματικότητα, που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Άρα, εγώ θεωρώ ότι είναι και δικαίωμα και υποχρέωση του κυβερνώντος κόμματος να εξελίξει τις θέσεις του και τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζει κομμάτια της πραγματικότητας.
Και νομίζω ότι δεν είναι προωθητικό για κανένα, κυρίως για την χώρα και την κοινωνία, ιδιαίτερα σε αυτήν εδώ την κρίσιμη στιγμή – το σταυροδρόμι της εξόδου από τα Μνημόνια – το να δίνουμε μάχες με όρους παρελθόντος.
Δεν είναι προωθητικό και πρέπει να συνεννοηθούμε, για να δούμε την πραγματικότητα, έτσι ως έχει.
Η συμφιλίωση με την πραγματικότητα είναι υποχρέωση όλων μας και προϋπόθεση για να γυρίσουμε σελίδα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Επί του νομοσχεδίου τώρα…
Αν σκοπός της ποινής, όπως γράφει ο περίφημος Ιταλός ποινικολόγος Τσεζάρε Μπεκαρία, δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε το αδίκημα, με άλλα λόγια η ειδική πρόληψη, να αποτρέψει, δηλαδή, το συγκεκριμένο άτομο από το να ξαναεγκληματήσει, τότε σίγουρα η ποινή που θα του επιβληθεί είναι αναγκαίο να έχει έναν εξαγνιστικό, καθαρτικό χαρακτήρα.
Δηλαδή, να παίξει ένα ρόλο νουθέτησης κι όχι να φορτίζεται με το στοιχείο της εκδίκησης, γιατί τότε πια η τιμωρία παύει να είναι ποινή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τιμωρία στα αρχαία ελληνικά σημαίνει, σε πρώτη σημασία, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή.
Και συνδρομή παραμένει και με την έννοια της ποινής, εφόσον συμβάλλει στον «επανανθρωπισμό» του εγκληματία.
Και νομίζω πως σε αυτό το πλαίσιο σκέψης κινείται ο κύριος κορμός του συζητούμενου νομοσχεδίου, για τα «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής».
Πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου, που εντάσσεται στην «φιλελευθεροποίηση» του σωφρονιστικού μας συστήματος, τροποποιώντας το θεσμικό πλαίσιο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων ψυχικά ασθενών ατόμων και συγκεκριμένα τα άρθρα 38-41 και 69-70 του Ποινικού Κώδικα.
Δεδομένου ότι η ποιότητα μιας δημοκρατίας καθορίζεται και από τον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης των κοινωνικών μειοψηφιών και δεδομένου ότι το παρόν αποτελεί ένα δικαιωματικό νομοσχέδιο, εμείς δεν θα μπορούσαμε τουλάχιστον επί της αρχής να μην το στηρίξουμε, παρά τις όποιες αδυναμίες του.
Η προτεινόμενη δέσμη μέτρων έχει ως βασικό άξονα την άρση του διλήμματος «ασφάλεια ή ελευθερία».
Οι αλλαγές συγκεκριμένων άρθρων του Ποινικού Κώδικα, στις οποίες προαναφέρθηκα εξανθρωπίζουν το πλαίσιο των κυρώσεων, καθώς απελευθερώνουν μέσα και πόρους για την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων παρακολούθησης αυτών των ατόμων στην κοινότητα, με περιορισμό της φύλαξης προς όφελος της θεραπείας και της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.
Με απλά λόγια κομβικό ρόλο κατέχει η από-ασυλοποίηση των ψυχικά ασθενών με παραβατική συμπεριφορά.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, δεν θα πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.
Οι ψυχικά ασθενείς στιγματίζονται ανεξαρτήτως παραβατικότητας ή όχι.
Η ψυχική νόσος αποτελεί κοινωνικό στίγμα, ακόμη και στις μέρες μας, ενώ συχνά συνδέεται αυθαίρετα με την παραβατικότητα.
Ο τρόπος που όχι μόνο το σωφρονιστικό αλλά και το ποινικό μας σύστημα αντιμετωπίζουν τον ψυχικά ασθενή με παραβατική συμπεριφορά, μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα.
Μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται την ψυχική νόσο αλλά, κυρίως, μπορεί να βοηθήσουν την ομαλή επανένταξη τέτοιων ανθρώπων στην κοινωνία.
Οι γενικές, στιγματιστικές ή και αναχρονιστικές αναφορές, που καταργούνται με το παρόν νομοσχέδιο, είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε ως χώρα, εν έτει 2017.
Εκεί έγκειται και η επιβεβλημένη τροποποίηση της νομοθετικής ρύθμισης των άρθρων 69 και 70, του Ποινικού Κώδικα, καθώς αποτελεί προϋπόθεση για την μεταβολή της καταρχάς άποψης για τον «επικίνδυνο» ψυχικά ασθενή.
Μιας άποψης που συχνά ενισχύεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και γι' αυτό το λόγο είναι και τόσο κυρίαρχη.
Όλο το στοίχημα της παρούσας δέσμης ρυθμίσεων του Α’ Μέρους είναι η μεταβολή της θέσης για τον ψυχικά ασθενή, από τον επικίνδυνο δράστη για τον κοινωνικό ιστό σε ασθενή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε κοινωνικό επίπεδο.
Ο T.S. Elliot γράφει στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» «οι φράσεις της προηγούμενης χρονιάς ανήκουν σε προηγούμενη πια γλώσσα, και οι καινούριες φράσεις περιμένουν τη νέα φωνή».
Και στην περίπτωσή μας, δεν μιλάμε για την προηγούμενη χρονιά, αλλά από το 1950 μέχρι σήμερα.
Άρα, οι σημαντικές μεταβολές στην χρησιμοποιούμενη ορολογία, με την επιλογή όρων, ώστε να είναι συμβατή με τα πορίσματα της ψυχιατρικής επιστήμης και την αποφυγή του γλωσσικού, έστω, στιγματισμού, καθώς ο τρόπος νομικής έκφρασης, αναφορικά με τους ψυχικά ασθενείς, πρέπει να δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην προστασία της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας των πασχόντων προσώπων, ήταν επιβεβλημένες.
Γιατί δεν νοείται σήμερα, να ισχύουν ακόμη διατάξεις που παραπέμπουν στη ζοφερή και πρωτόγονη κατάσταση των ψυχιατρείων, με όλη αυτήν την αναχρονιστική ορολογία περί λήψης μέτρων στείρωσης, λοβοτομής, κ.λπ., στο θεραπευμένο.
Δε νοείται στις μέρες μας να αναγκάζεται εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, να παραγγέλνει ακόμη τη διενέργεια έρευνας, προκειμένου να διαπιστώσει αν νόμιμα και σωστά 125 ψυχικά ασθενείς παραμένουν για δεκαετίες σε δημόσια ψυχιατρεία, ως μη έχοντες καταλογισμό.
Δεν νοείται να μην γνωρίζουμε για αυτούς τους ανθρώπους, σήμερα, εάν έχει αλλάξει η κατάσταση της υγείας τους ή εάν μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία.
Μέχρι σήμερα, για τα άτομα με παραβατική συμπεριφορά που απαλλάσσονταν από την ποινή τους λόγω ψυχικών ή διανοητικών διαταραχών, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο ήταν μονόδρομος για τους δικαστές.
Παρέμεναν έγκλειστα επ’ αόριστον, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε στοιχειώδη δικαιώματα των κρατουμένων, όπως π.χ. η άσκηση έφεσης ή η λήψη άδειας, αλλά ούτε και τα δικαιώματα των ασθενών.
Με καθυστέρηση, λοιπόν, με το νομοθέτημα αυτό, η ελληνική πολιτεία προσαρμόζεται στις εξελίξεις, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αποτυπώνονται σε θεμελιώδη κείμενα υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Στο νομοσχέδιο εισάγεται σαφώς το πρωτείο της θεραπείας έναντι της φύλαξης.
Απονέμονται, παράλληλα, δικονομικές εγγυήσεις στο άτομο και ταυτόχρονα, ενώ καθιερώνεται ένα διαβαθμισμένο σύστημα ψυχιατρικής παρακολούθησης σε κλειστές και ανοιχτές δομές ψυχικής υγείας.
Ο παρωχημένος μακροχρόνιος εγκλεισμός σε ασυλικές μονάδες καταργείται και στη θέση του θεσπίζονται σύγχρονα μέτρα, με στόχο το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ταυτόχρονα με την ασφάλεια των ίδιων των ψυχικά ασθενών, αλλά, βεβαίως και των τρίτων.
Δυο κριτικές παρατηρήσεις ωστόσο.
Πρώτον, δυστυχώς, η Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις αλλάζει τους νόμους, χωρίς να αλλάζει την πραγματικότητα, στην οποία αναφέρονται.
Δεύτερον, η εφαρμογή αυτού του νέου προοδευτικού πλαισίου για τους πρώην ακαταλόγιστους επιβάλλει την δομική αλλαγή συντονισμού και λειτουργίας τόσο των ψυχιατρικών μονάδων μεταξύ τους (ενδονοσοκομειακών και εξωνοσοκομειακών) όσο και την ουσιαστική συνεργασία δικαστικού και ψυχιατρικού συστήματος.
Και αυτό φοβούμαστε πως δεν αλλάζει με την ψήφιση ενός νόμου.
Όπως επίσης φοβόμαστε πως ίσως η πρακτική εφαρμογή του νόμου θα καθυστερήσει από την έλλειψη κατάλληλων υποδομών σε κάποιες περιπτώσεις, όπως και των ειδικών που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των θεραπευτικών μέτρων.
Η χώρα μας, είναι γνωστό, πως δε διαθέτει επαρκή συστήματα κοινωνικής υγείας.
Άλλες χώρες πάλι, όπως η Αγγλία ή η Ιταλία, είναι γνωστές για την αποτελεσματικότατη φροντίδα που μπορούν να προσφέρουν στο σπίτι, με οργανωμένες διεπιστημονικές, ομάδες ειδικών που παρακολουθούν συστηματικά τον ασθενή κατ’ οίκον.
Για την πλήρη εφαρμογή, λοιπόν, για το ξεδίπλωμα των αρετών μιας τέτοιας προσέγγισης σε αυτήν την ειδική ομάδα ασθενών είναι απαραίτητη, λοιπόν, η θεσμική και υλικοτεχνική υποδομή.
Γιατί δεν είμαστε σίγουροι ότι το υφιστάμενο πλέγμα υπηρεσιών υγείας μπορεί να σηκώσει αυτές ρυθμίσεις.
Και γιατί δεν έχει νόημα να νομοθετούμε «εν κενώ».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Θα σταθώ επιλεκτικά και σε μερικές ακόμη διατάξεις, όπως αυτή του άρθρ. 22, που αφορά το συναινετικό διαζύγιο και φαινομενικά το απλοποιεί.
Κρίναμε από την πρώτη ακόμη συνεδρίαση της Επιτροπής, πως ίσως να δημιουργηθεί κίνδυνος μη αυτόματης αναγνώρισης του συναινετικού διαζυγίου από άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., μιας και στον Κανονισμό 2201/2003, απαιτείται η ρητή αναφορά στους όρους «δικαστήριο» και «απόφαση».
Και θα πρέπει πάντα να μας ενδιαφέρει όταν νομοθετούμε εδώ, η απόλυτη εναρμόνιση και ισχύς των όποιων ρυθμίσεων εισάγουμε και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Από ό,τι γνωρίζω και στις χώρες - πρότυπα, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αγγλία, αλλά και στις ΗΠΑ, το διαζύγιο κάθε είδους απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ώστε το γεγονός να περιβληθεί με τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα που του αρμόζει, αλλά και για να διασφαλιστούν οι σχετικές προϋποθέσεις και τα δικαιώματα των μερών, όπως και η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων.
Η αναφορά σας πως διαδικασία ανάλογη με αυτήν που εισάγετε ισχύει σε χώρες όπως η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ισπανία και η Ρουμανία, μπορεί να ισχύει, αλλά δεν μας καθησυχάζει.
Επιπλέον, παρατηρούμε ότι, ναι μεν βγαίνει πιο γρήγορα το διαζύγιο με τον τρόπο που προτείνετε, αλλά ίσως με βαρύτερο κόστος για τους πολίτες, δεδομένου ότι τώρα απαιτούνται δύο δικηγόροι, ενώ θα μπορούσε να προταθεί ένας κοινός δικηγόρος επιλογής των συζύγων, αφού μιλάμε για συναινετικό, έτσι ώστε να οδηγήσουμε και σε απαλλαγή από περιττά έξοδα.
Θα σταθώ επίσης στο άρθρ. 28, το οποίο τροποποιεί τον ν. 4139/2013, σε σχέση με την περιεκτικότητα προϊόντων κάνναβης σε δραστική ουσία (THC).
Σε σχέση με την εν λόγω ουσία δεν έχουν θεσπιστεί στην εθνική μας νομοθεσία ανώτερα επιτρεπτά όρια για τα τρόφιμα, καθώς ο Νόμος 4139/2013 αναφέρεται μόνο σε ακατέργαστα συγκομιζόμενα προϊόντα και όχι σε μεταποιημένα/ επεξεργασμένα.
Έτσι τα τρόφιμα πρέπει να περιέχουν μη-ανιχνεύσιμες ποσότητες THC, προκειμένου να θεωρούνται τρόφιμα νόμιμης κυκλοφορίας.
Θα μπορούσε νομίζω να μπει μια ρητή αναφορά στα τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων, πχ. τα ακατέργαστα συγκομιζόμενα προϊόντα (πχ ανθοί και σπόροι) που προκύπτουν από την καλλιέργεια ποικιλιών κάνναβης του είδους Cannabis Sativa L χαμηλής περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και συγκεκριμένα μέχρι 0,2% μπορούν να περιέχονται στα τρόφιμα και να θεωρούνται συστατικά τροφίμων.
Και με τέτοια προσθήκη πιστεύουμε πως μπορεί να καλυφθεί το νομικό κενό.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Το εγχείρημα του κυρίως μέρους του συζητούμενου νομοσχεδίου είναι να συνδεθούν οι εξελίξεις της επιστήμης της ψυχικής υγείας, με την συχνά άτεγκτη λειτουργία της δικαιοσύνης, σε μια νέα επιστημονικά τεκμηριωμένη ανθρωποκεντρική κουλτούρα.
Η πραγματική πρόκληση, αλλά και η δικλίδα για την ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος, έγκειται στο αν θα εξασφαλίζεται η αληθινή ψυχιατρική περίθαλψη των ασθενών που τέλεσαν άδικες πράξεις, με τρόπο που σέβεται τον άνθρωπο - ασθενή και παράλληλα προστατεύει την κοινωνία, μειώνοντας την υποτροπή, δηλαδή, με τρόπο αποτελεσματικό.
Νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι, πως αν ακόμη και με ορισμένες ορατές αδυναμίες στο πρώτο κεφάλαιο από το οποίο τιτλοφορείται και όλο το σχέδιο νόμου, επιχειρεί να γκρεμίσει έστω και ένα μικρό κομμάτι αυτού του τείχους αδιαφορίας γύρω από το ευαίσθητο θέμα της αποασυλοποίησης των ψυχικά ασθενών παραβατών, οφείλουμε να το στηρίξουμε.
Θα συμφωνήσουμε ότι απομένει πολύ δουλειά, ώστε οι νέες ρυθμίσεις να μην μείνουν στα χαρτιά, όμως, δεν μπορεί κανείς να είναι αντίθετος σε αυτές τις ρυθμίσεις που κλείνουν ένα χάσμα 70 χρόνων.
Υποχρέωση όλων μας να ξαναδούμε κάποια πράγματα με διαφορετικό μάτι.
Γιατί η πρόκληση της υπέρβασης των ελλείψεων, των αντιστάσεων, της αδράνειας και των κοινωνικών προκαταλήψεων, σε τέτοια ζητήματα ταμπού, ζητήματα που προκαλούν αδικαιολόγητα φόβο στην κοινωνία και υποδαυλίζονται συχνά από ανεύθυνα ΜΜΕ, παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ.
Σας ευχαριστώ.